Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, ο Σωτήρης Σαμπάνης με αφορμή τη νέα του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Ιδού», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Book Press
Υπάρχει μια στιγμή στον χρόνο που θεωρείτε ως αρχή της συγγραφής της ποιητικής σας συλλογής; Μπορείτε να βρείτε τον μίτο;
Ναι, υπάρχει και είναι ακόμα αποτυπωμένη στη μνήμη μου. Ήταν μια προσωπική χρονική στιγμή παράξενη, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, κάτι σαν λάκτισμα παραμιλητού. Λίγο λίγο με προσάρμοσε στην πραγματικότητα και ξεδίπλωσε την παρούσα ποιητική αφήγηση-συλλογή. Όμως, οφείλω να πω ότι δεν πρόκειται για αμιγώς ποιητική συλλογή, όπως συνήθως τη γνωρίζουμε στην κλασσική μορφή της με ποιήματα τιτλοφορημένα και αυτονομημένα, αλλά για μια αφήγηση σε ποιητική φόρμα.
Πώς μας προτείνει ο μονολεκτικός τίτλος να πλησιάσουμε τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή; Γιατί τον επιλέξατε;
Ο μονολεκτικός τίτλος προτείνει να τον πλησιάσουμε σαν κραυγή, σαν «κατηγορώ», σαν μια ιστορία σπαραγμού, η οποία αποκαλύπτει τη ζοφερή και ακραία σχέση μητέρας-γιου. Αποκαλύπτει ακόμα την απουσία της αγάπης και συνεπώς την όποια υπαρξιακή μιζέρια ή και δυνάστευση. Συνειρμικά -σαν λέξη-, ίσως παραπέμπει και στα τελευταία λόγια του Χριστού προς τη μητέρα του. Δεν θέλω να το συνδέσω έτσι γιατί νιώθω άβολα και προπαντός διότι στο δικό μου «Ιδού» υπάρχει ένα «κατηγορώ» που με λόγο σχεδόν αιρετικό ανατέμνει μια πρωτοφανή σκληρή πραγματικότητα. Το αφήνω στην κρίση του αναγνώστη. Εν κατακλείδι, η λέξη «Ιδού» φέρει μια ιδιαίτερη φόρτιση και γι’ αυτό την επέλεξα ως τίτλο.
Με ποιο τρόπο η σκέψη του αναγνώστη υπάρχει στην ποίησή σας;
Συνήθως ο αναγνώστης δεν είναι ξεκάθαρα σε πρώτο πλάνο. Θέλω να πω δεν τον έχω έντονα στο νου μου όταν γράφω κάποιο ποίημα. Με απασχολεί βέβαια σαν οντότητα κάπου στο βάθος, όπως ένα μισοχαμένο όνειρο που με περιέχει και το περιέχω. Οι πόνοι του «τοκετού» αφορούν εμένα και τα συναισθήματά μου. Τον αναγνώστη τον καλώ να «επισκεφτεί» κατά κάποιο τρόπο το «αποτέλεσμα». Να το μοιραστεί και ν’ αφεθεί σε μια αλληλεπίδραση συναισθημάτων, σε μια αόρατη ψυχική ταύτιση.
Ποιο ποίημα ή απόσπασμα από κάποιο ποίημα θα λέγατε ότι συστήνει με τον καλύτερο τρόπο το ύφος και τους τρόπους αυτής της συλλογής;
Ακούγεται σαν να μου ζητάτε να από μια ενιαία ραχοκοκαλιά να αφήσω έναν σπόνδυλο να ολισθήσει. Αν και είναι παρακινδυνευμένο και προκαλεί πόνο, θα το τολμήσω. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι και το σημαντικότερο απόσπασμα. Η όποια σημαντικότητα εξακολουθεί να βρίσκεται στη συνοχή της ποιητικής εικόνας. Ύφος λοιπόν και τρόπος προσεγγίζονται ως εξής:
…για το καλό
ή
για το κακό
ψιθύρισες λαχανιασμένη
κι οιστρήλατη αφέθηκες…
και ύστερα ανακραυγή
πήγε στους τοίχους κι ήρθε
και τρομαγμένη κούρνιασε
σε μια γωνιά εξιλέωσης.
Για να πεθάνει…
Αν σας ζητούσαν να επιλέξετε ένα από τα δύο, με τι θα λέγατε ότι προσομοιάζουν περισσότερο τα ποιήματά σας: με μουσικά κομμάτια ή με εικαστικά έργα;
Επειδή τυχαίνει να με έχει απασχολήσει το ζήτημα που θίγετε θέλω να πιστεύω ότι τα ποιήματά μου προσομοιάζουν περισσότερο με εικαστικά έργα. Κατά μία έννοια είναι οι λέξεις από μόνες τους χρωστήρες που ανάλογα με την ένταση των «χρωμάτων» που φέρουν μέσα τους, μορφοποιούν εικόνες, φωτεινές ή μισοκότεινες. Είναι όμως σαφές σε εμένα πως, συνάμα, δεν είναι άμοιρες μιας διακριτής μουσικότητας.
Πεζογράφος ή ποιητής; Πού βρίσκεται η καρδιά σας;
Παραφράζοντας λίγο τους γνωστούς στίχους του Ναζίμ Χικμέτ, απαντώ πως αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται στην πεζογραφία, η άλλη μισή βρίσκεται στην ποίηση, με τη διαφορά ότι δονείται περισσότερο με την ποίηση.
Τι διαβάζετε αυτές τις μέρες;
Διαβάζω μια συλλογή εξαιρετικών διηγημάτων της Λίλιας Τσούβα «Το τραγούδι των Ινουΐτ» από τις εκδόσεις «Βακχικόν» και παράλληλα ένα μυθιστόρημα παλιότερο (2016) του Άντονυ Ντορ με τίτλο «Όλο το φως που δεν μπορούμε να δούμε» από τις εκδόσεις Πατάκη.