Με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων του «Μέρες ντυμένες αντίο» (εκδ. Key Books), ο συγγραφέας Νάσος Καραστάθης μιλά για την απώλεια, τον έρωτα και τον μοναχικό δρόμο της δημιουργίας. «Ο σύγχρονος άνθρωπος πολλές φορές φρενάρει, δεν αφήνεται. Πορεύεται μόνος του ή καλύτερα στέκεται στην άκρη του δρόμου με τον φόβο της απόρριψης», σημειώνει, μεταξύ άλλων.
Συνέντευξη στην Ευλαλία Πάνου
«Μέρες ντυμένες αντίο». Ο τίτλος της συλλογής μαρτυρά απώλεια. Πόσο σας απασχολεί αυτό το θέμα στη ζωή σας; Έχετε συμφιλιωθεί με τον φόβο της απώλειας;
«Θέλω να είμαι μαζί σου. Αδύνατον είναι. Θα πολεμήσω την αδικία αυτή, με το βάρος ενός γιασεμιού». Τούτα είναι λόγια της ηρωίδας από το διήγημα Kintsugi.
Ο άνθρωπος στην απώλεια συνθλίβεται ως κόκκος σιταριού σε γιγάντιες μυλόπετρες. Έχει την αίσθηση ότι κάποιος του πιέζει το κεφάλι, κάτω από το νερό και νιώθει ότι ποτέ δε θα καταφέρει να βγει στην επιφάνεια. Είναι μοναδικά αδύναμος, αλλά και τρομερά μόνος. Ψάχνει από κάπου να αρπαχθεί. Βγάζει το πόδι του έξω από τη γη. Γυρεύει απαντήσεις στη μεταφυσική.
Έχω την πίστη ότι η απώλεια δε συνηθίζεται, γιατί η απώλεια είναι ασχήμια. Δείτε έξω. Άνοιξη. Η ζωή, το χρώμα, πολεμούν να βγουν στην επιφάνεια. Ψάχνουν πόρο, δίοδο. Πάρτε οποιονδήποτε βλαστό, σπάστε τον και αφήστε τον στο τραπέζι για μισή, μια ώρα. Στα μάτια σας θα έχετε τη φθορά, το τέλος.
Μένει να διερευνήσουμε αν υπάρχει η δυνατότητα ο άνθρωπος ως ύπαρξη να βγάλει ένα όφελος από την απώλεια. Δεν είμαι σίγουρος ότι συμβαίνει. Οι περισσότεροι από εμάς αγκαλιάζουν τη σύγκρουση, την οξύτητα, το φθόνο.
Αν η απώλεια μας λειαίνει, μας κάνει του γιαλού βότσαλο, ναι θα δεχόμουν κάποιο όφελος.
Νομίζω ότι είμαστε ο δρόμος που πορευόμαστε. Υπ' αυτήν την έννοια προτιμώ να δρω, να συμμετέχω, παρά να είμαι ουδέτερος παρατηρητής.
Πώς γεννήθηκαν οι έξι αυτές ιστορίες; Ποιο είναι το νήμα που τις ενώνει;
Οι ιστορίες αυτές ξεπετάχτηκαν όπως το νερό μιας πηγής σε δασωμένη πλαγιά. Φυσικά, εντελώς αβίαστα. Θα τολμούσα να πω, ότι οι έξι ιστορίες είναι μία.
Σε αυτή οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με τον έρωτα και το θάνατο. Άλλες φορές καταφέρνουν να συνεχίσουν την πορεία τους, φορτωμένοι σοφία και ένα παράξενο χαμόγελο και άλλες καίγονται στο δυνατό φως.
Το κοινό νήμα είναι οι ρωγμές. Όλοι τους ραγισμένοι, πονεμένοι, βαδίζουν χωρίς να μετανιώνουν. Χαϊδεύουν τις ρωγμές τους ξέροντας ότι αυτές είναι τα πλούτη τους, είναι η βαθύτερή τους ουσία. Με αυτή την έννοια δεν τις κρύβουν, δεν τις καλύπτουν. Κάθονται λοιπόν τα βράδια, όπως οι ακρίτες μπροστά από τη φωτιά και χαϊδεύουν τις λαβωματιές τους.
Επίσης άλλο ένα νήμα που ενώνει όλες τις ιστορίες είναι η γυναίκα. Θα τολμούσα να πω ότι είναι ένα δοξαστικό για το ρόλο της, για τη θέση της στον κόσμο. Άλλες φορές ως ερωμένη να σε ανεβάζει στους ουρανούς και να παρακολουθείς εκρήξεις άστρων, άλλοτε σαν μητέρα στην κουζίνα της με τις κατσαρόλες να γουργουρίζουν και άλλες φορές γιαγιά με ένα φρούτο στο άσαρκο χέρι.
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο ότι οι ήρωες των ιστοριών αυτών «αγκαλιάζουν τον έρωτα, έστω αν τις περισσότερες φορές είναι αδιέξοδος, απέλπιδος. Πασπαλίζονται με τη σκόνη του τη χρυσή και κινούν ενάντια στη φθορά, στις συμβάσεις και στα πρέπει». Τελικά ο έρωτας είναι μια ψευδαίσθηση, ένας περισπασμός για να μάθουμε να ζούμε με τον φόβο της απώλειας;
Ο έρωτας είναι δώρο. Θείο. Είναι το πλέον δυνατό συναίσθημα. Υπ’ αυτήν την έννοια είναι τυχερός και πλούσιος πολύ, όποιος τον έχει γνωρίσει. Τούτο ακόμη κι αν απέναντί του έχει μια πόρτα βαριά, κλειστή ερμητικά, πράγμα που συμβαίνει στις ιστορίες μας.
Ο έρωτας κάνει τον άνθρωπο αδύναμο και γι' αυτό καλύτερο. Η δύναμη γεννά έπαρση, βία, ενδυναμώνει το εγώ. Αντίθετα ο έρωτας απαιτεί να αφήσουμε τη θωράκισή μας, να ακουμπήσουμε καταγής τις πανοπλίες μας, για να γίνουμε ένα. Στον έρωτα γινόμαστε εύθραυστοι, ανάλαφροι, ευάλωτοι, άρα και καλύτεροι άνθρωποι. Ο έρωτας είναι ένας βίαιος, άναρχος άνεμος, που καταλύει όλες τις συμβάσεις. Για τούτο μας δονεί συθέμελα και νιώθουμε ταυτόχρονα αδύναμοι και άτρωτοι.
Ο σύγχρονος άνθρωπος πολλές φορές φρενάρει, δεν αφήνεται. Πορεύεται μόνος του ή καλύτερα στέκεται στην άκρη του δρόμου με τον φόβο της απόρριψης. Έχω την πίστη ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τα συναισθήματά μας, ακόμη κι αν ξέρουμε με βεβαιότητα –πώς;– ότι αυτό που ζούμε με κάποιο έτερο πρόσωπο δεν θα είναι παντοτινό. Τι είναι όμως για πάντα; Ο Μπρέχτ είπε: «Μόνο ο άνεμος θα συνεχίσει να υπάρχει». Κατά συνέπεια θα πρέπει να αφεθούμε σε αυτό το υπέροχο ταξίδι, να συμπορευτούμε με τον άλλο, να πλημμυρίσουμε εικόνες, γνώσεις, συναισθήματα.
Νομίζω ότι είμαστε ο δρόμος που πορευόμαστε. Υπ' αυτήν την έννοια προτιμώ να δρω, να συμμετέχω, παρά να είμαι ουδέτερος παρατηρητής. Πρόσωπο που ενεργεί, έστω κι αν πρόκειται να πληγωθεί.
Ο δημιουργός στέκεται μονάχος στο σκοτάδι. Δίπλα του βρίσκεται μόνο μια λάμπα. Εκεί μάχεται με τους δαίμονές του. Καρέκλα για τρίτο δεν έχει.
Από πού αντλείτε την έμπνευσή σας; Τα ερεθίσματα έρχονται συνήθως από έξω ή από σκέψεις σας;
Είναι γεγονός ότι δύσκολα κάποιος πιάνει το μολύβι για να γράψει για κάτι που δεν έχει γνωρίσει, δεν έχει βιώσει. Οι λέξεις που χαράζουμε στο λευκό χαρτί, είναι γέννημα αυτού που μας βασανίζει, που μας δονεί. Ο άνθρωπος ζει σε ένα πλαίσιο-περιβάλλον και αλληλοεπιδρά. Υπάρχει λοιπόν μια διάδραση.
Εικόνες, λόγια, συναισθήματα που έρχονται σε εμάς και μας σφραγίζουν, μένουν μέσα μας, κατοικούν κι από κάποιο σημείο και πέρα γεννούν. Έτσι η σύνθεση αυτών των δύο κόσμων δημιουργεί τις ιστορίες.
Γράφετε ό,τι θα θέλατε να διαβάζετε; Λειτουργείτε και ως αναγνώστης κατά τη συγγραφή ή δεν σας ενδιαφέρει αυτό;
Τη σημερινή εποχή υπάρχει μια υπερπαραγωγή, μια υπερπληροφόρηση. Ο σύγχρονος άνθρωπος δέχεται βομβαρδισμό εικόνων, εννοιών, ιστοριών. Στο σχολείο σήμερα δεν μαθαίνουμε τα παιδιά μόνο να παράγουν, αλλά και να επιλέγουν.
Κατά συνέπεια θα έλεγα ότι γράφω μόνο για θέματα που με απασχολούν, με δονούν σαν ύπαρξη. Οι ιστορίες αυτές φαίνεται ότι έψαχναν πόρο χρόνο πολύ. Γράφτηκαν λοιπόν για να ζωγραφίσουν τον πόνο, τον καημό, τη χαρά, το πάθος του ανθρώπου που αγωνίζεται και πορεύεται άλλες φορές μόνος του και άλλες κρατώντας σφιχτά ένα άλλο χέρι.
Ο δημιουργός στέκεται μονάχος στο σκοτάδι. Δίπλα του βρίσκεται μόνο μια λάμπα. Εκεί μάχεται με τους δαίμονές του. Καρέκλα για τρίτο δεν έχει.
Με τι συναισθήματα θα μείνει ο αναγνώστης στο τέλος του βιβλίου σας; Ποιες είναι οι προσδοκίες σας;
Έχω την εντύπωση ότι σήμερα φοβόμαστε τα συναισθήματα. Εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας από μικρά να μην έρχονται σε επαφή με τον πόνο, κάθε τι δυσάρεστο, θαρρείς και η ζήση τους θα είναι μια πορεία πάνω σε άνθη. Σιγά-σιγά αυτό έγινε και για τη χαρά, τα πάθη τα μεγάλα. Έτσι ο άνθρωπος βαδίζει πάνω σε μια άνοστη ευθεία γραμμή.
Οι ιστορίες αυτές, το γνωρίζω, δεν είναι εύκολες. Ξύνουν τη παχιά μπογιά που ντυθήκαμε και ψάχνουν πάρα πέρα. Μοιάζουν παλιές, μα είναι βαθιά σημερινές. Οι εικόνες γεννούν συναισθήματα πολλά και πολλές φορές τα μάτια γεμίζουν ψιχάλες. Δεν επιδιώκω τίποτα άλλο. Αυτό μου αρκεί. Με κάνει ιδιαίτερα πλούσιο.