Για το εμβληματικό έργο του Marcel Proust, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (μτφρ. Παύλος Α. Ζάννας, Παναγιώτης Πούλος, εκδ. Εστία).
Του Νίκου Ξένιου
Ίσκιοι και φώτα από την κοινωνία «κάστας» που επικρατούσε στην Βelle époque, μια μεγαλοαστική ανατροφή, μια ιδιόρρυθμη ιδιοσυγκρασία, ένας μεγάλος έρωτας και η πρώιμη καταγραφή της επερχόμενης εποχής του Μοντέρνου έδωσαν τους καρπούς τους στις αρχές του εικοστού αιώνα στο τιτάνειο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ. Ένας άνδρας επιχειρεί ν’ ανακαλύψει τον εαυτό του μέσα από την αναδίφηση στη μνήμη. Όχι όμως εμφορούμενος από νοσταλγία, αλλά ανασκάπτοντας ό,τι απομένει από τη φθορά που ο χρόνος έχει επιφέρει στη σάρκα, στα συναισθήματα και στις σκέψεις του και εγκαθιστώντας τον εαυτό του στο κέντρο της λογοτεχνίας του.
Ένας άνδρας επιχειρεί ν’ ανακαλύψει τον εαυτό του μέσα από την αναδίφηση στη μνήμη. Όχι όμως εμφορούμενος από νοσταλγία, αλλά ανασκάπτοντας ό,τι απομένει από τη φθορά που ο χρόνος έχει επιφέρει στη σάρκα, στα συναισθήματα και στις σκέψεις του.
Ξεκινά την αφήγηση της ζωής του σε πρώτο ενικό πρόσωπο, εξιστορώντας, παράλληλα, την περιπέτεια της δημιουργίας του μυθιστορήματός του καθεαυτήν ως αγώνα χειραφέτησής του από τη μέγγενη του χρόνου. Το σύνολο έργο, στο μεγαλύτερο μέρος του μεταφρασμένο από τον Παύλο Ζάννα και συμπληρωμένο από τη μετάφραση του Παναγιώτη Πούλου στη μνημειώδη εξάτομη έκδοση της «Εστίας», μπορεί τώρα να θεωρηθεί ως ένα προσιτό -παρά το μέγεθός του- ανάγνωσμα. Η εργασία του Παύλου Ζάννα είναι εδώ και δυο δεκαετίες καταγεγραμμένη στα επιτεύγματα της μεταφραστικής τέχνης στον τόπο μας, ενώ η εργασία επιμέλειας και μετάφρασης του Παναγιώτη Πούλου κατορθώνει να αισθητοποιήσει το ύφος του γαλλικού πρωτοτύπου και ν’ αποτυπώσει το τιθασευμένο αυτό γραμματικο-συντακτικό ύφος στα ελληνικά.
Ο αφηγητής της ακρωτηριασμένης εκδοχής του χρόνου
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες φαίνεται η λατρεία του συγγραφέα προς κάθε μορφή αφήγησης: ο Σουάν υιός διαμορφώνει την εικόνα που έχει η οικογένεια του Προυστ επιστρατεύοντας «την αφήγηση μιας καινούργιας, κάθε φορά, ιστορίας που του είχε μόλις συμβεί με (...) τον φαρμακοποιό του Κομπραί, με τη μαγείρισσα ή με τον αμαξά». Ο Προυστ είναι πεπεισμένος πως η κοινωνική προσωπικότητα καθενός είναι δομημένη μέσα από τη σκέψη των άλλων, γι’ αυτό αφήνει τα πρόσωπά του να εξελίσσονται στις σελίδες του ώστε, ψηφίδα-ψηφίδα, να ολοκληρώσει τη σκιαγράφησή τους. Το πιο γοητευτικό στοιχείο του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι η αναρρίχηση στις βαθμίδες διαφορετικών εκδοχών της πραγματικότητας, με επάλληλες στρώσεις βιωμένης αλήθειας σε σχέση με αυτό που αντικειμενικά συμβαίνει, που λίγο-λίγο συγκροτούν ένα δικτύωμα παρομοιώσεων και θετικών αμφισημιών[1].
Ο Προυστ είναι πεπεισμένος πως η κοινωνική προσωπικότητα καθενός είναι δομημένη μέσα από τη σκέψη των άλλων, γι’ αυτό αφήνει τα πρόσωπά του να εξελίσσονται στις σελίδες του ώστε, ψηφίδα-ψηφίδα, να ολοκληρώσει τη σκιαγράφησή τους.
Αλλά τι πραγματικά «συμβαίνει» σε αυτό το βιβλίο; Συμβαίνει το καμπαναριό του Κομπραί να ξεπερνά σε ύψος τις στέγες των σπιτιών. Συμβαίνει το ανήλικο παιδί να βιώνει ένα βαθύτατο οιδιπόδειο. Συμβαίνει το ύψος του καμπαναριού να έχει άμεση σχέση με την τρυφηλότητα και με το οιδιπόδειό του, καθώς και με τη διαμόρφωση της εικόνας της ποθητής γυναίκας. Τέλος –και αυτό είναι αξιομνημόνευτο– συμβαίνει ο συγγραφέας να υποφέρει αναμετρώμενος με το παιδικό αυτό πρόσωπο που είναι κομμάτι του παρελθόντος του, που είναι η αντανάκλαση, μέσα από δυο παράλληλα κάτοπτρα, ενός Εγώ θραυσματικά διαμορφούμενου σε Εγώ-Αφηγητή. Το συγγραφικό παρόν και το συγγραφικό παρελθόν απορροφώνται στο αφηγηματικό παρόν, στη διαρκώς-παροντική-μνήμη, ως μέλη του ακρωτηριασμένου σώματος της πραγματικότητας. Στον νου του αναγνώστη έρχεται η φράση του Γιώργου Χειμωνά: «Ο λόγος, συμπίπτοντας με το ίδιο το γίγνεσθαι μέσα στο παρόν της συνείδησης, συνυποβάλλεται στους συνεχείς αντικατοπτρισμούς αυτού του γίγνεσθαι»[2].
Ο Προυστ τολμά να το δηλώσει αυτό με απόλυτη ειλικρίνεια εκδιπλώνοντας τις αισθητικές ιδιαιτερότητες της ενηλικιούμενης συνείδησης ως τον μοναδικό πιθανό κώδικα κατανόησης του κόσμου: «η πραγματικότητα δεν μπορεί να λογισθεί τετελεσμένη, αν δεν δευτερολογηθεί από ένα τέτοιο σχόλιο τέχνης»[3], συνεχίζει ο Χειμωνάς,επιβεβαιώνοντας την υποψία του αναγνώστη ότι ο Μαρσέλ Προυστ δημιούργησε ένα ολότελα νέο τοπίο στη λογοτεχνία: το ψυχικό τοπίο του ανθρώπου που μεγαλώνει, αγαπά, ερωτεύεται, υποφέρει και πεθαίνει πασχίζοντας να εντοπίσει στο παρελθόν του και να ανακτήσει όλα εκείνα τα πολύτιμα κομμάτια χρόνου ύπαρξης που σπατάλησε στην προσπάθεια απαρτίωσης του ινδάλματος του ερωτικού του αντικειμένου.
Ο κύκλος της ασύνειδης μνήμης: «Άποψη του Ντελφτ»
Μπορούμε, υποβοηθούμενοι από τις σκέψεις του μεταφραστή, να διακρίνουμε μια ευρεία περιφέρεια αφήγησης, φτιαγμένη από συνεχείς αυταπάτες και ανατροπές βεβαιοτήτων (όπου ο αφηγητής αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα μέσα από τις πολλαπλές της μεταμφιέσεις), και μια στενότερη περιφέρεια αφήγησης όπου, ερήμην του συγγραφέα, ακούσια ή με ασύνειδο τρόπο, λαμβάνουν χώρα τα «κολλήματά» του: η αισθητική του αγωγή, η αισθηματική του καθήλωση, αλλά κυρίως τα μυθολογήματα ιδεολογικής υφής από τα οποία κατατρυχόταν.
Η αντικειμενική πραγματικότητα προσφέρει κάποια ψήγματα της ουσίας της στην αντιλαμβανόμενη συνείδηση του ήρωα, όμως αυτός συχνά τα παρερμηνεύει, με ολέθριο αποτέλεσμα: είναι ο τρόπος με τον οποίον ο Σουάν ερωτεύεται την Οντέτ.
Ο πρώτος (ο εγκλείων) κύκλος θεωρεί (και αναπαριστά) τη ζωή του ήρωα μέσα από το πρίσμα του χρόνου στερώντας του τη δυνατότητα αυτενέργειας, ενώ ο δεύτερος κύκλος (ο εγκλειόμενος) μοιάζει με μια σειρά μικρών «δημιουργικών εκρήξεων» που σχετίζονται με την ίδια την τέχνη της συγγραφής: ακούσια μνήμη ο πρώτος, εκούσια παρέκβαση της μνήμης ο δεύτερος. Η αντικειμενική πραγματικότητα προσφέρει κάποια ψήγματα της ουσίας της στην αντιλαμβανόμενη συνείδηση του ήρωα, όμως αυτός συχνά τα παρερμηνεύει, με ολέθριο αποτέλεσμα: είναι ο τρόπος με τον οποίον ο Σουάν ερωτεύεται την Οντέτ ή ο Μπεγκότ την «Άποψη του Ντελφτ» του Βερμέερ, όταν επισκέπτεται μια έκθεση ολλανδών ζωγράφων και, ενώ περιεργάζεται μια λεπτομέρεια του πίνακα, αρρωσταίνει και πεθαίνει. Εν τέλει, είναι το «κανονιστικό» (εν χρόνω) είδος της αφήγησης αυτό που επιδιώκει ο Προυστ να διαρρήξει, παραμερίζοντας τα υλικά που το αποτελούν για να επιτρέψει στα άλλα, τα «καλλιτεχνικά» μέσα της διαίσθησης, του συνειρμού, της ενορατικής σύλληψης και της συναισθηματικής έξαρσης να το υπονομεύσουν.
Δεν πρόκειται για παραίσθηση της πραγματικότητας ή για μια hallucinatrice εκδορά στρωμάτων τραυματικής μνήμης. Τουναντίον: μέσω της «αποσύνθεσης» που ο Μπεγκότ εντοπίζει στον πίνακα του φλαμανδού ζωγράφου ο Προυστ οραματίζεται τον δικό του θάνατο[4].
«Δεν μπορώ να κατεβώ, οικοδομώ μεγάλο έργο»[5]
Eίτε λόγω των δισταγμών της «Γκαλιμάρ», είτε λόγω της παρεμβολής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η αρχική υποδοχή του «Aπό τη μεριά του Σουάν» είναι χλιαρή, ενώ η λογοτεχνική κριτική σιωπά.
Η περιπέτεια του αναγνώστη να εξασφαλίσει τον χρόνο που απαιτείται για την ανάγνωση ενός μυθιστορηματικού έπους και η περιπέτεια του συγγραφέα να ολοκληρώσει ένα μοντέρνο μυθιστόρημα-ποταμό παραπέμπουν στην περιπέτεια που πέρασε και το ίδιο το βιβλίο μέχρι να καθιερωθεί. To «Aπό τη μεριά του Σουάν», που ολοκληρώθηκε σε οκτακόσιες σελίδες το καλοκαίρι του 1912, έχει συγκριθεί με το Αλκοόλ του Απολλιναίρ, με τους Γιους και Εραστές του Λώρενς, με την Ρόδα Ποδηλάτου του Μαρσέλ Ντισάν, με τους καθεδρικούς ναούς της Καέν, με την Ελεγεία για βιολοντσέλο και πιάνο του Γκαμπριέλ Φωρέ και με την Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Στραβίνσκι: δημοσιευμένο από τις εκδόσεις «Γκρασέ», στα 1913, το πρώτο μέρος του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο φιλοδοξεί να χρονομετρήσει την ανθρώπινη μνήμη, καθώς ο συγγραφέας, κλεισμένος στο μονωμένο με πλάκες φελλού δωμάτιό του και μακριά από κάθε κοσμικότητα, θα πασχίσει να το ολοκληρώσει, αποκαρδιωμένος από τους συνεχείς του διαξιφισμούς με τον εκδότη Γκαστόν Γκαλιμάρ: είτε λόγω των δισταγμών της «Γκαλιμάρ», είτε λόγω της παρεμβολής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η αρχική υποδοχή του «Aπό τη μεριά του Σουάν» είναι χλιαρή, ενώ η λογοτεχνική κριτική σιωπά. Την αναθεωρημένη επανέκδοση του 1917 θα ακολουθήσει το «Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών», ένα χρόνο μετά, που θα απογοητεύσει τον Προυστ, και η κακή συνεργασία με τον «Γκαλιμάρ» θα συνεχιστεί και στην «Μεριά του Γκερμάντ». Το 1919 ο Προυστ θ’ αναγκαστεί να εγκαταλείψει το διαμέρισμά του της λεωφόρου Οσμάν, ενώ το 1922 ένα κρυολόγημα θα καταβάλει οριστικά τον ασθματικό συγγραφέα, καθώς θα διορθώνει το τυπογραφικό δοκίμιο της «Αλμπερτίν Αγνοούμενης».
Σύλληψη, όνειρο, καταγεγραμμένη μνήμη και αναπλασμένη πραγματικότητα φωτίζουν την ορθολογική συνείδηση του δημιουργού, που χωρίς ηθικούς φραγμούς θα αναδείξει όλες τις πτυχές των χαρακτήρων του και όλες τις συναισθηματικές παραμέτρους της συνάφειάς του μαζί τους.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.