Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, ο Γιάννης Νταουλτζής, με αφορμή το βιβλίο του «Καλοί, κακοί στο τέλος τους παίρνει όλους ο διάολος» (εκδ. Νίκας).
Επιμέλεια: Book Press
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε το «Καλοί κακοί στο τέλος τους παίρνει όλους ο διάολος»; Θυμάστε το αρχικό ερέθισμα;
Αρχικό ερέθισμα δεν υπάρχει για όλη τη συλλογή. Κάθε διήγημα έχει το δικό του ερέθισμα. Μια αφήγηση που άκουσα, μια μνήμη που αναδύθηκε αιφνιδιαστικά ή την προκάλεσα, μια φράση που διάβασα σε κάποιο ποίημα ή λογοτεχνικό βιβλίο, μια είδηση στα ψιλά μιας εφημερίδας πυροδοτεί τη γραφή δίχως να την ελέγχω. Συχνά αυτά που σας ανέφερα τα σημειώνω στο κινητό. Μπορεί να μείνουν καιρό πληκτρολογημένα. Κάποια θα διαγραφούν. Κάποια θα ζωντανέψουν αμέσως ή όταν έλθει η ώρα τους. Τότε η φαντασία θα πάρει τον έλεγχο. Εν φαντασία και λόγω που λέει και ο Αλεξανδρινός. Θυμίζω ότι ο Ζίγκμουντ Φρόυντ πίστευε πως ο καλλιτέχνης τρέφει το έργο του με τις προσωπικές του φαντασιώσεις. Οφείλει φυσικά να έχει τον τρόπο ώστε να κάνει αυτές τις φαντασιώσεις να αφορούν και τους υπολοίπους, που μόνο έτσι θα συνδεθούν με το έργο και θα το απολαύσουν.
Γράφω όπως θα ήθελα να διαβάσω –με ενδιαφέρον– ένα διήγημα ή να ακούσω μια ενδιαφέρουσα ιστορία.
Η πλοκή ή οι χαρακτήρες θεωρείτε ότι είναι ο οδηγός σας όταν γράφετε; Πού ρίχνετε μεγαλύτερο βάρος;
Γράφω όπως θα ήθελα να διαβάσω –με ενδιαφέρον– ένα διήγημα ή να ακούσω μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Γίνομαι αναγνώστης του εαυτού μου. Ζητώ από το διήγημα να έχει πλοκή, δράση, εξωτερική και εσωτερική, όσο είναι βέβαια δυνατόν στην έκταση ενός μικρού λογοτεχνικού κειμένου, όπως είναι το διήγημα. Η εσωτερική δράση του ήρωα ή των ηρώων άλλωστε συμβάλλει στην ψυχογράφησή τους. Κατά συνέπεια δεν είναι οδηγός απαραίτητα το ένα από τα δύο. Μπορεί να είναι άλλοτε το ένα, άλλοτε το άλλο, ή συγχρόνως και τα δύο. Όπως δημιουργεί ένας τραγουδοποιός, που γράφει τον στίχο αλλά και τη μελωδία. Αυτό που σίγουρα με ενδιαφέρει είναι να υπάρχει ως υπόβαθρο σε κάθε διήγημα κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο.
Πώς ο γενέθλιος τόπος αντανακλάται στα διηγήματά σας; (γλωσσικά, θεματικά...)
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Δράμα, ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους αγρότες, ξυλουργούς, ποδοσφαιριστές της Δόξας Δράμας, κουμαρτζήδες, άγιους και αμαρτωλούς. Αντρώθηκα ανάμεσα σε φωνές που σβήνουνε, ιστορίες που πλανιόντουσαν στον υγρό αέρα της πόλης μας. Αυτά μοιραία ήταν για κάποια διηγήματα η πρώτη ύλη. Αλλά φυσικά δεν αρκούν. Είτε μπολιάστηκαν με σκέψεις και ερεθίσματα κοινωνικά, πολιτικά, προσωπικά, αναγνωστικά, είτε ξεπεράστηκαν.
Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βαθύτερο θέμα στο έργο σας;
Ο βιωμένος χρόνος, οι αδικημένοι, οι ξεχασμένοι από την «πόρνη την ιστορία που ξέσχισε αρχαία οράματα» καταπώς το λέει ο Κώστα Τριπολίτης.
Ποιο απόσπασμα από τη συλλογή διηγημάτων σας θα μπορούσε να συστήσει με τον καλύτερο τρόπο το ύφος και τους τρόπους αυτού του έργου;
Θα πω το κλισέ ότι ο γονιός δεν διαλέγει κάποιο παιδί του. Παρ' όλ' αυτά κάποιο που διαβάζω σε φίλους ή παρουσιάσεις, όταν μου το ζητάνε, είναι το ακροτελεύτιο διήγημα στη συλλογή, το «Φυσούσε κόντρα».
Πώς θα περιγράφατε τον ιδανικό αναγνώστη του βιβλίου σας;
Δεν θα έλεγα ποτέ ότι υπάρχει για μένα ιδανικός αναγνώστης. Θα έλεγα ότι αν σε κάποιον αρέσει ο μεστός, στακάτος, σκληρός, μικροπερίοδος, αφαιρετικός και συνάμα ποιητικός λόγος που σκιαγραφεί καταραμένους ήρωες, σκυφτούς, ηττημένους αλλά και νικητές συγχρόνως, μπορεί να διαβάσει τα διηγήματά μου και να τα απολαύσει, ό,τι και να σημαίνει αυτό.