
Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, ο Ντίνος Γιώτης, με αφορμή το μυθιστόρημά του «Club 23.4», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Book Press
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε τούτο το μυθιστόρημα; Θυμάστε το αρχικό ερέθισμα;
Παρομοιάζω την έναρξη της συγγραφής με το σημείο όπου ένα υπόγειο ποτάμι βγαίνει στην επιφάνεια. Θέλω να πω, πολύ πριν ξεκινήσεις να γράφεις, σκέψεις μεγαλώνουν μέσα σου, ξεπετάγονται στις γωνιές των διαδρόμων του μυαλού, σού βγάζουν τη γλώσσα κοροϊδευτικά, σαν να σε προκαλούν να τις πιάσεις. Στη περίπτωση του βιβλίου μου τέτοιες σκέψεις ήταν η χαρά της ζωής και ο φόβος του θανάτου, το επί τάδε και το επέκεινα, η αρχή και το τέλος του κόσμου, η ύπαρξη και η ανυπαρξία, η ομορφιά και ο έρωτας. Χαοτικές σκέψεις που άρχισαν να παίρνουν μορφή όταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό είδα μερικά σπουργίτια να τσιμπολογούν τα ψίχουλα που είχα ρίξει στη βεράντα του σπιτιού μου.
Το βιβλίο σας διαδραματίζεται κυρίως στην Αθήνα. Τι ρόλο παίζει ο τόπος στην εξέλιξη της πλοκής;
Νομίζω ότι ένας τόπος ακόμα και ένας ου-τόπος αποτελεί δραματουργικό στοιχείο κάθε ιστορίας, με την έννοια ότι καθορίζει χαρακτήρες και καταστάσεις. Είμαστε δέσμιοι του περιβάλλοντός μας και των βιωμάτων μας. Για το λόγο αυτό νομίζω ότι είναι σχεδόν αδύνατον να γράφει κανείς χωρίς να υπεισέρχεται στο βιβλίο του κάποιο προσωπικό του βίωμα, έστω και μεταμφιεσμένο, που εξελίσσεται σε έναν συγκεκριμένο τόπο. Ή, όπως έλεγε ο Μάρκες «στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε μια γραμμή σε όλη μου τη δουλειά που να μην βασίζεται σε κάτι αληθινό».
Αφορμή για την αναζήτηση είναι η εξαφάνιση μιας παιδικής φίλης του ήρωα. Υπάρχουν στοιχεία αστυνομικής ίντριγκας στο βιβλίο;
Καθόλου. Το αστυνομικό μέρος υπάρχει μόνο σε ένα πολύ μικρό μέρος του μυθιστορήματος και αυτό ως αναγκαίο πραγματολογικό μπακράουντ. Η «ίντριγκα» θα έλεγα είναι υπαρξιακής φύσης.
Xωρίς φαντασία και έμπνευση, χωρίς τον ενθουσιασμό, την ηδονή της δημιουργίας να σε παραλύει εσωτερικά, κανένα βιβλίο δεν μπορεί να γεμίσει το νου και τις αισθήσεις του αναγνώστη, όσους κανόνες και αν εφαρμόσεις.
Έχετε ασχοληθεί με τη συγγραφή σεναρίου. Εφαρμόζετε στη συγγραφή του μυθιστορήματος τεχνικές και κανόνες της σεναριογραφίας;
Το σενάριο έχει τη δική του «αυτόνομη» γλώσσα που ορίζεται από συγκεκριμένους κανόνες που έχουν να κάνουν καταρχήν με την οικονομία του λόγου και ύστερα με τη δομή, την πλοκή, τις σκηνές, τον φιλμικό χρόνο. Κανόνες περισσότερο ανελαστικοί, βέβαια, σε σχέση με εκείνους της πεζογραφίας. Οι βαθμοί ελευθερίας που έχει ένας σεναριογράφος είναι προφανώς λιγότεροι από εκείνους που έχει ένας πεζογράφος. Η ενασχόληση κάποιου με το σενάριο τον βοηθάει στην πεζογραφία να αποφεύγει, πρόχειρα σημειώνω: τον πλατειασμό και το «παραγέμισμα» των ιστοριών, που ενδεχομένως οδηγούν σε χασμωδία, τη δημιουργία μετέωρων και ανολοκλήρωτων χαρακτήρων, που εξασθενούν το ενδιαφέρον, τις άκαιρες χρονικές εναλλαγές που οδηγούν σε σύγχυση και απώλεια ρυθμού. Ωστόσο, χωρίς φαντασία και έμπνευση, χωρίς τον ενθουσιασμό, την ηδονή της δημιουργίας να σε παραλύει εσωτερικά, κανένα βιβλίο δεν μπορεί να γεμίσει το νου και τις αισθήσεις του αναγνώστη, όσους κανόνες και αν εφαρμόσεις.
Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βαθύτερο θέμα που σας απασχόλησε σε αυτό το μυθιστόρημα;
Θα έλεγα, επιγραμματικά, η ευτυχής συγκυρία της ύπαρξης. Το ότι υπάρχουμε και συμμετέχουμε στο θαύμα της ζωής πάνω σε αυτόν τον υδάτινο βράχο που περιστρέφεται γύρω από ένα κοινό άστρο μέσα στην απέραντη μοναξιά του σύμπαντος. Το ότι είμαστε θαμώνες στο κλαμπ της ζωής που, όταν συνειδητοποιούμε το αναπόδραστο του τέλους μας, χωρίς να μπορούμε να δούμε τι κρύβεται πίσω από το ανοίκειο τείχος του θανάτου, καταφεύγουμε στον έρωτα, ως παυσίλυπο της ύπαρξης. Ίσως και μερικά άλλα πράγματα που μου διαφεύγουν.
Υπήρξε κάποιο βιβλίο πάνω στο οποίο στηριχτήκατε;
Κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο όχι. Περισσότερο ίσως το club 23.4 να «συνομιλεί» με την ταινία μου «Μια ζωή» που διαπραγματεύεται την ύπαρξή μας. Οι επιρροές μου στο βιβλίο διαπερνούν διαχρονικά ό,τι λίγα έχω διαβάσει μέχρι τώρα στη ζωή μου, ξεκινώντας από τους Ίωνες φιλοσόφους, που είναι εκείνοι που διακρίνουν το φυσικό από το υπερφυσικό, εισάγοντας έτσι για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία τον ορθό λόγο και την κριτική σκέψη, και φτάνοντας στις ανακαλύψεις της σύγχρονης Κοσμολογίας.
Info
Ο Ντίνος Γιώτης γεννήθηκε το 1961 στην Άρτα και σπούδασε Γεωλογία και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δημοσιογράφησε σε αθηναϊκές εφημερίδες και κυρίως σε περιοδικά. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα E-mail (εκδόσεις Πατάκη 2001), Η αναγνώριση του Μάξιμου Ροδομάνου (εκδόσεις Μεταίχμιο 2004), Η Γαλλίδα δασκάλα (εκδόσεις Ψυχογιός 2013) και Ο άγγελος που έχασε τον δρόμο για τον παράδεισο (εκδόσεις Ψυχογιός 2016). Ακόμα, το βιογραφικό βιβλίο για την ποδοσφαιρική ομάδα της Άρτας Αναγέννηση, μια ζωή (2019), ενώ διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά. Έχει γράψει επίσης το αρχικό σενάριο της ταινίας Ελεύθερη κατάδυση (1995) και το σενάριο της ταινίας E-mail (2001) σε διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματός του. Για την τηλεόραση έχει γράψει το σενάριο Ελευθέριος Βενιζέλος της σειράς Οι Μεγάλοι Έλληνες, ενώ για τον κινηματογράφο έχει σκηνοθετήσει το ντοκιμαντέρ Μια ζωή (επίσημη συμμετοχή στο 21ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, 1ο βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στο 12ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Λονδίνου κ.ά.). Το Club 23,4 είναι το πέμπτο μυθιστόρημά του.