Για το εμβληματικό έργο του Marcel Proust, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (μτφρ. Παύλος Α. Ζάννας, Παναγιώτης Πούλος, εκδ. Εστία).
Του Νίκου Ξένιου
Στο τέταρτο μέρος του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, στα «Σόδομα και Γόμορρα», ο Προυστ συνειδητοποιεί πως γράφει ένα κανονικό μυθιστόρημα. Ήδη στα 1913 κάνει σαφή τη διάκριση του αφηγητή που χρησιμοποιεί το πρώτο ενικό πρόσωπο και του «εγώ» που υποκρύπτει τον Προυστ-συγγραφέα: μιλά, δηλαδή, για έναν αφηγητή που χρησιμοποιεί το «εγώ» χωρίς να ταυτίζεται με τον συγγραφέα[1]. Ουσιαστικά, αφού ξεμπερδεύει με τις «guermanderies» των τριών πρώτων μερών του μυθιστορήματος, περνά στο πραγματικό του θέμα στα «Σόδομα και Γόμορρα», το 1921. Έχουν γίνει κριτικοί παραλληλισμοί με το σημείο του Κομπραί όπου ο αφηγητής αποκαλούσε την απρόσιτη Ρουσαινβίλ «γη της επαγγελίας ή της κατάρας».
Έχω αναφέρει, σε προηγούμενο κείμενο, πως η αφήγηση εξελίσσεται μέσα από δυο παράλληλες οπτικές γωνίες, ενός Εγώ που, κομμάτι-κομμάτι, διαμορφώνεται σε Εγώ-Αφηγητή. Δεν αποκλείεται πίσω από το Εγώ-αφηγητής πιθανόν να καλύπτεται η αξιοσέβαστη συστολή του συγγραφέα. Πάντως, στην αρχή του πρώτου κεφαλαίου των «Σοδόμων» ο Προυστ αφήνει τον αναγνώστη του στην ψευδαίσθηση πως αυτή η σύγχιση (συγγραφέα και αφηγητή) οφείλεται στην ασθενική μνήμη του δεύτερου. Ήδη ο αναγνώστης γνωρίζει πως ο συγγραφέας είναι ένας νέος άνδρας που ξεκινά την εγκόσμια διαδρομή του φέροντας τα γνωρίσματα ενός συγγραφέα. Ο Προυστ προσπαθεί να ανακόψει την περιέργεια του αναγνώστη: «Μην μιλάτε κι αφήστε με να συνεχίσω την αφήγησή μου».
Τα περιστατικά μέσα στο αφηγηματικό σύμπαν των Σοδόμων
Χειμώνας του 1898: μετά την επίσκεψή του στου δούκα και της δούκισσας Γκερμάντ, ο αφηγητής προετοιμάζεται να επισκεφθεί την πριγκίπισσα, όπου θα έλθει και πάλι σε επαφή με τους τρόπους της ανώτερης κοινωνίας. Ανάμεσα στους προσκεκλημένους διακρίνει και πολλούς σεξουαλικά «αποκλίνοντες»: μένει έκπληκτος από τον κεραυνοβόλο έρωτα του κύριου Σαρλί με τον ιδιοκτήτη της μπουτίκ του ξενοδοχείου Γκερμάντ, τον Ζιπιέν. Η προσέγγιση του Προυστ -σε πολλές περιπτώσεις κινούμενη στα όρια του στοχαστικού δοκιμίου- προσεγγίζει τη σεξουαλικήν ιδιαιτερότητα ανακαλώντας την αρχετυπική, πλατωνικά «ανδρόγυνη», φύση του άνδρα. Θεωρώντας τον έρωτα μονομερές συναίσθημα, ο συγγραφέας συστεγάζει την ομοφυλοφιλία με τον φόβο που αυτή προκαλεί: επιχειρεί, έτσι, συνεχείς συγκαλύψεις των ομοφοβικών του απόψεων με κοινωνικοϊστορική τήβεννο: επίσης, με την είσοδο του αφηγητή στο σπίτι της πριγκίπισσας Γκερμάντ, αφήνει «ανυπόγραφα» τα αυτοβιογραφικού χαρακτήρα σημεία της αφήγησης.
Θεωρώντας τον έρωτα μονομερές συναίσθημα, ο συγγραφέας συστεγάζει την ομοφυλοφιλία με τον φόβο που αυτή προκαλεί: επιχειρεί, έτσι, συνεχείς συγκαλύψεις των ομοφοβικών του απόψεων με κοινωνικοϊστορική τήβεννο.
Η πριγκίπισσα Γκερμάντ, η πνευματική ηγερία του αφηγητή, ανοικτά δηλώνοντας τα αντισημιτικά της συναισθήματα, δεν επιθυμεί ιδιαίτερα την παρουσία του «pauvre Charles» -του Σουάν- στα σουαρέ της. Οι επισκέψεις της συζύγου του στο σπίτι των εθνικιστών που αντίκεινται στον Ντρέιφους στενοχωρούν ιδιαίτερα τον Σουάν. Όσο για τον πρίγκιπα Γκερμάντ, ενώ ήταν καταδικαστικός στην αρχή, τώρα εμπιστεύεται στον Σουάν πως έχει αμφιβολίες για την ενοχή του περίφημου Ντρέιφους. Αυτή η δήλωση συγκινεί τον Σουάν, που σπεύδει να αποκαλύψει στον αφηγητή το περιεχόμενο της εμπιστευτικής του συζήτησης[2].
O θυμός, η ζήλεια, η περιέργεια, η έπαρση και ο έρωτας του αφηγητή
Ο αφηγητής ξαναβρίσκει, στο Μπαλμπέκ, τις συνήθειες που ήδη τον είχαν ενοχλήσει στο Παρίσι. Επιθυμεί, αρχικά, να χωρίσει με την Αλμπερτίν, όμως εκείνη του αποκαλύπτει πως γνωρίζει τη δεσποινίδα Βαντέιγ και την ερωμένη της: η υποψία λεσβιασμού δίνει εκκίνηση στη μεταστροφή των αισθημάτων του αφηγητή. Δηλώνει στη μητέρα του πως σκοπεύει να επιστρέψει στο Παρίσι και να παντρευτεί την Αλμπερτίν.
Οι κύκλοι που υποστηρίζουν τον Ντρέιφους συγκεντρώνονται κυρίως στο σπίτι της κυρίας Βερντιρέν. Στη διαδρομή προς την ενοικιασμένη κατοικία των Βερντιρέν ο αφηγητής και η Αλμπερτίν συναντώνται με τον κύριο Σαρλί, που πηγαίνει εκεί για να συναντήσει τον έρωτά του, τον βιολονίστα Μορέλ, που πρόκειται να παίξει μουσική στο σουαρέ των Βερντιρέν. Οι περίπατοι που κάνει ο αφηγητής με την Αλμπερτίν και οι επισκέψεις του στο σπίτι των Βερντιρέν γίνονται γι’ αυτόν μια καθημερινότητα. Ο κύριος Σαρλί επισκέπτεται συχνά τον Μορέλ και οι Βερντιρέν δείχνουν μεγάλη ανοχή σε αυτό. Σταδιακά ο αφηγητής αποκαλύπτει πως ο κύριος Σαρλί έχει θεαθεί στην αποβάθρα Donciéres-Ouest να φλερτάρει εργάτες και νεαρούς που φορούν κοστούμι του τένις. Η παρομοίωση του Σαρλί με μυθικό κένταυρο δηλώνει τον αμφισεξουαλικό του χαρακτήρα[3].
Εκ νέου αποκαλύπτεται η αισθητική αγωγή του Προυστ, η αισθηματική του καθήλωση, αλλά κυρίως τα μυθολογήματα ιδεολογικής υφής από τα οποία κατατρυχόταν.
Στην επίσκεψή του με την Αλμπερτίν στο σπίτι των Βερντιρέν ο υπηρέτης που ανακοινώνει την άφιξη των επισκεπτών παραποιεί το όνομα του ήρωα, παρά τον ζήλο που επιδεικνύει, και κατά τον ίδιον τρόπο παραμορφώνει το όνομα της κυρίας Καμπρεμέρ σε «κυρία Καμαμπέρ». Το χιούμορ του Προυστ σ’ αυτό το σημείο είναι σκόπιμο: παραπέμπει στις «βιβλικής εμπνεύσεως» τραγωδίες του Ρακίνα για να μεταφέρει στο έργο του την ομοφυλόφιλη επιθυμία συγκεκαλυμμένη. Εκ νέου αποκαλύπτεται η αισθητική αγωγή του Προυστ, η αισθηματική του καθήλωση, αλλά κυρίως τα μυθολογήματα ιδεολογικής υφής από τα οποία κατατρυχόταν. Για μιαν ακόμη φορά ο «εγκλείων» κύκλος της αφήγησης αναπαριστά τα γεγονότα της ζωής του αφηγητή που δεν παρεμβαίνει σε αυτά, ενώ ο «εγκλειόμενος» κύκλος σκοπίμως θραύει τους φραγμούς της μνήμης και παρερμηνεύει αυτά τα γεγονότα, ουσιαστικά μεταβάλλοντάς τα σε λογοτεχνία.
Πού αποκαλύπτεται ο συγγραφέας
Ξαναπιάνοντας τον αφηγηματικό ιστό από μια βραδιά καλοκαιριού του 1899, ο αφηγητής περιγράφει την υποδοχή που του έγινε από τους Γκερμάντ και τις συζητήσεις που ακολούθησαν για την υπόθεση Ντρέιφους. Το Πάσχα του 1900 επιστρέφει στο Grand Hôtel του Μπαλμπέκ και με μεγάλη ταχύτητα παρελαύνουν στο μυαλό του οι εικόνες του θανάτου της γιαγιάς του και το αμφισβητήσιμο, γεμάτο ομοφυλοφιλικές υπόνοιες ερωτικό ήθος της Αλμπερτίν. Στο Petit Casino της Ινκαρβίλ ο αφηγητής παρακολουθεί την Αλμπερτίν να χορεύει με τη φίλη της Αντρέ και συνδέει αυτήν τη συμπεριφορά της με την προδοσία που είχε υποστεί ο Σουάν από την Οντέτ. Υποσυνείδητα αμφισβητεί την αφοσίωση της Αλμπερτίν και αυτό καθιστά τη συμπεριφορά του ζηλότυπη και ελεγκτική. Η νέα κοπέλα τώρα έχει βγει από τον ανθισμένο της ίσκιο και προσλαμβάνει, στα μάτια του, το ήθος μιας μαιτρέσας.
Κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά τη δημοσίευση του Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, η λογοτεχνική κριτική επικεντρώθηκε στο «σύστημα» οργάνωσης της προυστικής αφήγησης, στην κατεύθυνση της σκιαγράφησης του προσώπου που γι’ αυτόν συνιστά αντικείμενο του πόθου. Το κείμενο των «Σοδόμων» προσφέρει τα «κλειδιά» για την ανίχνευση αυτοβιογραφικών στοιχείων πίσω από τη μυθοπλασία.
Κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά τη δημοσίευση του Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, η λογοτεχνική κριτική επικεντρώθηκε στο «σύστημα» οργάνωσης της προυστικής αφήγησης, στην κατεύθυνση της σκιαγράφησης του προσώπου που γι’ αυτόν συνιστά αντικείμενο του πόθου. Το κείμενο των «Σοδόμων» προσφέρει τα «κλειδιά» για την ανίχνευση αυτοβιογραφικών στοιχείων πίσω από τη μυθοπλασία. Το σιωνιστικό κίνημα λειτουργεί ως μεταφορική απόδοση της πόλης των Σοδόμων. Στη συνάντηση Σαρλί και Ζιπιέν το «εγώ» χρησιμοποιείται ως υπαινιγμός: «εγώ που δεν φοβήθηκα τις μονομαχίες υπερασπιζόμενος την υπόθεση Ντρέιφους[4]» μοιάζει να είναι: «εγώ που είμαι έτοιμος να πολεμήσω για την υπεράσπιση των Σοδόμων»[5]. Η ανάπτυξη του ονείρου στο κεφάλαιο 3 του δεύτερου μέρους των «Σοδόμων» αφήνει ανοικτό το πεδίο των ερμηνειών για την ύπαρξη μιας «αγγελικής, γυναικείας μορφής» πίσω από το πρόσωπο ενός άνδρα[6].
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.