Σκέψεις και παρατηρήσεις για το εμβληματικό «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ [Marcel Proust] (μτφρ. Παύλος Α. Ζάννας, Παναγιώτης Πούλος, εκδ. Εστία). Κεντρική εικόνα: Γραμματόσημα των Γαλλικών ταχυδρομείων με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τον θάνατο του συγγραφέα.
Γράφει η Άλκηστις Σουλογιάννη
«Longtemps je me suis couché de bonne heure»: Αυτή η πρόταση είναι η εμβληματική πύλη προς το πρωτότυπο, σύνθετο, διευρυμένο σύμπαν του Μαρσέλ Προυστ (Marcel Proust, 10 Ιουλίου 1871 – 18 Νοεμβρίου 1922) που αντιπροσωπεύει το πολύτομο μυθιστόρημα υπό τον γενικό τίτλο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (“À la recherche du temps perdu”), αλλά και ο «συναισθηματικός οδοδείκτης» (κατά τον Ρίχαρντ Βάγκνερ) για την επίσκεψή μας στο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Piazza San Nicolò» (από το Ημερολόγιο καταστρώματος Α’), του οποίου οι πρώτοι στίχοι: «Longtemps je me suis couché de bonne heure/ το σπίτι/ γεμάτο γρίλιες και δυσπιστία σαν το καλοκοιτάξεις στις/ σκοτεινές γωνιές/ “για χρόνια πλάγιαζα νωρίς” ψιθυρίζει» οδηγούν στην υποδοχή σημασιολογικών και αισθητικών τοπίων, όπου και το ισοδύναμο στην ελληνική γλώσσα για το γαλλικό πρωτότυπο παράθεμα.
Με τον τρόπο αυτόν εγκαταστάθηκε στην καθ’ ημάς πολιτισμική μνήμη η πρόταση-έναρξη για το μυθιστόρημα του Μαρσέλ Προυστ: «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς», σύμφωνα και με τη μαρτυρία του Παύλου Ζάννα (1929-1989), σπουδαίου παράγοντα του πολιτισμικού, κοινωνικού, πολιτικού βίου, μεταφραστή των πρώτων τόμων του μυθιστορήματος: I «Από τη μεριά του Σουάν», ΙΙ «Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών», III «Η μεριά του Γκερμάντ», IV «Σόδομα και Γόμορρα», V «Η φυλακισμένη», του οποίου η μετάφραση διεκόπη στα μισά της διαδικασίας εξ αιτίας του πρόωρου θανάτου του Ζάννα.
Ας σημειωθεί ότι ο Παύλος Ζάννας ενίσχυσε τη μετάφρασή του με υπομνηματισμό πραγματικών στοιχείων που εντοπίζονται στο πρωτότυπο, με ένα δοκιμιακό κείμενό του που αποτύπωνε μια ενδιαφέρουσα οπτική δημιουργικής ανάγνωσης και ανάλυσης του μυθιστορήματος, καθώς και με χρονολόγιο βίου και έργων του Μαρσέλ Προυστ.
Ας σημειωθεί ότι ο Παύλος Ζάννας ενίσχυσε τη μετάφρασή του με υπομνηματισμό πραγματικών στοιχείων που εντοπίζονται στο πρωτότυπο, με ένα δοκιμιακό κείμενό του που αποτύπωνε μια ενδιαφέρουσα οπτική δημιουργικής ανάγνωσης και ανάλυσης του μυθιστορήματος, καθώς και με χρονολόγιο βίου και έργων του Μαρσέλ Προυστ.
Για τη συνέχεια του τόμου V «Η φυλακισμένη» και για τους τόμους VI «Η Αλμπερτίν αγνοούμενη» και VII «Ο Ανακτημένος Χρόνος» έχουμε την αμέσως εκτιμώμενη ως δημιουργική μετάφραση (σε συνδυασμό και με μια γενικότερη «θεώρηση» και των προηγούμενων τόμων) από τον Παναγιώτη Πούλο, ενισχυμένη με συνολικό υπομνηματισμό και χρήσιμα παρακείμενα.
Ακριβώς η μετάφραση του Παύλου Ζάννα, παράλληλα με περιστασιακές επισκέψεις μας σε περιοχές του πρωτοτύπου, προσέφερε κατά τη στροφή των χρόνων 1970-1980 διαύλους για ποικίλες ελεύθερες και επαναλαμβανόμενες περιηγήσεις μέσα στην εξόχως πυκνή δομή του κειμενικού σύμπαντος του Μαρσέλ Προυστ.
Για τους αποδέκτες της μετάφρασης του Ζάννα ιδιαιτέρως χρήσιμες υπήρξαν εκείνη την εποχή σχετικές βιβλιογραφικές σημειώσεις του, όπου εντοπίσαμε εκδόσεις, όπως:
Michel Butor, Essais sur les Modernes στη σειρά Collection Idées 1964, και Essais sur le Roman στην ίδια σειρά το 1969,
Leo Bersani, Marcel Proust, The fiction of life and of art, Oxford University Press 1969,
George Steiner, Language and Silence, Penguin Books 1969,
αλλά και: Igor Stravinsky, Poetics of Music, Harvard University Press 1970.
Ο σύγχρονος αναγνώστης που ακολουθεί με διευρυμένο ενδιαφέρον όσα μεταφέρει η ροή του γενικού πολιτισμικού χρόνου, έστω και αν δεν (θέλει να) στηρίζεται κατ’ ανάγκην σε εξειδικευμένα φιλολογικά, ιστορικά, κοινωνικά, επιστημονικά δεδομένα, έχει την ευκαιρία να ανιχνεύσει ποικίλες ατραπούς για γοητευτικές αναζητήσεις κατά τις «υποδείξεις» του Μαρσέλ Προυστ, σε συνάρτηση με τον καταιγισμό των πληροφοριών, τις οποίες προσφέρει και οι οποίες αποτελούν ιδιαίτερη πρόκληση για τον εντοπισμό στοιχείων ανεξάρτητα από τις χωροχρονικές συνθήκες συμμετοχής τους στο προσωπικό και εντέλει κειμενικό σύμπαν του συγγραφέα.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια εκτενέστατη, σύνθετη, πολυεπίπεδη, πλούσια σε λεπτομέρειες πινακοθήκη με ιδιαίτερο θεματικό και αισθητικό χαρακτήρα.
Το υλικό της πινακοθήκης αποτελεί συνδυασμό δεδομένων από τον εξωτερικό, αντικειμενικό κόσμο και από την υποκειμενική, βιωματική πραγματικότητα σύμφωνα με την κριτική, συγκριτική, πνευματώδη, σαρκαστική, υπονομευτική συμπεριφορά του Μαρσέλ Προυστ απέναντι σε ανθρώπινους χαρακτήρες, σε κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα, σε έργα και μνημεία πολιτισμού.
Εντοπίζουμε λοιπόν πρωτίστως μια μακρά σειρά πορτρέτων για ποικίλους χαρακτήρες, όπως είναι ο πατέρας και η μητέρα, ο παππούς και η γιαγιά, οι θείες Σελίν και Φλορά, η μεγάλη θεία Λεονί και ο θείος Αδόλφος, η μαγείρισα Φρανσουάζ, ο Σαρλ Σουάν και η Οντέτ ντε Κρεσύ-Σουάν, η Ζιλμπέρτ, η Αλμπερτίν, η δούκισσα του Γκερμάντ και η Ζενεβιέβ ντε Μπραμπάν, η κυρία Βερντυρέν και ο βαρώνος ντε Σαρλύς, συγγραφείς και καλλιτέχνες, γιατροί και διπλωμάτες, ανάμεσα σε παραστάσεις που αποδίδουν έναν εξαιρετικά πυκνό συνωστισμό πραγματικών προσώπων και προσωπείων για πραγματικούς χαρακτήρες από το καθημερινό αστικό περιβάλλον και από την κοινωνική διαστρωμάτωση.
Εδώ εντάσσονται και παραλλαγές αυτοπροσωπογραφίας με τη μορφή του αυτοαναφερόμενου συγγραφέα ως τεκμηρίωση της δεσμευτικής παρουσίας του Μαρσέλ Προυστ μέσα στη δομή του κειμενικού του σύμπαντος.
Σε παραπληρωματική σχέση εντοπίζουμε ποικίλες τοπιογραφίες με θέματα από φυσικά, πολιτισμικά, κοινωνικά, αστικά τοπία (κήποι και λεωφόροι, πόλεις και εξοχές, στεριά και θάλασσα, ήλιος και τρικυμία, χώροι κατοικιών, θεάτρων, ξενοδοχείων) σε σταθερή διαλεκτική αντιπαράθεση με θέματα από την εσωτερική πραγματικότητα του Μαρσέλ Προυστ.
Η διαρκής αναφορά του Μαρσέλ Προυστ σε ένα μεγάλο αριθμό έργων λογοτεχνικής δημιουργίας, μουσικής, ζωγραφικής, γλυπτικής, αρχιτεκτονικής, τα οποία φαίνεται να αποτελούν τον δομικό ιστό για την ισορροπία και την ανάπτυξη του κειμενικού του σύμπαντος.
Στο πλαίσιο αυτό εντοπίζουμε και ποικίλα στοιχεία από τον αντικειμενικό κόσμο της τέχνης, της επιστήμης, της γενικής ιστορίας στη διάσταση της πολιτικής και της οικονομίας.
Έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον π.χ. οι σχεδόν συνεχείς αναφορές του Μαρσέλ Προυστ στον Μπετόβεν και στον Βάγκνερ, ο παραλληλισμός της «Ενάτης Συμφωνίας» του Μπετόβεν με τη Νίκη της Σαμοθράκης στο Μουσείο του Λούβρου, τα σχόλια για τις ελληνικές αρχαιότητες και για τους Προραφαηλίτες ζωγράφους, η αναφορά στον μαθηματικό και φιλόσοφο Μπλαιζ Πασκάλ, στον χημικό Αντουάν Λωράν ντε Λαβουαζιέ, στον φυσικό Αντρέ Αμπέρ, αλλά και στην αλεξανδρινή νεοπλατωνική φιλόσοφο και μαθηματικό Υπατία, η ιδιαίτερη συχνή αναφορά τόσο στον ολλανδό ζωγράφο Γιοχάννες Βερμέερ όσο και στο πορτρέτο του Μωάμεθ Β’, του Πορθητή από τον βενετσιάνο ζωγράφο Τζεντίλλε Μπελλίνι, εν γένει η διαρκής αναφορά του Μαρσέλ Προυστ σε ένα μεγάλο αριθμό έργων λογοτεχνικής δημιουργίας, μουσικής, ζωγραφικής, γλυπτικής, αρχιτεκτονικής, τα οποία φαίνεται να αποτελούν τον δομικό ιστό για την ισορροπία και την ανάπτυξη του κειμενικού του σύμπαντος.
Εξάλλου εντοπίζουμε στοιχεία για την πολιτική ιστορία της Γαλλίας, για τις διπλωματικές σχέσεις της (κυρίως) με τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες καθώς και με τη Ρωσία, για δεδομένα εσωτερικών και εξωτερικών οικονομικών δραστηριοτήτων, για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στη διάσταση των ανθρώπινων απωλειών και στη διάσταση των επιπτώσεων στην εσωτερική και στην εξωτερική πολιτική.
Αυτές οι πληροφορίες (και πλείστες άλλες ομοειδείς) συνθέτουν το πεδίο ανάπτυξης της καταιγιστικής όσο και πληθωρικής επιχειρηματολογίας του Μαρσέλ Προυστ για μείζονα ζητήματα, όπως είναι οι πολύμορφες και πολυδιάστατες διαπροσωπικές σχέσεις (έρωτες, φιλίες, αντιζηλίες, πόθοι και πάθη, ευδαιμονία και οδύνη, ο αποχωρισμός και ο πόνος της απώλειας), το τρωτό της ανθρώπινης ύπαρξης, οι σχέσεις του εσωτερικού και του κοινωνικού ανθρώπου με την τέχνη, με την επιστήμη και με τη φύση, η διαστρωμάτωση στο πλαίσιο της οικογένειας και στο πλαίσιο της κοινωνίας.
Δεσπόζουσα πάντως θέση στα ζητήματα ενδιαφέροντος του συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ, τα οποία προσδιορίζουν τη σύνθεση του μυθιστορήματος Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, κατέχει η αναδίφηση, η τακτοποίηση, η ανάκληση υλικού από τη βαθειά, έστω και με ρωγμές, δεξαμενή της μνήμης και από την παραπληρωματική περιοχή του ονείρου, με κύριους μοχλούς κινητοποίησης τη γεύση (οι μικρές Μαντλέν που «συνοδεύουν» το τσάι) και την όσφρηση (το άρωμα της ίριδας και το άρωμα της ορχιδέας) από το σύμπλεγμα των αισθήσεων σε συνέργεια με το όνομα τόπων και προσώπων, και με τη συνακόλουθη αναδημιουργία υποκειμενικής και εντέλει κειμενικής πραγματικότητας μέσα από ίχνη παρουσίας, από σπαράγματα και ασυνέχειες, από σκιές και περιγράμματα, από συνεχείς εναλλαγές μορφών της ύλης που συγκρατούν και διασώζουν και όσα ανήκουν στις διαστάσεις της άυλης πραγματικότητας (του θανάτου συμπεριλαμβανομένου).
Τα σημαινόμενα κατά την αντίληψη και τις επιλογές του Μαρσέλ Προυστ, όπως είναι φανερό ότι αποδίδει η μετάφραση, διεκπεραιώνει γραπτός λόγος βιωματικός και αυτοαναφορικός, πλήρης συναισθήματος ενίοτε πικρού, παραστατικός και καταιγιστικός, πνευματώδης, αφοριστικός, σαρκαστικός, απροσδόκητος, μακροπερίοδος και εξόχως ρυθμικός, με ιδιαιτέρως υψηλή πληροφορητικότητα, με την εναλλαγή πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης και ενίοτε με την αποτύπωση της εξωδιηγητικής συμπεριφοράς του συγγραφέα, κυρίως με αισθητική που ανταποκρίνεται με άνεση στις απαιτήσεις της σύγχρονης δημιουργικής πρόσληψης.
Τα σημαινόμενα κατά την αντίληψη και τις επιλογές του Μαρσέλ Προυστ, όπως είναι φανερό ότι αποδίδει η μετάφραση, διεκπεραιώνει γραπτός λόγος βιωματικός και αυτοαναφορικός, πλήρης συναισθήματος ενίοτε πικρού, παραστατικός και καταιγιστικός, πνευματώδης, αφοριστικός, σαρκαστικός, απροσδόκητος, μακροπερίοδος και εξόχως ρυθμικός...
Και καθώς είναι μια καλή ευκαιρία να θυμηθούμε και τον Παύλο Ζάννα, έχει ενδιαφέρον να επιμείνουμε σε αποσπάσματα από τη μετάφρασή του, επί της ουσίας και ανεξάρτητα από σημασιολογικά περιβάλλοντα, όπως:
«άκουγα το σφύριγμα των τραίνων που, κοντινό ή απόμακρο, όπως κελάηδημα πουλιού στο δάσος φανερώνει τις αποστάσεις, μού περιχάραζε την έκταση του έρημου κάμπου»,
«ολόγυρά του οι αόρατοι τοίχοι, […], στροβιλίζονταν μέσ’ τα σκοτάδια»,
«βέβαιος για την αυθάδικη αδιαφορία του μεγάλου ρολογιού που φλυαρούσε δυνατά»,
«ένας παράξενος κι ανελέητος τετράπλευρος καθρέφτης με βάση, […], έσκαβε οδυνηρά μέσα στη γλυκειά πληρότητα του συνηθισμένου μου οπτικού πεδίου μιαν απρόβλεπτη θέση για τον εαυτό του»,
«ο ήλιος, χειμωνιάτικος ακόμα, είχε σταθεί να ζεσταθεί μπροστά στη φωτιά, την αναμμένη ανάμεσα στα δυό τούβλα»,
«Ν’ ακούω Βάγκνερ για δεκαπέντε μέρες μαζί της, μ’ αυτήν που νοιάζεται για τη μουσική όσο το ψάρι για το μήλο»,
«Ήταν καθώς κοιμόταν, στο λυκόφωτο ενός ονείρου».
Επίσης:
«Ένας άνθρωπος που κοιμάται κρατά σε κύκλο ολόγυρά του το νήμα που δένει τις ώρες, την τάξη που ακολουθούν τα χρόνια και οι κόσμοι»,
«η κοινωνική μας προσωπικότητα είναι δημιούργημα της σκέψης των άλλων»,
«έφτανα ξαφνικά σ’ ένα είδος εφηβείας της θλίψης, χειραφέτησης των δακρύων»,
«Έτσι συμβαίνει και με το παρελθόν μας. Χαμένος κόπος να γυρεύουμε να το ανακαλέσουμε, όλες οι προσπάθειες της νόησής μας είναι άσκοπες. Είναι κρυμμένο έξω απ’ την περιοχή της, δεν το φτάνει, μέσα σε κάποιο υλικό αντικείμενο (στην αίσθηση που θα μας έδινε το υλικό αυτό αντικείμενο) που δεν υποπτευόμαστε»,
«οι ίδιες συγκινήσεις δεν γεννιούνται ταυτόχρονα και με καθορισμένη σειρά σ’ όλους τους ανθρώπους».
Και ακόμα:
«Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα ν’ αναλογιστώ: “Με παίρνει ο ύπνος”»,
«όταν ξυπνούσα […], και το μυαλό μου, ανήσυχο, γύρευε, χωρίς να το κατορθώνει, να μάθει πού βρισκόμουν, τα πάντα γυρνούσαν τριγύρω μου μέσ’ στο σκοτάδι: τα πράγματα, οι τόποι, τα χρόνια»,
«ανέβαινα να κλάψω στο πιο ψηλό σημείο του σπιτιού, […], κάτω απ’ τη στέγη, σ’ ένα καμαράκι που μύριζε ίρις και του πρόσθετε μοσχοβολιά μια άγρια μαυροσταφυλιά πού ’χε φυτρώσει απ’ έξω ανάμεσα στις πέτρες του τοίχου κι ένα λουλουδισμένο κλαδί της περνούσε απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο»,
«στεκόμουν γεμάτος θαυμασμό μπροστά στα σπαράγγια, που έχουν χρώμα θαλασσί και ροζ και η μυτερή άκρη τους, με λεπτότατες πινελιές μωβ και γαλάζιες, ξεθωριάζει ανεπαίσθητα ώς τη ρίζα τους – λερωμένη ακόμα από το χώμα του φυτού – με ιριδισμούς που δεν είναι γήινοι»,
«θεωρούσα ωραία μόνο όσα θεάματα ήξερα πως δεν είχαν γεννηθεί από έναν τεχνητό συνδυασμό για την απόλαυσή μου, αλλά, αντίθετα, ήταν αναγκαία, αναλλοίωτα – τις ομορφιές της φύσης ή της μεγάλης τέχνης»,
«στα βράδια του Φλεβάρη, τα γεμάτα θύελλα και γλύκα, ο αέρας – καθώς φυσούσε μέσ’ την καρδιά μου, κάνοντάς την να τρέμει όσο και τον καπνοσωλήνα της κάμαράς μου, […] – έσμιγε μέσα μου τη λαχτάρα της γοτθικής αρχιτεκτονικής με τη λαχτάρα μιας τρικυμίας»,
«Γιατί τα δέντρα εξακολουθούσαν να ζουν με τη δική τους ζωή και, όταν δεν είχαν πια φύλλα, η ζωή τους έλαμπε καλύτερα πάνω στο πράσινο βελούδινο θηκάρι που τύλιγε τον κορμό τους ή στο άσπρο σμάλτο απ’ τα μπαλάκια του ιξού τα σκορπισμένα στην κορυφή κάθε λεύκας, στρογγυλά σαν τον ήλιο και το φεγγάρι στη Δημιουργία του Μιχαήλ-Αγγέλου».
Είναι σαφής η εμπλοκή τόσο του φαινομένου της μεταφοράς όσο και της αφοριστικής διατύπωσης κατά την οργάνωση των γραμματικών εικόνων.
Παράλληλα, ανιχνεύουμε και στοιχεία που αποτελούν δείγματα μεταγλωσσικότητας, στη διάσταση της αξιοποίησης γλωσσικών στοιχείων ως υλικού για την οργάνωση γραμματικών εικόνων, ανεξάρτητα από τη χρήση της γλώσσας ως οχήματος για τη διεκπεραίωση πληροφοριών, σύμφωνα με τις σύγχρονες απαιτήσεις της δημιουργικής ανάγνωσης, όπως:
«Ξανάβρισκε, […], τον εγκάρδιο τόνο που, υπάρχοντας πριν απ’ αυτές, υπαγόρευσε τις φράσεις, μα που οι λέξεις δεν τον υποδηλώνουν· χάρη σ’ αυτό τον τόνο έκανε πιο απαλές, καθώς περνούσαν, όλες τις ακαμψίες στους χρόνους των ρημάτων, έδινε στον παρατατικό και στον αόριστο τη γλυκύτητα που υπάρχει στην καλοσύνη, τη μελαγχολία που υπάρχει στην τρυφερότητα, οδηγούσε τη φράση που τελείωνε σ’ εκείνη που έμελλε ν’ αρχίσει, πότε ταχύνοντας, πότε αργοπορώντας το βηματισμό των συλλαβών, για να τις κάνει να ενταχθούν, κι αν ακόμα διαφέρανε ποσοτικά, σ’ έναν ομοιόμορφο ρυθμό»,
«κάτω απ’ το ανήσυχο τρέμολο του βιολιού, που την προστάτευε με το όλο δόνηση κράτημά του σ’ ένα διάστημα δυό οκτάβες ψηλότερα […] η μικρή φράση εμφανίστηκε μακρινή, χαριτωμένη, που την προστάτευε το μεγάλο κατρακύλισμα μιας αυλαίας διάφανης, αδιάκοπης και ηχητικής»,
«Όμως αυτά τα λόγια, καθώς εισχωρούσαν στους κυματισμούς του ονείρου, […], δεν είχαν φτάσει ώς τη συνείδησή του παρά μ’ αυτή τη διάθλαση που κάνει μιαν αχτίνα φως να φαίνεται στο βάθος του νερού σαν ήλιος, ακριβώς όπως μια στιγμή νωρίτερα το κουδούνισμα ακουγόταν στο βυθό του σαν ήχος καμπάνας»,
«Οι λέξεις μάς παρουσιάζουν τα πράγματα με μια μικρή εικόνα ξεκάθαρη και συνηθισμένη, […]. Τα ονόματα όμως παρουσιάζουν για τα πρόσωπα – και τις πόλεις που μας συνηθίζουν να τις θεωρούμε ατομικές, μοναδικές σαν πρόσωπα – μιαν εικόνα μπερδεμένη, που αντλεί απ’ αυτά, απ’ την αστραφτερή ή σκοτεινή τους ηχηρότητα, το χρώμα που τη βάφει μονοκόμματα».
Από αυτή την ενδεικτική παράθεση αποσπασμάτων συνάγεται, έστω και εξ όνυχος, ο σημασιολογικός και υφολογικός χαρακτήρας του κειμενικού σύμπαντος του Μαρσέλ Προυστ, όπως αυτό το σύμπαν δηλώνει την ανάπτυξή του με τη διαδοχή των τόμων του μυθιστορήματος Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.
Οι τόμοι αυτοί χωρίς να απεμπολούν τη θεματική αυτοδυναμία τους, επιδεικνύουν κατά τη διαδοχή τους και μια εκδοχή «διασκελισμού» ως μια μορφή εσωτερικής διακειμενικότητας (χαρακτήρες κυκλοφορούν παραβιάζοντας τα θεματικά όρια των τόμων, εξωτερικά και εσωτερικά τοπία επανέρχονται ως θεματικές και αισθητικές ισοτοπίες), η οποία αποτελεί τον ιστό συνοχής ακριβώς του μυθιστορήματος ως ενιαίου συνόλου.
Ο Μαρσέλ Προυστ από τη μακρά απόσταση του πολιτισμικού χωροχρόνου αναγνωρίζεται σήμερα να «προτείνει» μια εξαιρετικά εντυπωσιακή, ιδιαιτέρως υψηλής αισθητικής παραδειγματική εφαρμογή (η οποία ανταποκρίνεται με άνεση στην κριτική συμπεριφορά του γενικού, αντικειμενικού χρόνου) για τη δημιουργική αφήγηση του πραγματικού.
Ο σύγχρονος αναγνώστης καθώς υποδέχεται αυτούς τους τόμους, ανεξάρτητα από βιογραφικά και γενικότερα πραγματολογικά δεδομένα που αφορούν τη φυσική παρουσία του Μαρσέλ Προυστ στη Γαλλία κατά τη στροφή του δέκατου ένατου αιώνα προς τον εικοστό, είναι δυνατόν να αναγνωρίσει εδώ διαδικασίες, με τις οποίες ο δημιουργός δεν προσλαμβάνει απλώς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά αναπτύσσει διαλεκτική (και μάλιστα με αντεγκλήσεις) σχέση μαζί της, καταργώντας στοιχεία συγχρονίας με την ασφαλή προοπτική της αμέσως εκτιμώμενης σήμερα διαχρονικής ισχύος.
Με άλλα λόγια, ο Μαρσέλ Προυστ από τη μακρά απόσταση του πολιτισμικού χωροχρόνου αναγνωρίζεται σήμερα να «προτείνει» μια εξαιρετικά εντυπωσιακή, ιδιαιτέρως υψηλής αισθητικής παραδειγματική εφαρμογή (η οποία ανταποκρίνεται με άνεση στην κριτική συμπεριφορά του γενικού, αντικειμενικού χρόνου) για τη δημιουργική αφήγηση του πραγματικού. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται τεκμήριο προστιθεμένης αξίας για το μυθιστόρημα Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου. Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Ο δημιουργικός λόγος του Γιώργου Χειμωνά» (εκδ. Παρατηρητής).
Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα
(στη μετάφραση του Παύλου Ζάννα)
«μια χειμωνιάτικη μέρα, μόλις γύρισα στο σπίτι, η μητέρα μου, βλέποντας πως κρύωνα, πρότεινε να μου δώσει, μ’ όλο που δεν το συνήθιζα, λίγο τσάι. Στην αρχή αρνήθηκα κι ύστερα, δεν ξέρω γιατί, άλλαξα γνώμη. Έστειλε να φέρουν έν’ απ’ αυτά τα κοντόχοντρα γλυκά που ονομάζονται Μικρές Μαντλέν και φαίνονται σα νά ’χουν χυθεί στην αυλακωτή φόρμα μιας αχιβάδας. Και σε λίγο, μηχανικά, εξουθενωμένος απ’ τη πληχτική μέρα και την προοπτική ενός θλιβερού αύριο, έφερνα στα χείλη μου μια κουταλιά τσάι όπου είχα αφήσει να μαλακώσει ένα κομμάτι μαντλέν. […] Σίγουρα αυτό που δονείται έτσι στο βάθος του είναι μου πρέπει νά ’ναι η εικόνα, η οπτική ανάμνηση που, δεμένη μ’ αυτή τη γεύση προσπαθεί να την ακολουθήσει, για να φτάσει ως εμένα».
από τον τόμο «Από τη μεριά του Σουάν»
«Οι λέξεις μάς παρουσιάζουν τα πράγματα με μια μικρή εικόνα ξεκάθαρη και συνηθισμένη, σαν αυτές που κρεμούν στους τοίχους των σχολείων για να δώσουν στα παιδιά ένα παράδειγμα για το τί είναι ένας μπάγκος, ένα πουλί, μια μερμηγκοφωλιά, πράγματα στην αντίληψή μας όμοια μ’ όσα ανήκουν στο ίδιο είδος. Τα ονόματα όμως παρουσιάζουν για τα πρόσωπα – και τις πόλεις που μας συνηθίζουν να τις θεωρούμε ατομικές, μοναδικές σαν πρόσωπα – μιαν εικόνα μπερδεμένη, που αντλεί απ’ αυτά, απ’ την αστραφτερή ή σκοτεινή τους ηχηρότητα, το χρώμα που τη βάφει μονοκόμματα, σαν μια από εκείνες τις αφίσες, ολότελα θαλασσιές ή ολότελα κόκκινες, στις οποίες, είτε γιατί είναι περιορισμένα τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, είτε γιατί έτσι το θέλησε ο σχεδιαστής, είναι θαλασσιά ή κόκκινα όχι μόνο ο ουρανός και η θάλασσα, αλλά και οι βάρκες, η εκκλησία, οι διαβάτες».
από τον τόμο «Από τη μεριά του Σουάν»
«Αν το έργο μιας μεγαλοφυΐας δύσκολα προκαλεί αμέσως το θαυμασμό, είναι γιατί αυτός που τό ’γραψε ξεφεύγει απ’ το συνηθισμένο μέτρο, είναι γιατί λίγοι τού μοιάζουν. Μόνο το ίδιο του το έργο, γονιμοποιώντας τα λιγοστά πνεύματα που είναι σε θέση να το καταλάβουν, θα τα κάνει ν’ απλωθούν, να πολλαπλασιαστούν. […] Αυτό που ονομάζουμε διαιώνιση, είναι η διαιώνιση του έργου. Πρέπει το έργο […] να δημιουργεί αυτό το ίδιο τη διαιώνισή του».
από το τόμο «Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών»