Συνέντευξη του Γιάννη Παλαβού για τα πεζογραφικά του βιβλία, τα graphic novel καθώς και τις μεταφράσεις του σε αμερικανούς πεζογράφους.
Του Σόλωνα Παπαγεωργίου
Η γραφή του Γιάννη Παλαβού χαρακτηρίζεται από λιτό και περιεκτικό ύφος. Ο συγγραφέας στις δύο συλλογές διηγημάτων του (Αστείο και Το παιδί, εκδ. Νεφέλη), περιγράφει με λόγο άμεσο την επαρχία και την πόλη, το όνειρο και την πραγματικότητα, τη μοναξιά, την αγάπη αλλά και τη βία. Οι ήρωές του ποθούν, αγωνιούν, θρηνούν, έρχονται αντιμέτωποι με τον θάνατο· πολύ συχνά, γίνονται μάρτυρες ενός θαύματος.
Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία της τελευταίας του συλλογής, στον απόηχο, δηλαδή του Παιδιού, και με ενδιαφέρουσες μεταφράσεις ενδιαμέσως, συνομιλήσαμε για τη σημασία των ιστοριών που αναδεικνύουν συλλογικά θέματα, για το «ερήμην» της συγγραφικής διαδικασίας, για τα γκράφικ νόβελ που αγαπά, καθώς και για τα μελλοντικά του σχέδια.
Πολλές από τις ιστορίες που περικλείονται στο Αστείο αντιβαίνουν στον κλασικό ρεαλισμό. Οι χαρακτήρες ενδεχομένως να μιλήσουν με τη νεκρή γιαγιά τους, ενδεχομένως να μετατραπούν σε συρραπτικό. Το Παιδί προσφέρει μια πιο ρεαλιστική ματιά στην επαρχία, στο Βελβεντό, δίχως το μεταφυσικό στοιχείο. Ηχηρή εξαίρεση είναι η τελευταία ιστορία, που δανείζει το όνομά της στη συλλογή και παρουσιάζει ένα θρησκευτικό θαύμα. Πώς εξηγείτε αυτήν τη θεματική διαφοροποίηση των δύο βιβλίων;
Όταν έγραφα το Αστείο, έψαχνα να βρω τη λεγόμενη ιδιοφωνία – όχι μόνο το τι θέλω να πω, αλλά και το πώς θέλω να το πω. Έτσι εξηγείται η μεγάλη ετερογένεια των ιστοριών που υπάρχουν στη συλλογή. Το ένα είναι ρεαλιστικό, το άλλο υπάγεται στον μαγικό ρεαλισμό. Το ένα είναι σύντομο, το άλλο εκτενές. Έγραψα τις ιστορίες με βάση αυτά που διάβαζα εκείνην την περίοδο, τον λατινοαμερικάνικο μαγικό ρεαλισμό, τον Έτγκαρ Κέρετ, πολλή ποίηση.
Μεσολάβησαν αρκετά χρόνια μέχρι τη στιγμή που άρχισε να γράφεται το Παιδί. Μεγάλωσα λίγο κι άλλαξαν κάπως οι αναφορές μου. Διάβαζα συγγραφείς όπως ο Θανάσης Βαλτινός, ο Θεοτόκης, ο Μητσάκης, ο Παπαδημητρακόπουλος, καθώς και ξένους όπως ο Χουάν Ρούλφο. Άρχισαν να με απασχολούν διαφορετικά θέματα, όπως οι ρίζες μου και η ταυτότητά μου. Επιπλέον, ήθελα να δοκιμάσω μια διαφορετική οπτική γωνία. Δεν θα είχε ενδιαφέρον να έκανα το ίδιο πράγμα, δεν ήθελα να γράψω το «Αστείο, νούμερο δύο: η επιστροφή», το «Αστείο, νούμερο δύο: η εκδίκηση». [γελάει] Δεν θα είχε ενδιαφέρον. Όπως λένε οι αδερφοί Κατσιμίχα: «τα τραγούδια μου, μια τρίπλα ξαφνική στον εαυτό μου». Ήθελα να κάνω αυτήν την τρίπλα, οπότε πήγα αλλού. Όλα αυτά έδεσαν και δημιούργησα κάτι διαφορετικό.
Περιγράφετε την ελληνική επαρχία με λιτό, περιεκτικό ύφος. Δεν υπάρχει ωραιοποίησή της στο έργο σας· τουναντίον, η επαρχία συχνά απογυμνώνει τον άνθρωπο και φέρνει στην επιφάνεια το σκληρό πρόσωπό του. Κατά κύριο λόγο, αυτή η προσέγγιση προκύπτει από τα προσωπικά σας βιώματα στο Βελβεντό ή είναι ένα χαρακτηριστικό που διαμορφώθηκε μέσα στα χρόνια, μέσω των ακαδημαϊκών σπουδών σας και των αγαπημένων σας λογοτεχνικών αναγνωσμάτων;
Καμία επαρχία δεν είναι σκληρότερη από την πόλη. Η σκληρότητα έχει να κάνει με τον ίδιο τον άνθρωπο. Η πλευρά του κακού, των ενστίκτων και της βίας είναι εγγενής σε όλους μας.
Καμία επαρχία δεν είναι σκληρότερη από την πόλη. Η σκληρότητα έχει να κάνει με τον ίδιο τον άνθρωπο. Η πλευρά του κακού, των ενστίκτων και της βίας είναι εγγενής σε όλους μας.
Η επαρχία, στο Παιδί, δεν με ενδιέφερε ως επαρχία. Το Βελβεντό δεν με ενδιέφερε ως Βελβεντό – παρόλο που μπορείς να βάλεις την κάθε ιστορία στον χάρτη και να εντοπίσεις με ακρίβεια τα μέρη που περιγράφονται. Χρησιμοποίησα το Βελβεντό σαν μια σκακιέρα: έβαλα πάνω της τα πιόνια μου, τους χαρακτήρες μου, και τα μετακίνησα όπως ήθελα. Πιο πολύ με ενδιέφερε ως φόντο. Είναι μια περιοχή που γνωρίζω καλά. Εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, οπότε εκεί νιώθω ασφαλής να κουνήσω τα πιόνια μου. Με αφορμή αυτό, ήθελα να μιλήσω για κοινά θέματα, που αφορούν τους πάντες. Να σκάψω στο πατρικό μου πηγάδι, να βρω την κοινή υπόγεια φλέβα νερού από την οποία πίνουν όλοι οι άνθρωποι - είτε ζουν στην Νέα Υόρκη, είτε στην Αθήνα, είτε στο Βελβεντό. Ήθελα να μιλήσω για κάτι συλλογικό.
Ο Άμος Οζ έλεγε πως η σπουδαία λογοτεχνία αφορά στην επαρχία. Αυτό που προσφέρει η επαρχία είναι πως όλα συμβαίνουν στην ίδια σκηνή, όλα εκτυλίσσονται σε μια πλατεία. Από μικρός καθόμουν είτε στην πλατεία, είτε στο καφενείο κι έβλεπα τους πάντες να παρελαύνουν. Είναι σαν να είσαι στο θεωρείο και μπροστά σου να παρελαύνει ολόκληρη η ανθρωπότητα. Τους ξέρεις όλους, βλέπεις τους ίδιους ανθρώπους στο ίδιο σκηνικό, μέσα στα χρόνια.
Βασικός άξονας των διηγημάτων σας είναι ο θάνατος, αλλά και η στάση του ανθρώπου απέναντί του. Συχνά, στη λογοτεχνία σας, ο θάνατος είναι ξαφνικός, αποτρόπαιος, στερεί κάποιο αγαπημένο οικογενειακό πρόσωπο. Άλλες φορές, είναι επικείμενος – οπότε ο πρωταγωνιστής καλείται να συμβιβαστεί με την ιδέα της θνητότητας. Μπορείτε να εντοπίσετε τις κυριότερες θεματικές του έργου σας;
Η φράση «το έργο μου» με αγχώνει πάρα πολύ. [γελάει]
Τα δύο βιβλία είναι αυτό που λένε στα περιοδικά σταυρολέξων: «όμοια κι όμως διαφέρουν.» Μοιάζουν ακόμα και στην αισθητική του εξωφύλλου, όμως συγχρόνως είναι διαφορετικά. Στο Αστείο, υπάρχουν προβληματισμοί που αφορούν μια πιο νεανική συνθήκη. Έγραφα για όσα με απασχολούσαν εκείνη την περίοδο, πριν τα τριάντα μου. Κύρια θέματα είναι ο θάνατος, η απώλεια, η μοναξιά. Η αγάπη – πιο έντονη απ’ ότι στο Παιδί. Στο δεύτερο βιβλίο, τα θέματα παραμένουν κοινά, όμως αποκρυσταλλώνονται μέσα από διαφορετικά κανάλια, που είναι ο τόπος, οι γονείς, η οικογένεια, η φύση, τα ζώα και η βία. Η βία, συγκεκριμένα, είναι πιο ηχηρή στο Παιδί. Κατά βάση, όμως, καταλήγουμε στα ίδια πράγματα.
Μου είναι δύσκολο να αναγνωρίσω όλες τις θεματικές, ένας αναγνώστης είναι καταλληλότερος από εμένα για αυτήν τη δουλειά. Κατά κύριο λόγο, η δημιουργική διαδικασία έχει να κάνει με αυτό που λέμε «ερήμην». Δεν είναι κάτι εγκεφαλικό.
«Αν δημοσιεύσατε το πρώτο ποιητικό βιβλίο σας γύρω στα είκοσι, μπορεί να έχετε κάτι για να καμαρώνετε στα γεράματα. Αν ήταν πεζό, μάλλον θα έχετε κάτι για να μετανιώνετε». Αυτό από τον Αλέξη Πανσέληνο, στα «Σεμινάρια δημιουργικής γραφής». Η πρώτη σας συλλογή με διηγήματα έχει τον τίτλο «Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες». Έχετε δηλώσει πως δεν είστε ιδιαίτερα περήφανος για το συγκεκριμένο πόνημα. Αντίστοιχα, πολλοί συγγραφείς μετανιώνουν για τα πρώτα τους βιβλία. Άραγε ο συγγραφέας πρέπει να περιμένει μέχρι να ωριμάσει; Ή μήπως ένα πρωτόλειο έργο μάς κάνει σοφότερους εντέλει, με τον δικό του ανορθόδοξο τρόπο;
Η απάντηση διαφέρει κατά περίπτωση. Εντέλει, πάντως, ένα άγουρο πρώτο έργο δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα.
Εγώ κακώς το δημοσίευσα το πρώτο μου βιβλίο. Είναι μια συλλογή από πρωτόλεια διηγήματα, μιμήσεις, κακέκτυπα. Δεν μπορώ να το ανοίξω καν. Έχω έναν ξάδερφο που είναι εξαιρετικό παιδί κι έχει το ίδιο όνομα με εμένα. Αν τον αντιπαθούσα, θα έλεγα πως το είχε γράψει αυτός... [γελάει] Δεν μετανιώνω για την κυκλοφορία του, αν και πιστεύω πως δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να το διαβάσει κανείς. Δεν χάλασε ο κόσμος, δεν πάτησα κάποιο κουμπί ώστε να προκαλέσω πυρηνική καταστροφή, θα μπορούσε όμως και να λείπει…
Εγώ κακώς το δημοσίευσα το πρώτο μου βιβλίο. Δεν μετανιώνω για την κυκλοφορία του, αν και πιστεύω πως δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να το διαβάσει κανείς.
Βέβαια, ένα-δυο από τα κείμενά του είχαν τις προοπτικές να φυλαχτούν για το «Αστείο». Τα πρώτα διηγήματα του «Αστείου» γράφτηκαν μόλις ένα εξάμηνο μετά την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου. Εάν είχα κάνει υπομονή, θα μπορούσα να τα είχα κρατήσει για αργότερα. Εντέλει, σημασία έχει να βρεις τον δρόμο σου, στην πορεία.
Στο ενεργητικό σας υπάρχει ακόμα μία ιστορία, που έχει νουάρ στοιχεία και ανήκει στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Αναφέρομαι στην έκδοση «Σαν Άνγκρε – Τα δάκρυα της Φον Μπράουν», που περιέχει δύο νουβέλες, μία δική σας και μία του Σωτήρη Μπαμπατζιμόπουλου. Για ποιον λόγο τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας συχνά κατατάσσονται ως έργα β’ διαλογής;
Αυτό έχει να κάνει με μία παρεξήγηση για την οποία είναι υπεύθυνη, ως ένα βαθμό, η ίδια η επιστημονική φαντασία. Στις απαρχές της είχε λιγοστές καλλιτεχνικές αξιώσεις κι απευθυνόταν σε πλατύ κοινό. Ήταν αυτό που ονομάζουμε «δημοφιλής λογοτεχνία». Ωστόσο, δεν υπάρχει καλό και κακό λογοτεχνικό είδος. Όταν λέμε «καλή λογοτεχνία», αναφερόμαστε στους συγγραφείς που είναι διατεθειμένοι να αντικατοπτρίσουν τον εαυτό τους μέσα στο κείμενό τους, να πάρουν ρίσκα, να συλλάβουν κάτι το συλλογικό. Ο Κερτ Βόνεγκατ έλεγε, αστειευόμενος, πως έγραψε το «Cat’s Cradle» κι έπειτα έμαθε, από τον Τύπο, ότι είναι συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας. Ο Ρέι Μπράντμπερι είναι αντίστοιχα ένας εξαιρετικός συγγραφέας. Δεν υπάρχουν καλά και κακά είδη, υπάρχουν καλά και κακά κείμενα. Αντίστοιχα, δεν λέμε ότι το Θέατρο του Παραλόγου είναι αξιόλογο per se, είναι απλώς ένα όχημα για να πεις μια ιστορία με διαφορετικό τρόπο. Έτσι είναι και η επιστημονική φαντασία, όπως άλλωστε κι η αστυνομική λογοτεχνία. Όπως έλεγε ένας καλός φίλος: «Υπάρχουν άφθονοι τρόποι να φτάσεις στην ποίηση και είναι όλοι νόμιμοι».
Επιπλέον, έχετε δημιουργήσει δυο πολυσυζητημένα γκράφικ νόβελ, σε συνεργασία με τον Τάσο Ζαφειριάδη και τον Θανάση Πέτρου. Φαίνεται πως ενδιαφέρεστε για αυτό το ιδιαίτερο –και κάπως παρεξηγημένο– είδος τέχνης.
Διάβαζα και συνεχίζω να διαβάζω κόμικς. Μάλιστα, στον στρατό με βοήθησαν ψυχολογικά. Στα μέρη που υπηρέτησα, στη Σαμοθράκη, στην Αλεξανδρούπολη, στις Σέρρες, επισκεπτόμουν παλαιά βιβλιοπωλεία και αγόραζα τεύχη της «Βαβέλ». Έχω όλη τη συλλογή της «Βαβέλ». Υπάρχουν δημιουργοί που εκτιμώ, όπως ο Άντριαν Τομάιν, ο οποίος είναι σχεδόν εφάμιλλος ενός Ρέιμοντ Κάρβερ. Είναι σπουδαίος καλλιτέχνης. Αντίστοιχα, θαυμάζω τον Ιβάν Μπρουνέτι. Είχα μιλήσει για αυτόν στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, σε μια ημερίδα που είχε κάνει η Σχολή Μωραΐτη για τις νέες μορφές αφήγησης στη λογοτεχνία και στα κόμικς. Είχα κάνει έναν παραλληλισμό ανάμεσα στον Μπρουνέτι και τον Τόμας Μπέρνχαρντ, τους οποίους θεωρώ συγγενή πνεύματα. Παρόλο που μου αρέσουν πολύ τα κόμικς, δεν θα έκανα ποτέ το παραπάνω βήμα ώστε να ασχοληθώ από τη μεριά του δημιουργού, αν δεν ήταν ο Τάσος κι ο Θανάσης. Ο Τάσος είναι στενός μου φίλος εδώ κι είκοσι χρόνια. Τον Θανάση τον γνώρισα χάρη στον Τάσο. Τον θαυμάζω και τον σέβομαι. Τα παιδιά με έβαλαν στο παιχνίδι και χαίρομαι πάρα πολύ που συνέβη. Ειδικά το Γρα-Γρου το αγαπώ πολύ, καθώς έχει προσωπικές μου μνήμες μέσα του. Το χωρίσαμε στα δύο με τον Τάσο κι ο καθένας έβαλε κάτι πολύ προσωπικό στο κομμάτι του. Το αγαπώ, όπως αγαπώ το Αστείο και το Παιδί.
Όσον αφορά στο μεταφραστικό σας έργο, ασχολείστε κατά κύριο λόγο με την αμερικανική πεζογραφία. Επιλέγετε εσείς ο ίδιος τους συγγραφείς που μεταφράζετε; Αν ναι, πώς εξηγείτε αυτή την «προτίμησή» σας;
Δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής. Έχω μια κάπως αριστοκρατική σχέση με τη μετάφραση, καθώς μεταφράζω ό,τι θέλω, όταν το θέλω και με τους δικούς μου όρους. Εφόσον βιοπορίζομαι από αλλού, δεν υπάρχει λόγος να μεταφράζω κείμενα που δεν θέλω, για σχετικά λίγα χρήματα, σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια. Θα αναφερθώ ξανά στον Άμος Οζ, καθώς έλεγε πως η μετάφραση δεν είναι απλώς δύσκολη, είναι αδύνατη. Είναι σαν να παίζεις στο βιολί μια σονάτα γραμμένη για το πιάνο. Θέλω να μεταφράζω συγγραφείς με τους οποίους θεωρώ πως έχω μια συγγένεια – συγγένεια σε επίπεδο βλέμματος, όχι σε επίπεδο αποτελέσματος. Επειδή μετέφρασα τον Φώκνερ, προφανώς δεν θεωρώ τον εαυτό μου εφάμιλλό του.
Μεταφράζοντας, μαθαίνεις καλύτερα ελληνικά. Μαθαίνεις πώς γράφει ένας σπουδαιότερος-από-εσένα συγγραφέας. Στο χωριό, ζούσε ένας εκκεντρικός άνδρας που είχε ένα τρανζιστοράκι. Μια ημέρα, το πέταξε στην αυλή και το έσπασε, για να ανακαλύψει από πού προερχόταν η φωνή που άκουγε. Όταν μεταφράζεις, παίρνεις το τρανζιστοράκι, το διαλύεις, μελετάς τα γρανάζια του και ψάχνεις να βρεις από πού προέρχεται η φωνή και πώς αυτή παράγεται. Ύστερα πρέπει να το συναρμολογήσεις ξανά, ώστε η φωνή να παραμείνει ίδια. Είναι τεράστια άσκηση.
Όλοι οι συγγραφείς που έχω μεταφράσει είναι άνθρωποι γύρω από ένα τραπέζι, τραπέζι στο οποίο κάθομαι για να φάω από το ψωμί τους, όχι το οικονομικό, αλλά το πνευματικό. Μεταφράζω μια στο τόσο, όταν κάτι με ενδιαφέρει πολύ και δεν είναι μεταφρασμένο στη γλώσσα μας.
Όσο για τους Αμερικάνους, ο λόγος είναι απλός: ξέρω αγγλικά. Ξέρω και κάποια γαλλικά, αλλά δεν εμπιστεύομαι τόσο τις γνώσεις μου. Υπάρχουν συγκεκριμένοι Αμερικάνοι, που γράφουν για θέματα που με ενδιαφέρουν, για την επαρχία, το ξαφνικό ξέσπασμα βίας. Ο Πανκέικ, ας πούμε… Άλλο ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι το μεταφυσικό, που άλλοτε είναι έντονο, άλλοτε δεν εκφράζεται ρητώς. Στον Πανκέικ, επειδή ήταν θρησκευόμενος, υπάρχει ως υπόστρωμα. Στην Φλάνερι Ο’ Κόνορ είναι πιο ανάγλυφο. Όλοι οι συγγραφείς που έχω μεταφράσει είναι άνθρωποι γύρω από ένα τραπέζι, τραπέζι στο οποίο κάθομαι για να φάω από το ψωμί τους, όχι το οικονομικό, αλλά το πνευματικό. Μεταφράζω μια στο τόσο, όταν κάτι με ενδιαφέρει πολύ και δεν είναι μεταφρασμένο στη γλώσσα μας.
Τι συγκαταλέγεται στα μελλοντικά σας σχέδια; Θα υπάρξει κάποια στροφή προς το μυθιστόρημα;
Δίχως να είμαι βέβαιος, δεν νομίζω πως θα γράψω κάποιο μυθιστόρημα. Δεν είμαι τέτοιος νους. Με ενδιαφέρει περισσότερο το αιφνίδιο, το ακαριαίο, το πυκνό του διηγήματος, που συνορεύει με το ποιητικό στοιχείο. Δεν έχω μεγάλη επιμονή, χάνω εύκολα το ενδιαφέρον μου, με πιάνει τεμπελιά. Η δέσμευση που απαιτεί ένα μυθιστόρημα θα με τσάκιζε ψυχικά. Το μυθιστόρημα το απασχολεί η έκταση, ενώ το διήγημα η ένταση. Φυσικά, υπάρχουν μυθιστορήματα που διατηρούν την έντασή τους σε επτακόσιες σελίδες. Τα θαυμάζω, αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι αντίστοιχο. Το πολύ-πολύ να γράψω κάποια νουβέλα... Ούτε εγώ ξέρω τι έπεται, άμα ήξερα θα το έγραφα κιόλας. Δεν ξέρω ακόμα! [γελάει]
* Ο ΣΟΛΩΝΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι φοιτητής Φαρμακευτικής. Αρθρογραφεί και γράφει πεζογραφία.