Από την ωμή ναρκισσιστική απαίτηση στο έντεχνο αίτημα: «Πώς το παιδί μαθαίνει να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον». Μια συζήτηση με τον ψυχίατρο - ψυχαναλυτή Νίκο Σιδέρη με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.
Της Ελένης Κορόβηλα
Πανδημία και γονεϊκότητα: Στην «ατμόσφαιρα» υπάρχει η αίσθηση πως οι γονείς κατά τη διάρκεια της πανδημίας ανέστειλαν τον ρόλο τους, χαλαρώνοντας τους φραγμούς και το πλαίσιο που είχαν ορίσει για τα παιδιά τους. Τελικά πέρασαν «ποιοτικό χρόνο» με τα παιδιά ή παραδόθηκαν στις απαιτήσεις τους;
Απ’ όσα έχω ακούσει, δει και διαβάσει, προκύπτει ότι οι συνήθεις γονείς έζησαν με τα συνήθη παιδιά τους ένα ευρύτατο φάσμα εμπειριών, που εκτείνεται ανάμεσα στους δύο ως άνω πόλους: Από τον πραγματικά ποιοτικό χρόνο μέχρι την παραίτηση και την παράδοση στις απαιτήσεις των παιδιών τους, που κι αυτά κάποιες φορές έφτασαν να φέρονται σαν μεθυσμένοι ναύτες σε ακυβέρνητο καράβι.
(...) κατά πόσο οι γονείς δεν φοβούνται να είναι γονείς και θέτουν ως πλαίσιο της σχέσης τους με τα παιδιά τους το δίπτυχο «αγάπη και κανόνες»
Τρεις είναι οι παράγοντες, που το ιδιαίτερο μίγμα τους χαρακτηρίζει κάθε σπίτι και ορίζει τη δεσπόζουσα σύνθεση της σχέσης γονιών-παιδιών στην εποχή της καραντίνας, ιδίως δε του εγκλεισμού. Πρώτος παράγοντας, το κατά πόσο οι γονείς δεν φοβούνται να είναι γονείς και θέτουν ως πλαίσιο της σχέσης τους με τα παιδιά τους το δίπτυχο «αγάπη και κανόνες». Δεύτερος παράγοντας, το κατά πόσο οι γονείς γνωρίζουν τον κόσμο του παιδιού τους και έτσι καταφέρνουν να το συναντούν εκεί που είναι το παιδί, στον δικό του κόσμο, και να μιλούν μαζί του σε κώδικες και γλώσσες που καταλαβαίνει. Και τρίτος παράγοντας, το κατά πόσο οι γονείς κατανοούν τι σημαίνει «το παιδί μου ζητάει πράγματα», ώστε να μπορέσουν να αποκωδικοποιούν την καταιγίδα αιτημάτων που εξ ανάγκης το παιδί απηύθυνε συνεχώς στους γονείς του, ιδίως στις φάσεις του εγκλεισμού που έκανε γονείς και παιδιά να περνούν ατελείωτες ώρες και μέρες μαζί, με ελάχιστη επαφή με τους άλλους.
Τέλειο μίγμα σε τέλειες αναλογίες αυτών των τριών παραγόντων δεν είναι εύκολο να υπάρχει. Ούτε είναι εύκολο να αντέξει στην τρομερή πίεση που αισθάνεται το έγκλειστο παιδί και αναπόφευκτα μεταθέτει στους πρώτους που έχει μπροστά του, δηλαδή τους γονείς του, ενίοτε με τη μορφή πραγματικής «καταιγίδας αιτημάτων» που με τίποτα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.
(...) η πανδημία μετέτρεψε αυτή τη δομική πλευρά της σχέσης γονιών-παιδιών σε σύμπτωμα, που ενίοτε έφερε τους μεγάλους σε απόγνωση λόγω της ατελείωτης διατύπωσης αιτημάτων του παιδιού.
Το να ζητάει το παιδί συνέχεια πράγματα από τους γονείς του είναι αναπόφευκτη όψη της εξάρτησης του παιδιού απ’ αυτούς για μύρια πρακτικά, επικοινωνιακά και συναισθηματικά συστατικά της ζωής του. Όμως, η πανδημία μετέτρεψε αυτή τη δομική πλευρά της σχέσης γονιών-παιδιών σε σύμπτωμα, που ενίοτε έφερε τους μεγάλους σε απόγνωση λόγω της ατελείωτης διατύπωσης αιτημάτων του παιδιού.
Όταν κλήθηκα να απαντήσω σε γονείς πάνω σ’ αυτή την απορία και δυσφορία τους, αντιλήφθηκα ότι ήταν καθοριστικός ο ρόλος της ανεπαρκούς γνώσης ή και της πλήρους άγνοιας των γονέων ως προς το τι σημαίνει «αίτημα», το «ζητώ» του παιδιού τους. Μιλώντας μαζί τους συστηματοποίησα κάποια πράγματα, προβληματίστηκα πάνω σε άλλα… και τελικά έγραψα το βιβλίο Πώς το παιδί μαθαίνει να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον. Το οποίο ακριβώς παρέχει στους γονείς στέρεη γνώση ως προς το τι σημαίνει «αίτημα», όχι μόνο στην πανδημία αλλά πάντοτε, καθώς και οδηγίες άμεσα εφαρμόσιμες, στο σπίτι και στο σχολείο, που επιτρέπουν στο παιδί να κατακτήσει το έντεχνο αίτημα. Δηλαδή, ακριβώς, να μπορεί να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον, προς όφελος όλων των πλευρών.
Είναι στη φύση των παιδιών να είναι ασύδοτα;
Αν και πολλοί θα περίμεναν απάντηση καταφατική, η εμπειρία δείχνει το αντίθετο: Όχι! Δεν είναι στη φύση των παιδιών να είναι ασύδοτα.
(...) τα παιδιά καταφέρνουν, άκοπα και αυθόρμητα, και βρίσκουν τον τρόπο, φέρονται και οργανώνονται για να εξασφαλίσουν την ύψιστη ευχαρίστησή τους, που είναι το να παίξουν μαζί.
Ποια εμπειρία μας δείχνει αυτό που μάλλον παραβλέπουμε, προς ζημία όλων μας, μικρών και μεγάλων; Θα έλεγα, πολλές. Όμως η κύρια είναι η παρατήρηση του πώς τα παιδιά αυτορρυθμίζονται, ατομικά και ομαδικά, προκειμένου να παίξουν μαζί στο προαύλιο, στον παιδότοπο, στο πάρτι κλπ. Εκεί θα δούμε κάτι θεμελιώδες: Ότι τα παιδιά καταφέρνουν, άκοπα και αυθόρμητα, και βρίσκουν τον τρόπο, φέρονται και οργανώνονται για να εξασφαλίσουν την ύψιστη ευχαρίστησή τους, που είναι το να παίξουν μαζί. Για παράδειγμα, ας πούμε ότι εγώ το παιδί βρίσκομαι στο προαύλιο του σχολείου και έχω διάθεση να παίξω με το τόπι το τάδε ομαδικό παιχνίδι (μήλα, σουτάκια, ποδόσφαιρο, βόλεϊ... οτιδήποτε). Προφανώς, μου χρειάζονται και κάποια άλλα παιδιά για να παιχτεί αυτό που θέλω. Μόνο που άλλες φορές θέλουν κι εκείνα ή δέχονται αυτό που προτείνω εγώ… άλλες όμως όχι.
Το παιδί είναι εξοπλισμένο με την ικανότητα να παίζει με κανόνες και να ζητάει έντεχνα, προς όφελος τόσο δικό του όσο και των άλλων. Όπως μάλιστα παρατήρησε κάποια μητέρα, το παιδί στις παρέες του δεν ζητάει ποτέ παράλογα πράγματα, όπως κάνει με τους γονείς του…
Κάθε λογικό παιδί σύντομα θα καταλήξει στο σωστό συμπέρασμα, ενδεχομένως μετά από δυο-τρεις άκαρπες όσο και πικρές προσπάθειες να επιβάλει με το ζόρι ή με κόλπα το δικό του. «Λογικό παιδί» εδώ σημαίνει απλά παιδί που σκέφτεται επαρκώς ρεαλιστικά κατά το υπόδειγμα «Αυτό που με συμφέρει για να ευχαριστηθώ είναι να τα βρω με τους άλλους». Που σημαίνει πρακτικά: Αν δεν μπορεί να γίνει τώρα το δικό μου θέλω, ας το βάλω στη σειρά και μπορεί αργότερα να γίνει. Θα επιχειρήσει λοιπόν μια ρεαλιστική εκτίμηση των επιλογών που έχει. Και κατά κανόνα θα οδηγηθεί στο εξής απλό συμπέρασμα: Αν ζητάω άτσαλα και άτεχνα, χάνω και μένω μόνος-η μου. Αν ζητάω με τέχνη, μπορεί να πετύχω μια καλή συμφωνία, όπου όλοι-ες κερδίζουμε και είμαστε ευχαριστημένοι-ες.
Συμπέρασμα: Το παιδί όχι μόνο δεν είναι από τη φύση του ασύδοτο, αλλά ισχύει το ακριβώς αντίθετο: Το παιδί είναι εξοπλισμένο με την ικανότητα να παίζει με κανόνες και να ζητάει έντεχνα, προς όφελος τόσο δικό του όσο και των άλλων. Όπως μάλιστα παρατήρησε κάποια μητέρα, το παιδί στις παρέες του δεν ζητάει ποτέ παράλογα πράγματα, όπως κάνει με τους γονείς του…
Ανατρέφω το παιδί μου σημαίνει του προσφέρω «τα πάντα»; Τι περιεχόμενο δίνεται σε αυτό το «τα πάντα» και τι κόστος έχει για την οικογένεια και το ίδιο το παιδί στο μέλλον;
Το παιδί, όπως αποδεικνύεται στο βιβλίο, διόλου δεν έχει ανάγκη να του προσφέρουν οι γονείς του «τα πάντα». Αρκεί να δει κανείς τις στοίβες παιχνιδιών που βρίσκονται ανέγγιχτα ή χωρίς ενδιαφέρον του παιδιού στο δωμάτιό του όταν οι γονείς θεωρούν ότι το παιδί τους χρειάζεται «τα πάντα». Από όσα του προσφέρεις, ελάχιστα είναι τα παιχνίδια που στ’ αλήθεια κατακτούν την καρδιά του παιδιού σου και μπορεί να περάσει ώρες και μέρες μαζί τους.
Το παιδί δεν χρειάζεται «τα πάντα». (...) Κάθε προσπάθεια να του προσφέρεις αντί για την αγάπη «τα πάντα», μόνο χάος και κενό δημιουργούν και στην ψυχή του παιδιού και στις σχέσεις του με τους άλλους, (...).
Το παιδί δεν χρειάζεται «τα πάντα». Χρειάζεται αγάπη από τους άλλους προς αυτό και, παράλληλα, κάποια αντικείμενα και πλαίσια που του επιτρέπουν να εκδηλώνει την αγάπη του για τον εαυτό του, τους άλλους και τον κόσμο. Κάθε προσπάθεια να του προσφέρεις αντί για την αγάπη «τα πάντα», μόνο χάος και κενό δημιουργούν και στην ψυχή του παιδιού και στις σχέσεις του με τους άλλους, παιδιά και μεγάλους.
Στο βιβλίο σας, ξεκινάτε κάνοντας τη διάκριση μεταξύ ενσυναίσθησης και συναισθηματικής ευθύνης. Ποιος είναι ο κεντρικός άξονας αυτής της προσέγγισης;
Στο πεδίο της σχέσης με τους γονείς, συναισθηματική ευθύνη σημαίνει το εξής: Όταν ζητώ κάτι ή κάνω κάτι που τους επηρεάζει, λαβαίνω υπόψη μου τι συνέπειες θα έχει αυτό που λέω, ζητώ ή κάνω ως προς τα συναισθήματα και τις αντοχές του άλλου. Με απλά λόγια: Δεν θα απαιτώ να γίνουν κομμάτια και θρύψαλα, να εξουθενωθούν για να μου κάνουν ένα χατίρι που εκείνη τη στιγμή τους φορτώνει πέρα από τις δυνάμεις τους και θα μπορούσε να περιμένει μια άλλη στιγμή ή και να μη γίνει διόλου, χωρίς εγώ (το παιδί) να πάθω τίποτα κακό.
(...) μόνη η ενσυναίσθηση δεν οδηγεί στη διατύπωση έντεχνου αιτήματος, με την έννοια του να μη φέρνει σε δύσκολη θέση ή να μην εκμεταλλεύεται τον άλλον. Χρειάζεται συναισθηματική ευθύνη.
Η αρετή που λέγεται «συναισθηματική ευθύνη» ευνοείται από την ύπαρξη ενσυναίσθησης, αλλά με κανένα τρόπο δεν ανάγεται και δεν συρρικνώνεται στην ενσυναίσθηση. Η δε ικανότητα που λέγεται «ενσυναίσθηση» («να μπαίνω στα παπούτσια του άλλου») είναι ηθικά αδιάφορη και δεν οδηγεί ποτέ αυτόματα στη συναισθηματική ευθύνη ― αντίθετα, μπορεί να είναι εργαλείο στην υπηρεσία της κακίας ή και της εγκληματικής συμπεριφοράς. Αυτό δείχνει το ότι την πιο ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση θα τη συναντήσουμε στους απατεώνες, στους χειριστικούς ανθρώπους (μεγάλους και παιδιά), στους πλανευτές κάθε λογής. Κατά συνέπεια, μόνη η ενσυναίσθηση δεν οδηγεί στη διατύπωση έντεχνου αιτήματος, με την έννοια του να μη φέρνει σε δύσκολη θέση ή να μην εκμεταλλεύεται τον άλλον. Χρειάζεται συναισθηματική ευθύνη. Και αυτή μπορεί να κατακτηθεί αναπτυξιακά από το παιδί. Στο βιβλίο μάλιστα παρουσιάζονται συγκεκριμένες μέθοδοι, άμεσα εφαρμόσιμες, για την επίτευξη αυτού του αναπτυξιακού σκοπού.
Το βιβλίο διαθέτει ένα χρηστικό κομμάτι οδηγιών/πρακτικών συμβουλών; Σε τι βαθμό πρέπει οι γονείς να ασκούν τον ρόλο τους ακολουθώντας οδηγίες χρήσης; Πώς θα κατακτήσουν τη δυνατότητα να εξατομικεύουν χωρίς να γλιστρούν σε σφάλματα;
Το μυστικό κρύβεται στους τρεις παράγοντες: αγάπη και κανόνες, γνωρίζω τον κόσμο του παιδιού μου, κατανοώ τι μου ζητάει το παιδί μου. Ο σπουδαιότερος απ’ αυτούς, για να σχετίζεται ο γονιός με το συγκεκριμένο δικό του παιδί στη φάση που εκείνο βρίσκεται, είναι να γνωρίζει τον κόσμο του παιδιού του: Τι το συγκινεί, τι το δυσκολεύει, με ποιους κώδικες επικοινωνεί καλύτερα… Αν ο γονιός γνωρίζει τον κόσμο του παιδιού του, πάντα θα βρει μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο και αναφορές και παραδείγματα και γλώσσες για να του μιλήσει ακόμη και για τα πιο δύσκολα και φορτισμένα θέματα, κατά τρόπο απολύτως προσωποποιημένο και γι’ αυτό παραγωγικό.
Τι είναι το «έντεχνο αίτημα»; Υπάρχει ο κίνδυνος της χειραγώγησης και καταστολής περισσότερο αυθόρμητων πλευρών της προσωπικότητας του παιδιού έναντι της κατάκτησης μιας εναρμονισμένης συμπεριφοράς που θα το καταστήσει κοινωνικά επιτυχημένο;
Έντεχνο αίτημα είναι η ικανότητα να διατυπώνεις το τι θέλεις με τρόπο που να λαβαίνει υπόψη και τις δυνατότητες και τις αντοχές και τη στιγμή που βρίσκεται ο άλλος, ώστε να μην τον φέρνεις σε δύσκολη θέση ή να μην τον πιέζεις ανυπόφορα. Αυτό ισχύει και για τα παιδιά και για τους μεγάλους, και μεγιστοποιεί τις πιθανότητες ο άλλος όχι μόνο να ικανοποιήσει το εκάστοτε συγκεκριμένο αίτημά σου (π.χ. παγωτό ή βόλτα), αλλά και να είναι ευμενώς διακείμενος απέναντί σου πάντοτε, και γι’ αυτό έτοιμος και να θυσιάσει κάτι από τα δικά του θέλω για να μπορέσει να σε ευχαριστήσει. Αν το παιδί δεν κατακτήσει το έντεχνο αίτημα, τότε θα πάθει ένα από τα εξής δύο κακά: Ή δεν θα τολμά να ζητήσει αυτό που θέλει (μετά από κάποιες αναπόφευκτες ματαιώσεις του). Ή θα προσπαθεί να χειριστεί τους άλλους, με προφανή προοπτική οι άλλοι να μη θέλουν να κάνουν παρέα με ένα τέτοιο εγωκεντρικό χαρακτήρα, ένα φαταούλα και αναξιόπιστο νάρκισσο.
Έντεχνο αίτημα σημαίνει στάση που μου επιτρέπει να εκφράζω τα θέλω μου με τρόπο ρεαλιστικό και εναρμονισμένο με την πραγματικότητα εκείνων, από τους οποίους ζητάω κάτι. Είναι μια συμπεριφορά win-win, προς όφελος όλων.
Ο Νίκος Σιδέρης είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και συγγραφέας, διευθυντής του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας και προσωπικής Ανάπτυξης «Γαληνός». Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952 και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι (ειδικότητα Ψυχιατρικής, Ιστορία και Νευροψυχολογία-Νευρογλωσσολογία). Είναι διδάκτωρ του Τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και διδάσκων ψυχαναλυτής, μέλος της Ψυχαναλυτικής Σχολής του Στρασβούργου (E.P.S.) και της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ψυχανάλυσης (FEDEPSY). Εργάζεται στην Αθήνα ως ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και οικογενειακός θεραπευτής. Έχει διδάξει στο Τμήμα Ψυχιατρικής του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Στο Κολλέγιο Αθηνών και στο Deree College, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το μάθημα «Εικαστική Δημιουργία και Φαντασίωση του Καλλιτέχνη: Η περίπτωση του Ερωτισμού», στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. το μάθημα «Αρχιτεκτονική και Ψυχανάλυση», καθώς και στο ΠΜΣ «Εφαρμοσμένη Ψυχολογία στην Εκπαίδευση» του Ε.Κ.Π.Α. το μάθημα «Ψυχολογία του Εκπαιδευτικού: Βιωματικό Εργαστήριο». |
Η άνευ όρων αγάπη των γονιών είναι το φάρμακο για όλα; Γιατί δεν επαρκεί;
Το ν’αγαπούν οι γονείς το παιδί τους μόνο και μόνο επειδή είναι παιδί τους, χωρίς άλλους όρους, είναι ένα ζωτικό συστατικό της γονεϊκής αγάπης. Όμως το παιδί δεν περιμένει μόνο αυτό από την αγάπη των γονέων του. Περιμένει και να το βοηθήσουν να κατακτήσει την τέχνη της συμβίωσης με τους άλλους ανθρώπους και με τα πράγματα, ώστε να γίνει ισότιμος κοινωνικός εταίρος και να διαθέτει γνώση και εργαλεία για τις ανάγκες του πρακτικού και συναισθηματικού του βίου. Δηλαδή, περιμένει από τους γονείς ό,τι και από τον δάσκαλο που θα του μάθει το όργανο που θέλει (κιθάρα, για παράδειγμα). Τουτέστιν, να του λέει πού παίζει λάθος και κάνει φάλτσα, και να του δείξει πώς παίζουμε σωστά ώστε να βγαίνει στη μουσική που παίζουμε η ψυχή μας.
Με άλλα λόγια, το παιδί περιμένει από την αγάπη των γονιών του να του παρέχει και άφοβη καθοδήγηση, για να μπορέσει να κατακτήσει ασφαλώς και με τρόπο γόνιμο αυτό που κάθε παιδί λαχταρά πάνω απ’ όλα: Να μεγαλώσει και οι άλλοι να το αγαπούν και να παίζουν μαζί του όμορφα και σωστά (fair play).
*Η Ελένη Κορόβηλα είναι δημοσιογράφος.