Έπειτα από δεκατρία χρόνια σιωπής, ο Γιώργος Συμπάρδης επιστρέφει με καινούργιο βιβλίο. Τον συναντήσαμε ένα απόγευμα στο διαμέρισμά του και, με θέα τον ανοιχτό ουρανό και την Ακρόπολη, μιλήσαμε για τα χρόνια της αποχής του από το γράψιμο, τις συγγραφικές του εμμονές και, φυσικά, για το καινούργιο του βιβλίο «Υπόσχεση Γάμου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό
Μέχρι στιγμής, από το 1987 που κυκλοφόρησε το πρώτο σας βιβλίο, το «Μέντιουμ» (εκδ. Κέδρος), έχετε εκδόσει μόλις τρία βιβλία, σε πείσμα των καιρών και των συναδέλφων σας, που φροντίζουν να ανανεώνουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Δυστοκία ή συνειδητή επιλογή;
Γράφω βασανιστικά αργά κι ο χρόνος που απαιτείται για να ολοκληρωθεί ένα πολυπρόσωπο και πολυσέλιδο μυθιστόρημα είναι απελπιστικά μακρύς. Ο Ταχτσής, με το ένα και μοναδικό αλλά εξαιρετικό μυθιστόρημά του, επ’ αυτού είχε δίκιο. Τα μυθιστορηματικά πλάσματα για να υπάρξουν θέλουν -απαιτούν- την αποκλειστική προσοχή, την ολόψυχη συμμετοχή κι ένα κομμάτι απ’ τη ζωή σου.
Πώς θα περιγράφατε, με λίγα λόγια, σε κάποιον που δεν έχει διαβάσει κάτι δικό σας, την «Υπόσχεση Γάμου»;
Η «Υπόσχεση Γάμου» ξεκινάει με μια τυχαία γνωριμία. Δύο σαραντάχρονες γυναίκες συναντούν στην Κηφισιά, έξω από τον σταθμό του Ηλεκτρικού, που λόγω απεργίας δεν λειτουργεί, έναν συσταζούμενο συνομήλικο άντρα που υπόσχεται και προσφέρεται να τις οδηγήσει με το αυτοκίνητό του στα σπίτια τους στο Φάληρο. Αυτές, αν και παντρεμένες, κολακεύονται και δέχονται. Αυτός είναι ανύπαντρος και μολονότι τις φλερτάρει, στο τέλος της κούρσας τους δεν ζητάει κανένα αντάλλαγμα για την εξυπηρέτηση. Τις αποχαιρετά και φεύγοντας εξαφανίζεται χωρίς να επιδιώξει μια καινούργια συνάντηση, χωρίς καν να θελήσει να μάθει τους αριθμούς των τηλεφώνων τους, οπότε κι εκείνες απορούν. Ένας καλοβαλμένος και πολύ ευγενικός άντρας, που αγαπά τις γυναίκες και δεν του λείπει τίποτα, να είναι ανύπαντρος και να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο, δεν είναι πράγμα συνηθισμένο.
Η περιέργεια των γυναικών και οι μακρόν άκαρπες προσπάθειές τους να την ικανοποιήσουν, η μέση ηλικία των σαράντα, πάνω κάτω, χρόνων που έχουν οι περισσότεροι κεντρικοί ήρωες καθώς και οι σχέσεις τους με τους νεότερους και κυρίως με τους γηραιότερους, και φυσικά οι γάμοι τους, αποτελούν τον καμβά του βιβλίου.
Διαβάζοντας την «Υπόσχεση Γάμου», έπιασα τον εαυτό μου να εθίζεται παρατηρώντας την καθημερινότητα των ηρώων, σαν να παρακολουθούσα καθημερινό τηλεοπτικό σίριαλ. Θεωρείτε αυτό ότι είναι ένα από τα επιτεύγματα του βιβλίου;
Ο αναγνώστης είναι το πρώτο μου μέλημα. Δεν μου χρωστάει τίποτα – εγώ του χρωστάω τον χρόνο που διαθέτει για να με διαβάσει. Κι επειδή αυτό που έχω να του πω δεν είναι αναγκαστικά ευκολοκατάπιωτο, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα που μου παρέχει η τέχνη της μυθοπλασίας και κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να τον κρατήσω, χωρίς καμία παραχώρηση στην ευκολία. Ο εθισμός του αναγνώστη επομένως είναι καλοδεχούμενος. Τώρα όσον αφορά τα τηλεοπτικά σίριαλ το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι εάν δεν υπήρχαν τα σπουδαία θεατρικά έργα και τα σπουδαία μυθιστορήματα δεν θα υπήρχαν και οι σαπουνόπερες. Από τα έργα τέχνης αρδεύονται και οι σαπουνόπερες. Από την αμυδρή ανάμνησή τους συντηρούνται και με τα όσα ελάχιστα σπαράγματά τους καταφέρνουν να ιδιοποιηθούν.
Οι ήρωές σας είναι αυτό που λέμε άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Θεωρείτε ότι ο καθένας μπορεί να κρύβει ένα δραματικό φορτίο, ικανό να μετουσιωθεί σε λογοτεχνικό έργο;
Στην αρχαία τραγωδία πρωταγωνιστούν οι μυθολογικοί ήρωες και οι θεοί, στα σαιξπηρικά δράματα οι βασιλείς και οι ευγενείς και στο μυθιστόρημα, τον πρώτο καιρό της μεγάλης ακμής του, οι ανερχόμενοι αστοί. Σήμερα, κυριαρχούν οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι έκκεντρες μειονότητες και το περιθώριο.
Τρία βιβλία σε τρεις διαφορετικές δεκαετίες. «Μέντιουμ» το 1987, «Ο άχρηστος Δημήτρης» το 1998 και η «Υπόσχεση Γάμου» το 2011. Πόσο έχει αλλάξει η Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια και πώς αποτυπώνονται αυτές οι αλλαγές στα βιβλία σας;
Αλλαγές υπήρξαν πολλές. Στην Αθήνα, για παράδειγμα, εγκαταλείψαμε μαζικά την, κατ’ εξοχήν αστική, πλατεία Βικτωρίας, για να μετακομίσουμε, ευκατάστατοι πια, στα βόρεια προάστια και τώρα απορούμε και διαμαρτυρόμαστε για τους μετανάστες που ήρθαν να καλύψουν το κενό. Όμως τέτοιου είδους μετατοπίσεις και αλλαγές δεν με ενδιαφέρουν. Αποτυπώνω, βέβαια, κάθε φορά το κοινωνικό και το πολιτισμικό περιβάλλον. Στον «Άχρηστο Δημήτρη», που καλύπτει μια δεκαετία (από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 στα μέσα της δεκαετίας του ’80), οι αλλοιώσεις του είναι εμφανείς, αλλά περισσότερο με ενδιαφέρει το πόσο άλλαξε ο ίδιος ο Έλληνας κι ακόμα πιο πολύ, η ανθρώπινη ουσία που παραμένει ίδια.
Διαβάζοντας το βιβλίο σας δυσκολεύτηκα να διακρίνω τις λογοτεχνικές σας αναφορές. Θέλετε να μου μιλήσετε γι’ αυτές;
Διαβάζω πολύ. Κλασικούς και νεότερους και νεότατους, Έλληνες και ξένους συγγραφείς και όλοι, ακόμα κι όταν δεν μ’ αρέσουν, κατά μια έννοια με επηρεάζουν. Είμαι όμως καταδικασμένος και δεν μπορώ να ξεφύγω από τον τρόπο με τον οποίο γράφω. Νομίζω ότι το ίδιο συμβαίνει σε όλους τους συγγραφείς που διαμόρφωσαν μια φωνή. Ακόμα κι εκείνοι που μοιάζει να μιμούνται ή που συγγενεύουν με κάποιον άλλο συγγραφέα, είναι καταδικασμένοι να γράφουν έτσι όπως γράφουν.