Πέντε λεπτά με μία συγγραφέα. Σήμερα η Κωνσταντίνα Γιαχαλή, με αφορμή το μυθιστόρημά της «Ποτέ δεν ξέρεις», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.
Επιμέλεια: Book Press
Βρισκόμαστε στα ανέμελα χρόνια του 2004, όταν η Ελλάδα «νικούσε». Τι σημαίνει για σας αυτή η εποχή, με δεδομένα όσα ακολούθησαν;
Νοσταλγία κι ένα «δόξα τω θεώ, περάσαμε καλά». Ήταν πολύ όμορφα χρόνια, όχι μόνο επειδή ήμουν νέα. Υπήρχαν δουλειές, ευκαιρίες και όλα ανοιχτά μπροστά μας, δικά μας. Όχι ότι τα πήγαμε άσχημα, αλλά αν σκεφτείς τι ακολούθησε (οικονομική κρίση, πανδημία κλπ) νιώθεις λίγο σαν να πήγες σινεμά για να δεις ρομαντική κομεντί και μετά το διάλειμμα η ταινία έγινε θρίλερ.
Το βιβλίο σας διαδραματίζεται κυρίως στην Αθήνα αλλά και σε κοντινά νησιά. Τι ρόλο παίζει ο τόπος στην εξέλιξη της πλοκής;
Αρκετά μεγάλο. Η Κατερίνα κι η παρέα της κινούνται κυρίως στο κέντρο, μια και Ομήρου και Σκουφά έχει το μπαρ ο Νικήτας, ο κολλητός της Κατερίνας. Η Ύδρα είναι ο τόπος καταγωγής του Νικήτα κι η Κατερίνα τον έχει συνδυάσει με τις πρώτες ανέμελες διακοπές της. Για να μην κάνω spoiler δεν θα είχαμε happy end αν δεν υπήρχε η Ύδρα κι ένα ταξίδι που θα μάζευε όλη την παρέα εκεί.
Αν υπάρχει μια δεύτερη ανάγνωση είναι ο φόβος που μπορεί να μπει τροχοπέδη σ’ ό,τι θέλεις να κάνεις.
Ο τίτλος μας προετοιμάζει για ένα απλό μυθιστόρημα, με καθημερινές ιστορίες, καθημερινούς ανθρώπους. Είναι έτσι, ή υπάρχει «δεύτερη ανάγνωση»;
Έτσι είναι. Ιστορίες που μπορεί να συμβούν σε μας ή στους φίλους μας. Άνθρωποι που είμαστε εμείς ή οι φίλοι μας. Αν υπάρχει μια δεύτερη ανάγνωση είναι ο φόβος που μπορεί να μπει τροχοπέδη σ’ ό,τι θέλεις να κάνεις. Εδώ μπαίνει σε μεγάλη μεν δόση με αστείες δε συνέπειες.
Έχετε ασχοληθεί με τη συγγραφή σεναρίου, κυρίως σε τηλεοπτικές σειρές. Είναι το βιβλίο σας μια «σειρά εν αναμονή»; Εφαρμόσατε τεχνικές και κανόνες της σεναριογραφίας;
Είναι μια σειρά σε αναμονή, ναι, αλλά δεν βιάζομαι. Κι επίσης, ναι, χρησιμοποίησα τεχνικές και κανόνες που έμαθα στο σενάριο. Νομίζω πως οι κανόνες πάνω κάτω είναι ίδιοι κι ας αλλάζει το μέσο. Ένας ήρωας που θέλει κάτι κι ο αγώνας του αν θα τα καταφέρει ή όχι. Από κει ξεκινάνε όλα σε άπειρες παραλλαγές και άπειρα ταξίδια.
Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βαθύτερο θέμα που σας απασχόλησε σε αυτό το μυθιστόρημα;
Το πως γίνεται δύο άνθρωποι που θέλουν ο ένας τον άλλον και τους χωρίζει μόνο μια πόρτα, να μη μπορούν να είναι μαζί όταν μπαίνει ανάμεσά τους ο φόβος. Και το πόση υπομονή μπορεί να έχουν οι φίλοι μας όταν τους σκοτίζουμε με τα ίδια προβλήματα ξανά και ξανά.
Υπήρξε κάποιο βιβλίο πάνω στο οποίο στηριχτήκατε; Γενικεύοντας την ερώτηση, ποιους θεωρείται δασκάλους σας στην περιπέτεια της γραφής;
Όχι, δεν στηρίχτηκα σε κάποιο βιβλίο. Αν και στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχα κωμικά μυθιστορήματα όπως το «Ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς» και το «Πλην», τα ευθυμογραφήματα του Ψαθά και της Ακρίτα και τα μυθιστορήματα του Γιάννη Ξανθούλη. Δάσκαλούς μου θεωρώ τον κύριο Ιωσηφέλη, καθηγητή μου στο τμήμα Κινηματογράφου της σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, την κυρία Δούκα και τον κύριο Κρίμπαλη, που κάθε φορά που δουλεύουμε μαζί με πάνε πιο πέρα από κει που μπορώ και τους ευχαριστώ πολύ για αυτό.