Πέντε λεπτά με μια συγγραφέα. Σήμερα, η πεζογράφος Λουκία Δέρβη, με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων της «Ακούω φωνές» (εκδ. Μεταίχμιο).
Επιμέλεια: Book Press
Είναι το Ακούω Φωνές μια συλλογή με ενιαία σύλληψη, με «θέμα»; Αν ναι, ποιο είναι αυτό;
Το Ακούω Φωνές είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε σε βάθος χρόνου. Κοιτώντας τα παλαιότερα κείμενά μου ξεχώρισα αυτά που είχαν κατά κάποιον τρόπο ένα κοινό θέμα, αυτό της απώλειας και πάνω σε αυτό το μοτίβο ξεκίνησα να γράφω πέρυσι και τα νεότερα. Η απώλεια είναι μια λέξη που έχει αρνητικό πρόσημο στην καθημερινή μας ζωή αλλά που σηματοδοτεί και ένα νέο ξεκίνημα, μια καινούργια αρχή. Με αυτό κατά νου έγραψα τα διηγήματα μερικά από τα οποία έχουν ανοιχτό τέλος όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή. Επίσης, θέλησα να παίξω, πάνω σε αυτό το θέμα, με διάφορες αφηγηματικές τεχνικές και στυλ και με διαφορετική διάθεση και τόνο κάθε φορά. Με ενδιέφερε πολύ σε αυτή τη συλλογή η διαφορετική φόρμα των κειμένων, ο διαφορετικός τρόπος έκφρασης, και η ένταξή των διηγημάτων σε μια ενιαία σύνθεση που ήθελα να αποτυπώνεται στον τίτλο του βιβλίου.
Όταν γράφω διηγήματα αφήνω τους χαρακτήρες να οδηγήσουν την πλοκή, τους επιτρέπω να με οδηγήσουν αυτοί στο δικό τους τέλος.
Ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και την επινόηση, που γέρνει η πλάστιγγα σε αυτήν τη συλλογή σας;
Ξεκινώντας από την παραδοχή πως ένας συγγραφέας όταν γράφει δεν ξεφεύγει ποτέ από τα βιώματά του, θα έλεγα πως όλοι οι χαρακτήρες έχουν κάτι από μένα. Ακόμα κι αν αυτό δεν αποτελεί πραγματικό βίωμα είναι, στον φανταστικό μου κόσμο, μια εκδοχή του εαυτού μου. Οπότε, με δυο λόγια, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν επινοημένες αυτοβιογραφίες.
Η πλοκή ή οι χαρακτήρες είναι ο οδηγός σας όταν γράφετε;
Όταν γράφω μυθιστορήματα ή νουβέλες υπάρχει πάντα ένα πλάνο από πριν. Όταν γράφω διηγήματα αφήνω τους χαρακτήρες να οδηγήσουν την πλοκή, τους επιτρέπω να με οδηγήσουν αυτοί στο δικό τους τέλος. Στο μυθιστόρημα δεν το κάνω αυτό, γιατί το αντιμετωπίζω σαν ένα θεώρημα που θέλει μια απόδειξη, χωρίς αυτό να σημαίνει πως στις σελίδες του οι χαρακτήρες δεν με οδηγούν σε σημεία καμπής που αρχικά δεν φανταζόμουν.
Με ποιο τρόπο υπάρχει στα διηγήματά σας η σκέψη του αναγνώστη;
Πρωτίστως με ενδιαφέρει πολύ να είμαι σαφής χωρίς να είμαι επεξηγηματική στον τρόπο που γράφω. Από την άλλη φαντασιώνομαι έναν ιδανικό αναγνώστη που να μην στέκεται μόνο στην ιστορία αυτή καθαυτή και στην όποια αισθητική της απόλαυση αλλά να απολαμβάνει και το διανοητικό της ερέθισμα.
Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, ένας παλιότερος ήρωάς σας επιστρέφει και θέλει να διορθώσει την αφήγηση που τον αφορά. Τι θέλατε να σηματοδοτήσετε με αυτό το παιχνίδι αντιστροφής;
Αυτό είναι ένα διήγημα με πολλαπλές αναγνώσεις. Σε ένα πρώτο επίπεδο μπορεί να διαβαστεί ως μια ιστορία όπου ο αφηγητής διαμαρτύρεται για ένα παλαιότερο διήγημα στο οποίο πρωταγωνιστεί και στο οποίο του προσδίδω ιδιότητες διαφορετικές από τις πραγματικές. Θα μπορούσε επίσης να είναι ένα διακειμενικό παιχνίδι με όλες τις ιστορίες μου αφού όλοι οι χαρακτήρες της συλλογής είναι επινοημένοι άρα όλοι θα μπορούσαν να μου στείλουν αργότερα μια τέτοια επιστολή. Ή εν τέλει, καθώς επίτηδες τοποθέτησα το συγκεκριμένο διήγημα στο τέλος της συλλογής, ένα αυτοσαρκαστικό σχόλιο για την τέχνη της μυθοπλασίας και ένα κλείσιμο ματιού στον αναγνώστη για την ανατροπή της σοβαροφάνειας. Πάντως, η τελευταία αυτή ανάγνωση ήταν και η συγγραφική μου πρόθεση.