Συνέντευξη του Μιχάλη Μακρόπουλου με αφορμή τόσο την πρόσφατη νουβέλα του «Θάλασσα» (εκδ. Κίχλη) όσο και τη διασκευή του για παιδιά, της «Φάρμας των Ζώων» (εκδ. Διόπτρα) του Τζόρτζ Όργουελ. Φωτογραφία © Εύη Τσούτσουρα
Του Σόλωνα Παπαγεωργίου
Η παρουσία του Μιχάλη Μακρόπουλου στη λογοτεχνία έγινε γνωστή αρχικά μέσα από τις λέξεις των άλλων καθώς εδώ και πολλά χρόνια εργάζεται ως μεταφραστής ενώ αθόρυβα κατέθετε και τα δικά του βιβλία από τα τέλη της δεκαετίας του '90. Το μεταφραστικό του έργο περιλαμβάνει δημιουργούς όπως ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Τζον Λε Καρρέ και ο Τρούμαν Καπότε, ενώ έχει ασχοληθεί εκτενώς και με την παιδική λογοτεχνία. Οι πρόσφατες νουβέλες του από τις εκδόσεις Κίχλη τράβηξαν την προσοχή αναγνωστών και κριτικών τοποθετώντας τον πλέον μεταξύ των συγγραφέων που ξεχωρίζουν.
Η «Θάλασσα» -η τελευταία του, ποιητική, νουβέλα- αναφέρεται σε μια παγκόσμια καταστροφή που πλήττει την ανθρωπότητα και υπήρξε μάλιστα ολίγον «προφητική», καθώς η κυκλοφορία της συνέπεσε με την πανδημία του Covid-19. Υπό συνθήκες εγκλεισμού, αδράξαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε, από τις οθόνες μας, για τη συνολική του πορεία, τη σύνδεση μεταξύ μετάφρασης και συγγραφής, τις δυστοπίες και τις ουτοπίες, την τέχνη της γραφής.
Οι ιστορίες σας είναι συχνά ψυχογραφήματα χαρακτήρων, καθώς υπάρχει έντονη βαρύτητα στον συναισθηματικό κόσμο των πρωταγωνιστών. Ποια είναι τα πρώτα βήματα στη δημιουργία μιας ιστορίας; Προηγείται το κύριο θέμα, το σκηνικό της δράσης ή οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές;
Εξαρτάται από την ιστορία, Σόλωνα. Το Δέντρο του Ιούδα προέκυψε αφού γράφτηκε πρώτα ο τίτλος. Πρώτα εμπνεύστηκα τον τίτλο κι έπειτα έγραψα την πρώτη σκηνή όπου ο Λιάκος, αυτός ο χωρισμένος πενηντάρης, επιστρέφει στο χωριό του ηττημένος, ψυχικά νεκρός. Η ιστορία γεννήθηκε μετά, αφού δημιουργήθηκε αυτός ο χαρακτήρας. Στον Ω’ μ, που είναι μια νουβέλα για έναν προϊστορικό κυνηγό που έζησε πριν από 40.000 χρόνια, η σύζυγός μου μου ανέφερε ένα παλαιολιθικό εύρημα κι αίφνης σκέφτηκα πως θα ήθελα να γράψω γι' αυτούς τους ανθρώπους. Έγραψα την πρώτη φράση και μετά γεννήθηκε το αφήγημα. Στο Μαύρο νερό, με αφορμή τις δοκιμαστικές γεωτρήσεις που γίνονταν στην περιοχή του Πωγωνίου όπου πηγαίνουμε κάθε καλοκαίρι, σκέφτηκα την ιστορία του πατέρα που κουβαλά τον ανάπηρο γιο του στην πλάτη. Εκεί, ιστορία και χαρακτήρες γεννήθηκαν διαμιάς. Στη Θάλασσα, την τελευταία μου νουβέλα που κυκλοφόρησε πέρυσι, έγραψα την πρώτη παράγραφο δίχως να έχω τίποτε άλλο στο μυαλό μου. Έγραψα μια παράγραφο περιγραφική, έχοντας την αίσθηση που αφήνουν κάποιες πολαρόιντ και κάποιες σκηνές των ταινιών του Ταρκόφσκι.
Συνήθως ξεκινώ τις ιστορίες μου ανοιχτός. Όσο για τους χαρακτήρες, σε μεγάλο βαθμό επιλαμβάνονται τα χαρακτηριστικά ενός μοντέλου, του ξένου σε ξένο τόπο, του ανθρώπου που είναι ξένος στον χώρο που βρίσκεται. Αυτή είναι μια φιγούρα που εμφανίζεται επανειλημμένως στις ιστορίες μου.
Φαίνεται πως προτιμάτε τη φόρμα της νουβέλας, σε σχέση με αυτήν του μυθιστορήματος. Πού οφείλεται αυτό;
Τα τελευταία χρόνια έχω γράψει πάρα πολλά διηγήματα, τα οποία έχουν δημοσιευθεί είτε διαδικτυακά είτε σε περιοδικά, αλλά δεν έχουν εκδοθεί σε μορφή βιβλίου. Πάντοτε ξεκινώ να γράφω μια ιστορία δίχως να γνωρίζω αν θα είναι νουβέλα. Καταλήγω στη νουβέλα ίσως επειδή είναι πολύ λιτή η γραφή μου, ίσως επειδή με πιέζει ο χρόνος καθώς έχω παράλληλα τη μετάφραση, η οποία είναι η δουλειά μου. Όταν γράφω μια ιστορία, το κάνω σχεδόν καθημερινά με τον εξής τρόπο: ενώ μεταφράζω, σταματώ για λίγο, γράφω μια παράγραφο ή μια σελίδα κι έπειτα ξαναπιάνω τη μετάφραση. Δεν έχω την άνεση να ετοιμάσω μια μεγάλη ιστορία. Βέβαια, αν ήθελα πραγματικά να γράψω ένα μυθιστόρημα, θα αφιέρωνα τον χρόνο που χρειάζεται, περνώντας έναν ενάμιση χρόνο δουλεύοντας το συγκεκριμένο έργο. Από ό,τι φαίνεται, όμως, η νουβέλα μου ταιριάζει.
Συνήθως η νουβέλα κατατάσσεται με το διήγημα. Αυτό εμένα δεν με βρίσκει σύμφωνο. Τη θεωρώ περισσότερο ένα «μυθιστόρημα τσέπης» παρά ένα εκτενές διήγημα, για πολλούς λόγους: έχει κεφάλαια, ενότητες, διαφορετική ανάπτυξη των χαρακτήρων. Είναι σαν ένα μυθιστόρημα που έχει κάνει δίαιτα, έχει πετάξει τα περιττά κιλά και λίπη. Τα μυθιστορήματα είναι αδηφάγα τέρατα. Ακόμα κι ένα θεσπέσιο μυθιστόρημα έχει σημεία που κάνουν κοιλιά. Η νουβέλα είναι πιο στιλάτη.
Μιας κι έχετε διανύσει μια διαδρομή στον χώρο του βιβλίου, σας είναι εύκολο να εντοπίσετε το πώς έχει εξελιχθεί το έργο σας μέσα στα χρόνια; Αν υπήρχε η δυνατότητα να ξαναγράψετε κάποιο παλιό σας βιβλίο με διαφορετικό τρόπο, θα την αξιοποιούσατε;
Ακούγοντας το ενδεχόμενο να ξαναγράψω ένα παλιό μου βιβλίο, ανατρίχιασα. Δε γυρνώ ποτέ πίσω. Έχω πολλές ιστορίες που μένουν να εκδοθούν. Το τελευταίο πράγμα που με ενδιαφέρει είναι να ξαναπιάνω πράγματα που έχω ήδη κάνει. Μόνον τούτο: μπορεί να υπάρξει μια ιδέα η οποία δεν ευοδώθηκε όταν πρωτογράφτηκε, την οποία θα χρησιμοποιήσω αργότερα. Ένα παράδειγμα είναι η «Τσότσηγια», η ιστορία μιας κακοποιημένης γυναίκας που γεννά ένα σπιθαμιαίο κοριτσάκι. Η νουβέλα έχει υπόθεση που παραπέμπει σε παραμύθι, αλλά είναι αρκετά σκληρή κι απευθύνεται σε ενήλικες. Τη συγκεκριμένη ιδέα την είχα προ πολλών χρόνων, όταν ζούσα στην Αθήνα. Την ξεκίνησα ως αστικό παραμύθι, το οποίο όμως αργότερα παράτησα καθώς θεωρούσα ότι ηχούσε ψεύτικο. Αργότερα, έχοντας έρθει σε μεγαλύτερη επαφή με την επαρχία και το παραδοσιακό παραμύθι, ανέστησα αυτήν την ιδέα. Την επεξεργάστηκα διαφορετικά, μου φάνηκε πειστική και την τελείωσα.
Ενώ τα πρώτα κείμενά μου μοιάζουν σε πολλά σημεία με ξένο κείμενο μεταφρασμένο στα ελληνικά, τα επόμενα απέκτησαν μιαν άλλη ροή, μια ελληνικότητα που τους έλειπε.
Τώρα, όσον αφορά στην εξέλιξη του ύφους μου μέσα στα χρόνια, αυτή για εμένα είναι σαφέστατη. Μάλιστα, έχω δύο πολύ διακριτές περιόδους. Η πρώτη περίοδος ξεκινά με τα πρώτα βιβλία μου, από τις εκδόσεις Οδυσσέας. Αυτά τα βιβλία δεν μπορώ να τα διαβάσω πια, μου φαίνονται ανυπόφορα. [γελάει] Συνέβησαν όμως και δεν μπορώ να τα πάρω πίσω. Μετά ακολούθησε ένα βιβλίο στο Οξύ και τρία στην Εστία, εκ των οποίων Το τέλος του ταξιδιού μοιάζει λίγο με αυτά που γράφω τώρα. Ακολούθησε μια συλλογή διηγημάτων συν μια νουβέλα στον Καστανιώτη, κι έπειτα υπήρξε ένα μεγάλο διάλειμμα στο οποίο συνέχισα να γράφω μα κανένας δεν ήθελε να με εκδώσει. Όλα αυτά τα πρώτα βιβλία τα διάβασα εγώ, ο Μιχάλης και ο Μακρόπουλος, οπότε ήμασταν τουλάχιστον τρεις που τα είχαμε διαβάσει. Κανείς δε γνώριζε πως ήμουν συγγραφέας, με ήξεραν κυρίως ως μεταφραστή.
Στο διάλειμμα αυτό, γνώρισα τη σύζυγό μου κι άρχισα να πηγαίνω στην ελληνική επαρχία. Ήταν μια περίοδος στην οποία συνέβησαν πολλές αλλαγές, έγινα οικογενειάρχης, μετακόμισα από την Αθήνα κι άλλαξε και το ύφος μου, το ύφος γραφής. Ενώ τα πρώτα κείμενά μου μοιάζουν σε πολλά σημεία με ξένο κείμενο μεταφρασμένο στα ελληνικά, τα επόμενα απέκτησαν μιαν άλλη ροή, μια ελληνικότητα που τους έλειπε. Τότε γράφτηκαν οι νουβέλες Σπουργίτω & Γράχαμ, που εκδόθηκαν από έναν μικρό εκδοτικό οίκο στην Πάτρα, τον Πικραμένο. Μετά ξεκίνησε η φάση της Κίχλης. Στο ενδιάμεσο γράφτηκαν κι άλλα αφηγήματα, τα οποία δεν εκδόθηκαν και δεν πρόκειται να εκδοθούν ποτέ. Από τη «Σπουργίτω» και τον «Γράχαμ» η ροή του λόγου έγινε διαφορετική, έχει μια φυσικότητα. Απέκτησα κάποια χαρακτηριστικά που τα θεωρώ δικά μου, περισσότερο στη σύνταξη για παράδειγμα – όχι τόσο στη χρήση των λέξεων. Δεν είμαι ο Πεντζίκης, που θα χρησιμοποιήσει λέξεις που είναι αρκετά «χτυπητές» και θα χαρακτηρίσουν το ύφος του. Το δικό μου ύφος έχει να κάνει με το πλάσιμο της πρότασης, που έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες.
Οπότε ναι, υπάρχουν διαφορετικές φάσεις στη δουλειά μου. Σε αυτήν την τελευταία φάση, πλέον, βρίσκω και κάποιους αναγνώστες, μετά από πολλά χρόνια που οι ιστορίες μου δεν διαβάζονταν.
Κάνατε λόγο για «νουβέλες που δεν εκδόθηκαν και δεν πρόκειται να εκδοθούν ποτέ». Γιατί είστε τόσο απόλυτος;
Επειδή έρχονται καινούριες δουλειές, που σπρώχνουν τις παλιές προς τα πίσω. Τώρα ετοιμάζουμε μια καινούρια νουβέλα που θα βγει στην Κίχλη, προ του θέρους. Την έχω γράψει με μια φίλη μου, ποιήτρια. Εκτός αυτού, έχω μια συλλογή που περιλαμβάνει διηγήματα και μια νουβέλα, που όλα τους είναι μελλοντολογικά. Απαρτίζουν ένα βιβλίο, ένα ώριμο βιβλίο, μεγαλύτερο σε μέγεθος από τα προηγούμενα, που περιμένει τη σειρά του να κυκλοφορήσει. Τώρα, εδώ και δέκα μέρες, γράφω κάτι με την Αναστασία, τη σύζυγό μου, που είναι αρκετά διαφορετικό από τα προηγούμενα. Οπότε όλα αυτά φέρνουν πίσω τα παλιά, που μου φαίνονται ξένα πια.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ισχυρίστηκε πως έγραψε τα Εκατό χρόνια μοναξιά αφού διάβασε το μυθιστόρημα Πέδρο Πάραμο, του Χουάν Ρούλφο, το οποίο του έδωσε την απαραίτητη έμπνευση ύστερα από μια μακρά περίοδο δημιουργικής νωθρότητας. Μέσα στα χρόνια, πιθανώς υπήρξαν αντίστοιχες στιγμές και για εσάς, που φτάσατε προσωρινά σε τέλμα καθώς γράφατε μια ιστορία. Είναι δυνατόν το βιβλίο ενός άλλου συγγραφέα να επαναπυροδοτήσει τη δημιουργική διαδικασία, μέσω της συνομιλίας δημιουργού προς δημιουργό;
Εκατό τοις εκατό, φυσικά και είναι δυνατόν – χωρίς να σημαίνει πως είναι ο μοναδικός τρόπος για να ξαναξεκινήσεις αν έχεις κολλήσει. Διαβάζουμε, και κατά συνέπεια, παίρνουμε πράγματα από αυτά που διαβάζουμε. Υπάρχουν συγγραφείς που συνειδητά χρησιμοποιούν στοιχεία άλλων συγγραφέων κι έτσι στα κείμενά τους υπάρχει ένα λογοτεχνικό παιχνίδι, μια διακειμενικότητα. Δεν είναι αυτό το στυλ μου, αλλά είμαι βέβαιος πως έχω αφομοιωμένα αναγνώσματα που ούτως ή άλλως καταλήγω να χρησιμοποιώ. Επιπλέον, πάντοτε υπάρχει κι εκείνο το καινούριο βιβλίο που διαβάζεις, που θα σε σπρώξει να δοκιμάσεις κάτι διαφορετικό – ένα φαινόμενο που γίνεται όλο και πιο σπάνιο όσα περισσότερα βιβλία έχεις διαβάσει.
Στη Θάλασσα αναφέρετε το «La Jetée», καθώς και σκηνές από τον «Καθρέφτη» του Ταρκόφκσι. Μάλιστα, ένας χαρακτήρας που εμφανίζεται στο τέλος του βιβλίου φέρει το όνομα Αντρέι, το οποίο είναι φόρος τιμής στον Σοβιετικό δημιουργό. Φαίνεται πως ο κινηματογράφος είναι μια από τις επιρροές σας. Ο Ραφαηλίδης είχε πει πως ο κινηματογράφος είναι πιο κοντά στο μυθιστόρημα, από ό,τι στο θέατρο…
Όσο ήμουν ακόμη Αθηναίος, ήμουν πολύ σινεφίλ. Πήγαινα στον κινηματογράφο τρεις φορές την εβδομάδα, όχι απαραίτητα για καλές ταινίες. Πλέον, που είμαι μακριά από την Αθήνα, βλέπω λιγότερες. Στη Λευκάδα είχαμε κινηματογράφο, αλλά και κινηματογραφική λέσχη κάθε Τρίτη. Πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια, όμως, ο κινηματογράφος κάηκε κι έκτοτε μείναμε χωρίς σινεμά. Πλέον βλέπω από το διαδίκτυο και όποτε κατεβαίνω στην Αθήνα, πηγαίνω σινεμά.
Τη μετάφραση την αγαπώ πάρα πολύ, αλλά επειδή ακριβώς θεωρώ τον εαυτό μου επαγγελματία, νιώθω σαν… υδραυλικός των λέξεων.
Επειδή είμαι οπτικός στη φαντασία μου, δεν σκέφτομαι μόνο λέξεις, αλλά και εικόνες. Συχνά το σινεμά δρα ως αρωγός σε κάτι που θέλω να πλάσω. Στη περίπτωση του Μαύρου νερού, όταν ήθελα να φτιάξω τις σκηνές της βιασμένης φύσης, στο μυαλό μου είχα το «Στάλκερ». Σκεφτόμουν τη συνύπαρξη της φύσης και των βιομηχανικών απομειναριών. Έτσι έπλαθα τις εικόνες μου και μπόρεσα να μεταβάλλω την ηπειρώτικη φύση ώστε να έρθει κοντά στην ιστορία μου. Το σινεμά παίζει κάποιον ρόλο στα γραπτά μου, ακόμα και στον τρόπο που στήνω κάποιες σκηνές. Έχω την εντύπωση πως ο τρόπος που ο Χίτσκοκ στήνει ορισμένες σκηνές έχει επιδράσει σε εμένα, δίχως να μπορώ να δώσω κάποιο σαφές παράδειγμα. Ο τρόπος που αλλάζει γωνία, το πώς ζουμάρει η κάμερα σε μια λεπτομέρεια, το πώς εναλλάσσεται το γενικό πλάνο με το κοντινό… Για τους ανθρώπους που γράφουν στην εποχή μας, έχω την εντύπωση πως ο κινηματογράφος είναι σχολείο. Αντίστοιχα, για τους ανθρώπους που έγραφαν τον 19ο αιώνα, σχολείο ήταν το θέατρο. Δες πως στήνει ο Ντοστογιέφσκι ένα μυθιστόρημα, το στήνει εντελώς θεατρικά.
Έχετε εργαστεί ως μεταφραστής, μεταφέροντας στη γλώσσα μας έργα συγγραφέων όπως ο Χέμινγουεϊ, ο Στίβεν Κινγκ και η Αγκάθα Κρίστι. Αυτή σας η ιδιότητα πώς έχει επηρεάσει το συγγραφικό σας έργο;
Σίγουρα δεν έχει επηρεάσει το έργο μου θεματικά. Δεν επιλέγω αυτά που μεταφράζω. Ας πούμε πως έχω δύο κουτιά, ένα της μετάφρασης κι ένα της συγγραφής. Το κουτί της μετάφρασης είναι ένα κουτί εργασιακό. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι ένα κουτί που δεν αγαπώ. Απεναντίας, το να έχω μια δουλειά είναι πολύτιμο, όχι μόνο για να βγάζω τα προς το ζην, αλλά κι επειδή η ίδια η δουλειά, ως αντικείμενο, είναι πολύτιμη. Τη μετάφραση την αγαπώ πάρα πολύ, αλλά επειδή ακριβώς θεωρώ τον εαυτό μου επαγγελματία, νιώθω σαν… υδραυλικός των λέξεων. Με παίρνει ένας πελάτης και μου λέει πως έχει χαλάσει το καζανάκι του. Δεν τον ρωτάω τι μάρκα είναι το καζανάκι του, ώστε να του το επιδιορθώσω μόνο εάν μου αρέσει. Τηρουμένων των πολλών αναλογιών… [γελάει] Οπότε όταν μου λέει ο εκδότης να μεταφράσω κάτι, το παίρνω. Αν μου αρέσει, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Αυτό διακρίνει τη μετάφραση από τη συγγραφή με μεγάλη σαφήνεια. Το ένα είναι η δουλειά μου και το άλλο είναι ένα κομμάτι δικό μου. Έχω αυτά τα δύο ξεχωριστά κουτιά. Τώρα θα μεταφράσω τρία βιβλία της Κάρσον ΜακΚάλερς, που είναι μια έξοχη συγγραφέας.
Υφολογικά, αυτά που μεταφράζω είναι τόσο διαφορετικά από αυτά που γράφω που δεν θα μπορούσε να διεισδύσει το ένα στο άλλο. Όταν έγραφα την Τσότσηγια, χρησιμοποιούσα την ηπειρώτικη ντοπιολαλιά στο κείμενο και, ταυτόχρονα, μετέφραζα Χένρι Τζέιμς. Από το μύδι στο κρεμμύδι, δεν είχαν καμιά σχέση μεταξύ τους, ούτε υφολογικά, ούτε θεματικά, ούτε δομικά, ούτε σε τίποτε.
Υπάρχουν στιγμές που, ενώ μεταφράζατε κάποιον ξένο συγγραφέα, σκεφτήκατε «αυτό θα ήθελα να το γράψω εγώ»;
Ασφαλώς, όπως άλλωστε συμβαίνει κι όταν διαβάζω στον ελεύθερό μου χρόνο. Ο μεταφραστής, κατ’ αρχάς, είναι ένας πολύ προσεκτικός αναγνώστης. Όταν διαβάζουμε, όσο προσεκτικοί κι αν είμαστε, χάνουμε πράγματα. Ο μεταφραστής, κατ’ ανάγκη, είναι πάντοτε σε επιφυλακή. Και για να επανέλθω στη προηγούμενή σου ερώτηση, Σόλωνα, επειδή η απάντησή μου πριν ήταν λειψή, η μετάφραση με έχει επηρεάσει κάνοντάς με προσεκτικό αναγνώστη. Αυτό είναι ένα μεγάλο εφόδιο. Επίσης είναι μια καθημερινή, διαρκής τριβή με τη γλώσσα. Δεν έχει σημασία τι μεταφράζω, σημασία έχει ότι μεταφράζω στα ελληνικά. Είναι ένα εργαλείο που συνεχώς ακονίζεται, που μου δίνει πολύ μεγάλη άνεση όταν γράφω τα δικά μου κείμενα.
Πρόσφατα επιμεληθήκατε μιας διασκευής της Φάρμας των ζώων του Τζορτζ Όργουελ για παιδιά, σε εικονογράφηση Θέντας Μιμηλάκη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Πώς διαφοροποιείται από το πρωτότυπο, χάρη στη δουλειά σας, ώστε να απευθύνεται σε παιδιά κι εφήβους;
Έχω βάλει δύο παιδιά μέσα, ώστε να υπάρξει ταύτιση των μικρών αναγνωστών με το κείμενο. Πέταξα την απαισιοδοξία του Όργουελ και πρόσθεσα ένα τέλος όπου τα ζώα φεύγουν από τη φάρμα και πάνε στο δάσος, παύοντας να είναι ζωάνθρωποι ή ανθρωποζώα. Ενώ η ιστορία του Όργουελ είναι πάρα πολύ σκληρή, εγώ την έγραψα με χιούμορ. Οι βασικές ιδέες προφανώς έχουν διατηρηθεί, καθώς και κάποια βασικά γεγονότα.
Το βιβλίο το απηύθυνα σε ένα παιδί που μπορεί να είναι κι οκτώ χρονών. Στην αρχή γράφω πως γνώρισα έναν σπουδαίο κύριο, τον κύριο Τζορτζ Όργουελ, ο οποίος μου αφηγήθηκε μια ιστορία, την οποία κάπως ξέχασα και θα διηγηθώ με τον δικό μου τρόπο. Στο τέλος γράφω: «Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, μήπως τα δύο παιδιά δεν υπήρξαν ποτέ και τα έβγαλα από το μυαλό μου;». Στη συνέχεια προτρέπω τους αναγνώστες να διαβάσουν και το βιβλίο του Όργουελ. Με αυτό το παιχνίδι, διηγούμαι την ιστορία ώστε να απευθύνεται σε παιδιά και ταυτόχρονα επισημαίνω πως υπάρχει και η επίσημη εκδοχή. «Όταν μεγαλώσεις λίγο, θυμήσου να κοιτάξεις κι αυτήν».
Πέραν του Όργουελ και του 1984, έχετε αναφερθεί κι εσείς ο ίδιος σε δυστοπικές πραγματικότητες. Το Μαύρο Νερό αφορά στην καταστροφή της Ηπείρου από τις πετρελαϊκές εξορύξεις, ενώ η Θάλασσα περιγράφει μια παγκόσμια καταστροφή. Φαίνεται πως σας προβλημάτιζε έντονα το μέλλον της ανθρωπότητας, ακόμα και πριν την πανδημία του Covid-19.
Υπάρχει άραγε κάποιος που δεν τον ανησυχεί η υπόθεση του περιβάλλοντος; Σε αυτό το συγκεκριμένο θέμα, είμαι μάλλον απαισιόδοξος. Πρέπει να σταματήσουμε τα πλαστικά από… χθες, πράγμα που αυτή τη στιγμή είναι αδιανόητο. Υπάρχει έντονο θέμα, έχουμε όλοι τα αυτοκίνητά μας, γινόμαστε όλο και περισσότεροι, καταναλώνουμε όλο και περισσότερα πράγματα, δημιουργούνται νέες ανάγκες κι η οικονομία μας στηρίζεται πάνω σε αυτό. Μιλάμε για μια παγκόσμια οικονομία, δεν υπάρχει κάποιο μαγικό ραβδί ώστε όλα να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Θέλουμε γενναίες αποφάσεις κι άμεση εφαρμογή τους. Προσώρας δεν υπάρχει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Μου φαίνονται λίγο αστεία κάποια πράγματα, με την ειρωνική έννοια. Γίνεται ένας χαμός κι εγώ παίρνω το πλαστικό μου και το πετάω στον κάδο της ανακύκλωσης, της οποίας τα υλικά δεν ανακυκλώνονται καν, σε μεγάλο βαθμό. Μα και να ανακυκλωνόταν, το πρόβλημα δεν είναι η ανακύκλωση, αλλά η κατανάλωση.
Παρά τα όσα γράφω τον τελευταίο καιρό, δεν είμαι μελλοντολόγος. Ξέρω πως όσα λέω έχουν μικρή σχέση με το μέλλον και μεγάλη σχέση με το παρόν. Το μέλλον είναι μια έκπληξη. Όταν διαβάζουμε αφηγήματα για το μέλλον, συχνά διαπιστώνουμε πως οι προβλέψεις μας είναι μάλλον άστοχες. Τώρα τα λέω όλα αυτά, αλλά μπορεί σε δέκα ή σε είκοσι χρόνια να έχουμε κάτι άλλο στα χέρια μας, μια τεχνολογία, που θα βελτιώσει πολύ την κατάσταση.
Η σημερινή κατάσταση δίνει «πάτημα» σε πολλά βιβλία επιστημονικής φαντασίας ώστε να δικαιωθούν, εν μέρει, ως προς τις δυσοίωνες προβλέψεις τους. Ενώ πολλοί συγγραφείς γράφουν για δυστοπίες, τα έργα που παρουσιάζουν αυθεντικές ουτοπίες σπανίζουν. Αυτό οφείλεται στο ότι μια ουτοπία, στην οποία όλα τα προβλήματα είναι λυμένα, είναι «βαρετή» όσον αφορά στη δραματουργία ή μήπως στην ύπαρξη μιας γενικής, βαθιά ριζωμένης, απαισιοδοξίας, που ενδεχομένως τρέφουμε για το μέλλον;
Και τα δύο μαζί, νομίζω. Η φαντασιακή καταστροφή έχει μια παράξενη γοητεία. Οι μύθοι καταστροφής ήταν ανέκαθεν ιδιαίτερα θελκτικοί κι ίσως και λίγο αποτρεπτικοί. Να περιγράφεις με ζόφο όσα δεν θέλεις να συμβούν και που περιγράφοντάς τα με ζόφο, τα φυλακίζεις στη φαντασία. Δεν νομίζω πως είμαστε προφήτες, απλώς πλάθουμε μύθους.
Μια νοσηρή γοητεία έχει και η εξής σκέψη: εκεί που καθόμαστε στο γραφείο μας και κοιτάζουμε από το παράθυρό μας, ξαφνικά βλέπουμε ένα αεροπλάνο να πέφτει. Όλοι θα συμφωνήσουμε πως το θέαμα αυτό είναι φρικτό. Παρόλα αυτά, η ιδέα του να δεις από το παράθυρό σου ένα αεροπλάνο να πέφτει έχει μια παράξενη γοητεία, την ίδια γοητεία που έχουν τα δύο αεροπλάνα που έπεσαν στους Δίδυμους Πύργους την 11η Σεπτεμβρίου. Ποιος θα πει ότι αυτή η εικόνα, που σήμαινε τον θάνατο κάποιων χιλιάδων ανθρώπων, δεν έχει κάτι το γοητευτικό; Είναι τρομερό, κανονικά δεν θα έπρεπε να το λέμε, αλλά νομίζω πως εάν θέλουμε να είμαστε λίγο ειλικρινείς πρέπει να το πούμε. Αντίστοιχη περίπτωση είναι το τσουνάμι στην Ινδονησία. Ξαφνικά, βλέπαμε στις ειδήσεις πως σαρώθηκαν νησιά και πως πέθαναν δέκα χιλιάδες άνθρωποι. Έπειτα, το νούμερο αυξήθηκε στους πενήντα χιλιάδες, στους εκατό χιλιάδες, στους εκατόν πενήντα χιλιάδες. Όλο αυτό αποκτά ένα νοσηρό ενδιαφέρον. Όλοι έχουμε αυτή τη στάση απέναντι στην καταστροφή, μια στάση φόβου και τρόμου, καθώς και δέους και γοητείας.
Η φαντασιακή καταστροφή έχει μια παράξενη γοητεία. Οι μύθοι καταστροφής ήταν ανέκαθεν ιδιαίτερα θελκτικοί κι ίσως και λίγο αποτρεπτικοί.
Μια ουτοπία όπου όλα είναι τέλεια, τι σαχλαμάρα είναι αυτή! Και τι πάει να πει ότι όλα είναι τέλεια; Σημαίνει ότι δεν υπάρχουν έριδες, ότι υπάρχει κοινοκτημοσύνη, ότι υπάρχει μια ισοπολιτεία, ότι όλα είναι μέλι γάλα… Αυτό, κατά μια έννοια, μου φαίνεται πιο απάνθρωπο, πιο εξωανθρώπινο από τα προηγούμενα που λέγαμε. Για να ξεκινήσεις να γράφεις μια ιστορία, πρέπει να έχεις ένα συμβάν. Το σύνηθες είναι ένας θάνατος, μια καταστροφή. Θα μπορούσε να είναι και μια ερωτική ιστορία, ένας άνδρας αγαπά μια γυναίκα. Εντάξει, την αγαπά διάολε, αλλά εφόσον είναι όλα καλά μεταξύ τους, τι ιστορία είναι αυτή; Πάλι βαρεθήκαμε! [γελάει]
* Ο ΣΟΛΩΝΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι φοιτητής Φαρμακευτικής. Αρθρογραφεί και γράφει πεζογραφία.