Με αφορμή το βιβλίο της «Στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα» (εκδ. Βακχικόν), η συγγραφέας Μαρίνα Λυκούδη μιλά για τα χρόνια που έζησε στην Αλβανία κατά το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα.
Συνέντευξη στην Ευλαλία Πάνου
Το βιβλίο σας «Στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα» (εκδ. Βακχικόν) είναι ουσιαστικά μια μαρτυρία της παραμονής σας στη γειτονική μας χώρα τα χρόνια του καθεστώτος του Χότζα. Προσωπικό βίωμα ή ιστορική καταγραφή; Προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα;
Θα έλεγα και τα δύο μαζί. Δεν μπορώ να αποκόψω το ένα από το άλλο. Ζώντας σε ένα τόπο ερμητικά κλειστό στον έξω κόσμο, αναπόφευκτα τα προσωπικά βιώματα σφραγίστηκαν από τα διαδραματιζόμενα στη χώρα γεγονότα. Ίσως και κάπως έντονα λόγω του παραλογισμού της κατάστασης.
Στη χώρα της «ξενηλασίας» δεν υπήρχαν ξένοι επισκέπτες.
Ο λόγος της παραμονής σας στα Τίρανα ήταν η θέση του συζύγου σας ως Γραμματέας της Ελληνικής Πρεσβείας εκεί. Ποια ήταν η αντιμετώπιση του τότε κομμουνιστικού καθεστώτος απέναντι στους ξένους επισκέπτες, και ειδικά απέναντι στους Έλληνες;
Στη χώρα της «ξενηλασίας» δεν υπήρχαν ξένοι επισκέπτες. Όσοι έρχονταν ήσαν προσκεκλημένοι του καθεστώτος, εκπρόσωποι διαφόρων μαρξιστικο-λενινιστικών κινημάτων προσκείμενων στη «χοτζική» ιδεολογία, και ετύγχαναν πλουσιοπάροχης φιλοξενίας. Ελληνικά μουσικά συγκροτήματα έρχονταν στην Αλβανία κατόπιν ειδικής άδειας. Οι συναυλίες που έδιναν στις κυριότερες αλβανικές πόλεις συνετέλεσαν στην αλλαγή των εχθρικών διαθέσεων που είχαν αναπτύξει οι Αλβανοί από την προπαγάνδα εναντίον της χώρας μας. Ήταν η εποχή που ο Χότζα έκανε ένα άνοιγμα προς την Ελλάδα.
Τι «γεύση» άφησαν στα παιδιά σας εκείνα τα χρόνια; Πώς μπορεί κανείς να εξηγήσει σε ένα παιδί, μεταξύ άλλων, την προπαγάνδα, τη λογοκρισία και την έλλειψη αγαθών;
Τα παιδιά ήταν μικρά, οπότε δεν «σημαδεύτηκαν» από την κατάσταση. Φροντίζαμε κι εμείς να τους υποδεικνύουμε ορισμένα πράγματα, να μη πετάνε τίποτε κάτω, να μη κοιτάνε παράξενα τα άλλα παιδιά, να μη τρώνε λιχουδιές στο δρόμο. Γενικά η ηλικία τους ήταν τέτοια που δεν απαιτούσε από εμάς ιδιαίτερες συζητήσεις, εξηγήσεις ή αναλύσεις. Οι εκδρομές στην πανέμορφη φύση παρέα με συνομήλικα παιδιά, που οι γονείς τους υπηρετούσαν σε άλλες πρεσβείες, μικρές φιλίες και ανταλλαγές δώρων, προετοιμασίες μικρογιορτών γέμιζαν τον χρόνο τους.
Ούτε χρόνο είχαν οι άνθρωποι να σκεφτούν, ούτε διάθεση, ούτε δυνατότητα να διαβάσουν μη προπαγανδιστικά βιβλία.
Ποια ήταν τα συναισθήματα και οι σκέψεις των Αλβανών πολιτών εκείνα τα χρόνια; Ανέπτυσσαν δράση ενάντια στο καθεστώς;
Πώς να τα εκφράσουν; Να ρισκάρουν ένα Σπατς; Οπωσδήποτε κάτι γινόταν μέσα τους, αλλά το κατάπιναν.
Στο βιβλίο σας αναφέρεστε στις διώξεις που υπέστησαν Αλβανοί άνδρες και γυναίκες συγγραφείς που τόλμησαν να γράψουν ό,τι ήθελαν, χωρίς να πάρουν έγκριση από το κράτος. Αυτό το «χτύπημα» στη λογοτεχνία καθυστέρησε πιστεύετε την ωρίμανση της αλβανικής κοινωνίας;
Οπωσδήποτε, αλλά δεν ήταν το μόνο. Ούτε χρόνο είχαν οι άνθρωποι να σκεφτούν, ούτε διάθεση, ούτε δυνατότητα να διαβάσουν μη προπαγανδιστικά βιβλία. Τι να κάνουν; Πότε-πότε ξεπρόβαλαν κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις. Η ανελευθερία οδηγούσε στη μοιρολατρία.
Υπήρξε στιγμή που αισθανθήκατε ότι κινδυνεύετε, εσείς ή ή οικογένειά σας;
Όχι, ποτέ. Είχαμε άλλωστε τη Sigurimi που μας προστάτευε! Κι αν μερικές φορές οι ματιές των ανθρώπων απέναντί μας ήταν βλοσυρές, υπήρχαν πολλοί λόγοι δικαιολογίας.
Έχετε επισκεφθεί ξανά την Αλβανία μετά τον θάνατο του Χότζα και την πτώση του ολοκληρωτικού καθεστώτος του; Θυμίζει σε τίποτα τη «Γη των Αετών» του 1978;
Όχι, προς το παρόν. Έχω δει όμως ντοκιμαντέρ, φωτογραφίες, έχω ακροαστεί αφηγήσεις επισκεπτών και κυρίως του συζύγου μου και έχω μείνει άναυδη μπροστά στον οικοδομικό οργασμό της χώρας. Όντως δεν θυμίζει σε τίποτε τη «Γη των Αετών» του 1978. Κυρίως, όταν είδα το Δυρράχιο, έμεινα. Δεν ξέρω αν θα μου άρεσε…