Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα η Λία Νικολάου, με αφορμή το δεύτερο μυθιστόρημά της «Θύματα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Book Press
Το δεύτερο βήμα, στη λογοτεχνία, λέγεται ότι είναι το δυσκολότερο. Η δική σας εμπειρία;
Έχετε δίκιο, νομίζω πως ήταν όντως δυσκολότερο… Κι αυτό επειδή δεν είχα πλέον την αθωότητα που μ’ έσπρωχνε να βγάλω στον κόσμο το (πρώτο) εκδοτικό μου παιδί. Όταν ανακάλυψα πως υπέφερα από έλλειψη άγνοιας κινδύνου, έψαξα να βρω το αντίδοτο στη δημιουργικότητα. Και κάπου εκεί άρχισα να ανακτώ και πάλι τις δυνάμεις μου. Οι ιστορίες μέσα στο κεφάλι μου άλλωστε, ποθούσαν και πάσχιζαν κι αγχώνονταν, βιάζονταν να βγουν στο χαρτί.
Ανάμεσα στην πραγματικότητα και την επινόηση, πού γέρνει η πλάστιγγα;
Θαρρώ πως πάντα τα βιβλία μου θα είναι τόσο αποκυήματα της φαντασίας μου όσο και της δικής μου, προσωπικής, πραγματικότητας. Ό,τι υπάρχει εντός εκτός κι επί τα αυτά, δηλαδή. Σε απόλυτη συνεργασία.
Η πλοκή ή οι χαρακτήρες θεωρείτε ότι είναι ο οδηγός σας όταν γράφετε; Πού ρίχνετε μεγαλύτερο βάρος;
Νομίζω πως είμαι –εκνευριστικά, για κάποιους– ψυχαναλυτική. Περνάω πολλές ώρες μέσα στο κεφάλι των ηρώων μου, το παραδέχομαι. Αλλά μ’ αρέσει εκεί, περνάω καλά.
Ο μονολεκτικός τίτλος μιλάει για τους ανθρώπους που θυματοποιούνται, για τα άτομα που έχουν υπάρξει θύματα μα πήραν μια μέρα τη ζωή στα χέρια τους, για τα άτομα που ενώ υπήρξαν θύματα έγιναν θύτες...
Στο δεύτερο βιβλίο σας δίνεται η εντύπωση ότι ανοίγεστε σε περισσότερους χαρακτήρες, με ιστορίες που τέμνονται, πρόσωπα από ένα μεγαλύτερο φάσμα. Ήταν αυτό το άνοιγμα συνειδητό;
Ναι, ας πούμε πως ήταν. Και λέω ας πούμε γιατί ναι μεν ξεκίνησα έχοντας στο νου συγκεκριμένα πρόσωπα στα οποία ήθελα να αναφερθώ αναπτύσσοντας τις ιστορίες τους, εκείνα όμως ήταν σαν να μου έφεραν καλεσμένους, κι έτσι προέκυψε ένα μυθιστόρημα όπου οι χαρακτήρες κάλυψαν τελικά ένα ευρύτατο φάσμα ταυτοτήτων. Αλλά ήταν μια εμπειρία καθόλα απολαυστική.
Με ποιο τρόπο ο τίτλος του μυθιστορήματος μας εισάγει στο θέμα του;
Ο τίτλος καλύπτει ακριβώς αυτό που ο αναγνώστης θ’ ανταμώσει στις σελίδες του βιβλίου. Ήταν ψυχικά επώδυνη, ειλικρινά, η αναζήτηση του ιδανικού τίτλου που θα προετοίμαζε τον αναγνώστη γι’ αυτό που θα αντιμετωπίσει διαβάζοντας το βιβλίο, μα με τρόπο που να τον προσκαλεί να το διαβάσει, να μην τον τρομάζει. Ο μονολεκτικός τίτλος μιλάει για τους ανθρώπους που θυματοποιούνται, για τα άτομα που έχουν υπάρξει θύματα μα πήραν μια μέρα τη ζωή στα χέρια τους, για τα άτομα που ενώ υπήρξαν θύματα έγιναν θύτες, για τους ανθρώπους που κληρονομούν τη νοοτροπία του θύματος και παλεύουν για να την αποδιώξουν, αλλά και για οποιαδήποτε άλλη κατάσταση μπορεί να δημιουργήσει έναν άνθρωπο-θύτη κι έναν άνθρωπο-θύμα. Κι όλα αυτά λέγονται με μία λέξη που σε συνδυασμό με το εκπληκτικό εξώφυλλο (δια χειρός Nasta) αγγίζει κατευθείαν θαρρώ την ψυχή εκείνου που το ξεφυλλίζει στον πάγκο ενός βιβλιοπωλείου. Αυτό είναι που αποζητούσα. Αυτόν τον κεραυνοβόλο έρωτα, την ηλεκτρισμένη επαφή με τον αναγνώστη με την πρώτη ματιά.
Πώς θα περιγράφατε τον ιδανικό αναγνώστη του βιβλίου σας;
Μόλις μου συστηθεί, ευχαρίστως να σας τον γνωρίσω! Η αλήθεια είναι πως δεν πιστεύω στα ιδανικά, προτιμώ τα ατελή. Η ψυχή μου πλησιάζει μόνο πράγματα φθαρμένα κι ανθρώπους ραγισμένους… Η μαγεία, άλλωστε, βρίσκεται στις ατέλειες. Μακριά από μένα τα «ιδανικά» παντός τύπου, λοιπόν.