Ουέλλς, Έλισον, Τσέστερτον, Όστερ: Μια απόπειρα να εντοπισθούν κοινά στοιχεία τεσσάρων μυθιστορημάτων με τον τίτλο Αόρατος.
Του Νίκου Ξένιου
Πίσω από την εξαχρείωση και τη διαστροφή είναι δυνατόν ν’ αργοσαλεύει ένα υψηλό επιστημονικό όραμα: η λογοτεχνία έχει αγαπήσει αυτό το θέμα ήδη από την εποχή του Ρομαντισμού (Φρανκενστάιν, της Μαίρη Σέλλεϋ): η απανθρωποποίηση που συνεπάγεται οποιαδήποτε παρέμβαση στη φυσική τάξη πραγμάτων είναι και θέμα της αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Στον δέκατο ένατο αιώνα το μοτίβο επανέρχεται στην πεζογραφία, με τη μορφή του Αόρατου Ανθρώπου. Ο τίτλος Aόρατος παραπέμπει πρωτίστως στον δημοφιλέστατο Αόρατο άνθρωπο (εκδ. Κίχλη) του Χέρμπερτ Ουέλλς (Αγγλία, 1897): η αναφορά του Αόρατου (εκδ. Μεταίχμιο) του Όστερ σε αυτόν είναι έμμεση και δυσδιάκριτη. Ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος του εικοστού αιώνα, εμπνεόμενος από τη θεματική προγενέστερων κειμένων όπως εκείνο του Ουέλλς, θα γράψει τη δική του εκδοχή, επιχειρώντας να διευρευνήσει την αόρατη πλευρά των μορφών ύπαρξης που αφορούν τον άνθρωπο.
Ο αμερικανός μυθιστοριογράφος θα γράψει τη δική του εκδοχή, επιχειρώντας να διευρευνήσει την αόρατη πλευρά των μορφών ύπαρξης που αφορούν τον άνθρωπο.
Ο εικοσάχρονος Άνταμ Ουώκερ, φοιτητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και επίδοξος ποιητής, συναντά τον αινιγματικό Γάλλο Ρούντολφ Μπορν και τη λιγομίλητη, γοητευτική σύντροφό του Μαργκό. Πολύ γρήγορα ο Ουώκερ βρίσκεται μπλεγμένος σ’ ένα ιψενικό τρίγωνο που οδηγεί σε μια ξαφνική, ανατριχιαστική πράξη βίας που θ’ αλλάξει την πορεία της ζωής του. Τρεις διαφορετικοί αφηγητές διηγούνται μια ιστορία αχαλίνωτης σεξουαλικής επιθυμίας και ασίγαστης αναζήτησης της δικαιοσύνης, η οποία εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι και σ' ένα απομακρυσμένο νησί της Καραϊβικής.
Ο Αόρατος του Όστερ
Ο Λακάν, ο Θόροου, ο Έμερσον, ο Πόου, ο Μπέκετ και ο Μέλβιλ επηρέασαν τον Όστερ[1]. Ο Aόρατος είναι το δέκατο πέμπτο βιβλίο του: δομημένο σε τέσσερις ευδιάκριτες ενότητες τύπου «αποσπασματικού απομνημονεύματος», το μυθιστόρημα καλύπτει τη χρονική περίοδο 1967-2007: στην «Άνοιξη», το πρώτο μέρος, ο Άνταμ Ουώκερ[2], σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, παρουσιάζει τη συνάντησή του, σε ηλικία είκοσι χρόνων, με τον γάλλο Ρούντολφ Μπορν, το ονοματεπώνυμο του οποίου παραπέμπει στην Κόλαση από τη Θεία Κωμωδία του Ντάντε Αλιγκιέρι. Η μυστηριώδης συνοδός του Μπορν, η Μάργκο, θα γοητεύσει τον αφηγητή-Άνταμ.
Ο Paul Auster
|
Μετά από μια δολοφονική ενέργεια του Μπορν, η δράση θα κάνει άλμα τριάντα οκτώ ετών και θα μετατεθεί στο Παρίσι. Την αφήγηση θ’ αναλάβει ο Τζιμ, συγγραφέας και νεανικός φίλος του Άνταμ από το πανεπιστήμιο, που θα δεχθεί σε δέμα το κείμενο που διαβάσαμε στο πρώτο μέρος, μαζί με το δεύτερο μέρος του ημιτελούς έργου του ετοιμοθάνατου πια Ουώκερ, υπό τον τίτλο: «Καλοκαίρι»: γραμμένο σε δευτεροπρόσωπη αφήγηση, το κείμενο αναφέρεται στο καλοκαίρι του 1967, που ο Ουώκερ πέρασε στη Νέα Υόρκη, μοιράζοντας ένα διαμέρισμα με την αδελφή του. Πρόκειται για αιμομειξία ή για μεταμοντέρνα φαντασίωση; Ένας έρωτας υπάρχει ανάμεσα στα δυο αδέλφια, αλλά ποτέ δεν ονοματίζεται, παραμένει αθέατος, μια «εποχή». Αυτή η εποχή[3] θα παραμείνει «αόρατη» για τους άλλους, ενώ στη συνέχεια του μυθιστορήματος θα υπονομευθεί από την ίδια την αδελφή του. Η ουσία της ζωής λαμβάνει χώρα στη σφαίρα του Αοράτου, προσλαμβάνοντας μεταφυσικές διαστάσεις. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Όστερ κατατάσσεται στους σπουδαίους μεταμοντέρνους λογοτέχνες, μαζί με τον Μπέκετ, τον Ναμπόκοφ, τον Τόμας Μπέρνχαρντ, τη Μύριελ Σπαρκ, τον Ντον Ντελίλο και τον Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλας.
O Αόρατος είναι βιβλίο ερμηνείας της πραγματικότητας, και μάλιστα απόδοσης της τερατώδους εκδοχής της.
Ο ρυθμός εντείνεται καθώς η εξομολόγηση του εξηντάχρονου πλέον Ουώκερ, που πεθαίνει από λευχαιμία, έχει ως στόχο την απάλειψη της ενοχής για την αποτυχία του να συλληφθεί ο Μπορν το 1967. Μεταμφιέζοντας τον Ουώκερ στον νεότερο εαυτό του, ο Όστερ ενιχύει την αίσθησή μας ότι ο Αόρατος είναι βιβλίο ερμηνείας της πραγματικότητας, και μάλιστα απόδοσης της τερατώδους εκδοχής της. Επινοώντας ένα συγγραφέα και βάζοντάς τον να επιμελείται τα κείμενα αυτού του alter ego του, ο συγγραφέας παραπλανά τον αναγνώστη: ο νεανικός φίλος/επιμελητής/αφηγητής του δεύτερου μέρους συμβουλεύει τον Ουώκερ να μην γράφει για τον εαυτό του σε πρώτο πρόσωπο, ώστε να μην γίνεται «αόρατος» για τον αναγνώστη του και να μπορεί να διερευνά το ζήτημα που τον απασχολεί. Το αίνιγμα του «Αόρατου» συνίσταται στο κατά πόσον οι ονειρώξεις πάνω στην ταυτότητα και την εικόνα του εαυτού είναι γνήσιος φιλοσοφικός προβληματισμός ή επιφανειακή προσέγγιση ενός κοινότοπου ζητήματος: τελικά μιλά για έναν άνθρωπο που πασχίζει να πει μιαν ιστορία: τη μια τον βλέπουμε στα εικοσιένα του και μετά στα εξήντα του, να παλεύει να «εκμαιεύσει»την εν λόγω ιστορία από τον εικοσάχρονο εαυτό του.
Στο τρίτο μέρος, το «Φθινόπωρο», η δομή του μυθιστορήματος του Όστερ περιπλέκεται: ο Τζιμ, εκδότης πλέον του Ουώκερ, υιοθετεί το τρίτο πρόσωπο για να αφηγηθεί την άφιξη του Ουώκερ στο Παρίσι, τη δεύτερη συνάντησή του με τη Μαργκό και τον Μπορν και το σχέδιό του να εκδικηθεί τον Μπόρν, σχέδιο που στρέφεται εναντίον του ίδιου του του εαυτού.
Ο H.G. Wells
|
Το βικτωριανό τέρας του Ουέλλς
Ο Αόρατος Άνθρωπος είχε πρωτογραφεί ως μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας από τον H.G. Wells, το 1897, και δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στο «Pearson's Weekly». Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε ο ανώνυμος πρώτος μεταφραστής του Αόρατου ανθρώπου του Ουέλλς στην Ελλάδα: ένας μεταφραστής με φαντασία, επινοητικότητα, χιούμορ και, το κυριότερο, έντονα σαρκαστική διάθεση. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η έκδοση του κειμένου από τις εκδόσεις «Κίχλη», η επανεπικαιροποίηση του απαράμιλλου ιδιώματός του, στην απόδοση του κλασικού μυθιστορήματος με τον τερατώδη επιστήμονα που ταράζει τη βικτωριανή Αγγλία με τη φοβερή του ανακάλυψη βαδίζοντας σταδιακά στην εξαχρείωση.
Ένας αφηγητής που είναι πότε εσωτερικά εστιασμένος και πότε παντεπόπτης, επιστρατεύει δημοσιογραφική τεκμηρίωση για ν’ αποδώσει τις λεπτομέρειες[4], παρουσιάζει την αλληγορία της όρασης εξαντλώντας μεγάλο μέρος του κειμένου στην περιγραφή πραγμάτων που οι «βλέποντες» άνθρωποι δεν μπορούν να δουν, έχοντας «οράματα» του τι μπορεί να σημαίνει η αορατότητα. Το «όραμα» αυτό μοιάζει με προφητική ιδιότητα στο βιβλίο του Ουέλλς, ενώ η ικανότητα της θέασης ταυτίζεται, αλληγορικά, με την ανικανότητα πρόβλεψης του απειλητικού μέλλοντος. Εμμέσως -πλην σαφώς- ο συγγραφέας μιλά για την αλληγορία της «αορασίας»: οι γύρω του τον «αχνοβλέπουν» όταν το φως είναι αμυδρό. Το σκοτάδι ταυτίζεται με την αβεβαιότητα, το απόλυτο σκοτάδι με τον απόλυτο τρόμο της άγνοιας.
Ο Ralph Ellison
|
Ο περιθωριακός νέγρος του Έλισον
Ο Αόρατος (εκδ. Κέδρος) είναι, επίσης, τίτλος μυθιστορήματος του Ralph Ellison που δημοσιεύθηκε το 1952 και θέμα του είχε τον αφροαμερικανικό εθνικισμό και την αντιπαράθεσή του στην ρατσιστική πολιτική. Απογοήτευση από το Κομμουνιστικό Κόμμα των Η.Π.Α., που πρόδωσε τους αφροαμερικανούς ηγέτες κατά τη διάρκεια του μεγάλου πολέμου, οδήγησε τον συγγραφέα στη συγγραφή αυτού του αφηγήματος στο ύφος του Νατουραλισμού σε μια μετεγγραφή του απειλητικού κλίματος της Έρημης Χώρας του Τ.Σ. Έλιοτ. Ο αφροαμερικανός πρωτοπρόσωπος αφηγητής δεν έχει όνομα, θεωρεί δε τον εαυτό του «αόρατο», αθέατο από τους άλλους, φιλοτεχνημένος στο πρότυπο του ντοστογιεβσκικού Σημειώσεις από το Υπόγειο.
Η ειρωνεία και το παράδοξο γίνονται, στο μυθιστόρημα αυτό, εργαλεία άσκησης κοινωνικής κριτικής. Καταγόμενος από τον ρατσιστικό «Νότο», ο αφηγητής κάνει αναδρομή στο παρελθόν και ισχυρίζεται πως η «αορατότητά» του προκύπτει όχι ως φυσική κατάσταση αλλά ως αποτέλεσμα της άρνησης των άλλων να τον αντικρίσουν. Σε ένα δημόσιο θέαμα, βιώνει την περιφρόνηση των λευκών, όταν του δένουν τα μάτια και τον βάζουν να παλέψει με άλλους εκπροσώπους της φυλής του ή τον αποβάλλουν από το κολλέγιο όπου φοιτά, εφοδιάζοντάς τον με αναξιόπιστες συστατικές επιστολές εξεύρεσης εργασίας[5]. Αντιμετωπίζοντας τον φυλετισμό και την απόρριψη, αρχίζει να λειτουργεί ως αποκλίνουσα κοινωνική μονάδα, για λογαριασμό μιας «Αδελφότητας», αλλάζοντας ταυτότητα και λειτουργώντας ως έκνομος: χαρακτηριστικό είναι το ξενοδοχείο «Χθόνιον», όπως και το ότι ο ήρωας κλέβει ηλεκτρισμό από τους λαμπτήρες του Χάρλεμ του 1930 για ν’ ακούσει στον φωνόγραφο τη μουσική του Λούις Άμστρονγκ. Η προδοσία της «Αδελφότητας» (αλληγορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος) τον εξαναγκάζει ν’ αναπτύξει αντίληψη του εαυτού του ως κοινωνικά «αόρατου»[6], ενώ δραπετεύει στα έγκατα της πόλης κι εγκαθίσταται οριστικά εκεί, κλείνοντας τον κύκλο της αφήγησης. Πολυεπίπεδο, ενδιαφέρον μυθιστόρημα που καθιερώνει την αλληγορία της αυτοσυνειδησίας ως «ανυπαρξίας» και επηρεάζει το αφηγηματικό στιλ της γενεάς των «μπητ» λογοτεχνών (βλ. Γυμνό Γεύμα του Μπάροουζ και Ουρλιαχτό του Γκίνσμπεργκ). Το μοτίβο της απανθρωποποίησης ως αποτέλεσμα του κοινωνικού αποκλεισμού είναι ανάλογο με αυτό της θηριωδίας που παράγεται από την υποταγή στα προστάγματα της τεχνολογικής εξέλιξης. Το ίδιο ισχύει και με τον διχασμό της ανθρώπινης ταυτότητας.
Ο G.K. Chesterton
|
O Aόρατος άνθρωπος του Τσέστερτον
Στο ίδιο κλίμα κοινωνικής κριτικής, ο Chesterton (1874-1936) είχε γράψει το διήγημα Ο Αόρατος, που εντασσόταν στην ενότητα «Η αθωότητα του Πατρός Μπράουν» και δημοσιεύθηκε το 1911. Σε ένα προάστειο του βόρειου Λονδίνου, ο νεαρός Τζων Άνγκους δέχεται απόρριψη σε μια πρόταση γάμου. Η Λάουρα, η εκλεκτή της καρδιάς του, αφηγείται τις προτάσεις γάμου που είχε δεχθεί σε μια παμπ των προαστείων από ανεπιθύμητους επίδοξους γαμπρούς ενώ ζούσε με τον πατέρα της. Η υπόθεση περιπλέκεται σε ντετεκτιβικό σενάριο δολοφονίας όταν μεταφέρεται στο πανδοχείο «Ιμαλάϊα» και εμπλέκεται και ο αιδεσιμώτατος Μπράουν. Ένας αόρατος ταχυδρόμος ανατρέπει τις βεβαιότητες της εδουαρδιανής Αγγλίας, ενώ ο Τσέστερτον παρουσιάζει μια σειρά από «μηχανικούς υπηρέτες» που λειτουργούν ως «μηχανές», υπονοώντας την υπεροπτική ματιά των κυρίων τους. Η κοινωνική λειτουργικότητα των κατώτερων τάξεων (βλ. ταχυδρόμο και υπηρέτες) παραμένει «αθέατη» και, ως εκ τούτου, ανεπίγνωστη για τους εκπροσώπους των πιο ευνοημένων.
Είναι ο Αόρατος μια μεταφορά;
Οι σπουδαίοι συγγραφείς είναι σε θέση να μετατρέψουν ένα τόσο σαγηνευτικό κλίμα τρόμου σε αλληγορία και συμβολισμό. Το πιο έντονο παράδειγμα μετωνυμικής χρήσης της γλώσσας στον Αόρατο του Όστερ είναι το ότι η τελική ιστορία δεν γίνεται πλέον αντικείμενο αφήγησης του ήρωά του, του Ουώκερ, ούτε καν τον αφορά. Το πρώτο μέρος του βιβλίου κλείνει με ένα ξαφνικό μαχαίρωμα και μια μορφή απομύθευσης και «γένεσης» του τερατώδους στοιχείου, που ελλοχεύει μεταφορικά στη μοίρα του ήρωα[7]. Ο Όστερ θα υποστηρίξει πως οι άνθρωποι είναι τόσο επηρεασμένοι από τη συνεκτικότητα που εξασφαλίζουν τεχνητά για τη ζωή τους, ώστε αδυνατούν να εντοπίσουν τις συμπτώσεις, την ασυνέχεια και την αντίφαση που κατ’ ουσίαν τη διέπουν. Θα βάλει τους χαρακτήρες του να πασχίζουν, μέσω της γλώσσας, να προσδώσουν συνοχή στον (μη-συνεκτικό αυτόν) κόσμο, η γλώσσα τους όμως θα παραμείνει παραπειστική, όπως και η περιπλάνησή τους στον έξω κόσμο τραυματική και η προσπάθεια απαλλαγής από τον εαυτό τους ατελέσφορη.
Mοτίβο «μη ορατότητας» που υπαινίσσεται την απομόνωση που το άτομο υφίσταται και την οποία βιώνει ως εξαφάνιση και απώλεια ταυτότητας.
«Μια υπόρρητη σύγκριση βασισμένη σε προϋπάρχουσες ομοιότητες»: αυτός είναι ένας δόκιμος ορισμός της «μεταφοράς» που αντιμετωπίζει τη μεταφορική έκφραση ως απλό σχήμα λόγου ή ως διακοσμητική προσθήκη στην κυριολεκτική/αναφορική γλώσσα. Όμως, από τη στιγμή που η μεταφορική έκφραση αντανακλά έναν ιδιαίτερο τρόπο σκέψης, δεν μπορεί ν’ αντικατασταθεί, τουλάχιστον χωρίς σημαντική απώλεια νοήματος, από μη μεταφορική. Μιλάμε, εδώ, για ένα μοτίβο «μη ορατότητας» που κατά περίπτωσιν μεταπλάθεται, πότε σε παράγοντα τρόμου, πότε σε παράγοντα ντετεκτιβικής αγωνίας, απαρεγκλίτως όμως υπαινίσσεται την απομόνωση που το άτομο υφίσταται και την οποία βιώνει ως εξαφάνιση και απώλεια ταυτότητας. Κύρια γνωρίσματα αυτής της ομάδας αφηγήσεων είναι οι εξωφρενικές συμπτώσεις, η εξεικόνιση ενός είδους -αναγκαστικής- «ασκητικής» ζωής του ήρωα, το απειλητικό φάσμα μιας ολοένα επικείμενης καταστροφής, ένας εμμονικός αφηγητής που πάσχει από σταδιακή απώλεια της ικανότητας κατανόησης του κόσμου και παράλληλη απώλεια της γλώσσας του, ενώ τον κατατρύχει ο φόβος της αποτυχίας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Αόρατος
Paul Auster
Μτφρ. Σπύρος Γιανναράς
Μεταίχμιο 2013
Σελ. 318, τιμή € 15,50
O Αόρατος
H.G. Wells
Μτφρ. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Κίχλη 2010
Σελ. 296, τιμή € 17,90
Αόρατος άνθρωπος
Ralph Ellison
Μτφρ. Αγορίτσα Μπακοδήμου
Κέδρος 2011
Σελ. 552, τιμή € 22,00
Η αθωότητα του πατρός Μπράουν
G.K. Chesterton
Μτφρ. Βασίλης Δημουλίνος
Γνώση 1990
Σελ. 368, τιμή € 9,50