
Για το εμβληματικό έργο του Marcel Proust, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (μτφρ. Παύλος Α. Ζάννας, Παναγιώτης Πούλος, εκδ. Εστία).
Του Νίκου Ξένιου
Το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (σε μετάφραση Παύλου Ζάννα - Παναγιώτη Πούλου και επιμέλεια Π. Πούλου, στην εξάτομη έκδοση της «Εστίας») οικοδομεί, με υλικό τις επάλληλες μεταμορφώσεις των προσώπων στη μνήμη του συγγραφέα, ένα έργο-καθεδρικό ναό, οι αρμοί του οποίου έχουν τοποθετηθεί ευθύς εξαρχής με στερεότητα, και του οποίου οι λεπτομέρειες φιλοτεχνούνται λίγο λίγο με ακρίβεια εξονυχιστική. Ο αφηγητής, μάρτυρας αλάνθαστος των υποκειμενικών του καταγραφών της πραγματικότητας, τροφοδοτεί το λεξιλόγιό του με τη μυθολογία. Τροφοδοτεί τη φαντασία του με τη μουσική. Στη σκοτεινιά των παρισινών βουλεβάρτων αναζητά την εκλεκτή της καρδιάς του. Είναι ο αμετανόητος αναψηλαφητής της ίδιας του της εμπειρίας. Την σκηνοθετεί και την διϋλίζει μέσα από τον ηθμό της μύησής του στην ενηλικίωση, παράγοντας ένα ιδιότυπο, μακροσκελές αρχιτεκτόνημα λέξεων που κινείται σε σπειροειδή τροχιά μέσα από τις «εξέχουσες» στιγμές του παρελθόντος του ώστε να συναντήσει το παρόν του. Όποιος δε αμφιβάλλει για το ότι η αρχιτεκτονική είναι μια «τέχνη του χρόνου», δεν έχει παρά να σταθεί στις αντηρίδες, στις αψίδες, στα τόξα, στα σταυροθόλια, στις κόγχες και στα βιτρώ αυτού του γραπτού αρχιτεκτονήματος και να παρατηρήσει τις μεταμορφώσεις που ο χρόνος επιφέρει στις διάφορες εκδοχές του αφηγηματικού λόγου.
Ο αφηγητής, μάρτυρας αλάνθαστος των υποκειμενικών του καταγραφών της πραγματικότητας, τροφοδοτεί το λεξιλόγιό του με τη μυθολογία. Τροφοδοτεί τη φαντασία του με τη μουσική. Είναι ο αμετανόητος αναψηλαφητής της ίδιας του της εμπειρίας.
Μια δεύτερη, κρυφή φύση
Οι πυλώνες από τους οποίους εξακτινώνεται η αφήγηση είναι δυο μονοπάτια οικογενειακού περιπάτου: το πρώτο, το μονοπάτι της Μεζεγκλίζ, οδηγεί στην οικία Σουάν της Τανσονβίλ, ενώ το δεύτερο περνά από την πλευρά των Γκερμάντ, όπου κατοικούν ο δούκας και η δούκισσα ντε Γκερμάντ. Στο Από την πλευρά του Σουάν, στα 1902, ο αφηγητής θα επιτελέσει, μέσα από το κλασικό raccord ενός βουτήματος «μαντλέν» μέσα στο τσάι, την αναδρομή στην ηλικία των δέκα χρόνων του (1890), καθώς και μια πρότερη αναδρομή, σε χρόνους πριν τη γέννησή του, για να περιγράψει τον ψυχαναγκαστικό έρωτα του Σουάν για την Οντέτ ντε Κρεσύ, που οδηγεί στον γάμο τους. Αυτό το πηγαινέλα στον χρόνο της αφήγησης είναι δεξιοτεχνικό, και αποβλέπει στη θεμελίωση της ποιότητας του «εσωτερικού» χρονομέτρου του αφηγητή, που σταδιακά προσλαμβάνει τα πρόσωπα των διαφόρων χρονικών φάσεων του παρελθόντος του. Σαν σε απέραντο νεκροταφείο, τα πρόσωπα αυτά εγείρονται και βιάζονται να εγγραφούν στο κείμενο, καθότι ars longa, vita brevis. Ο χρόνος των κοσμικών απολαύσεων σώνεται...
Η δυσκολία στην αποκωδικοποίηση του βιβλίου αυτού έγκειται, νομίζω, στην ανάγνωση ενός δεύτερου, «εσωτερικού βιβλίου» που εμπεριέχει, και που εγγράφεται ακούσια στη συνείδηση του αναγνώστη: ο συγγραφέας προσχηματίζεται τον ρεαλισμό για να μεταστοιχειώσει τα σημαίνοντα του κόσμου σε εικόνες αρχετυπικές, στη διάρκεια σημαντικών στιγμών της ανθρώπινης εμπειρίας. Η πραγματικότητά του δεν είναι παρά η αντιστοίχιση αισθήσεων και μνήμης, που ως Μεταφορά ξεγλιστρά στον χρόνο και χάνεται, και μόνο μέσω της Τέχνης μπορεί κανείς ν’ αναζητήσει το αποτύπωμά της. Πεπεισμένος πως το αισθαντικό σύμπαν του καλλιτέχνη δεν απαντά -ούτε επιβιώνει- στους κοσμικούς κύκλους, ο Μαρσέλ Προυστ αντιλαμβάνεται, γράφοντας, πως υπάρχουν τόσα σύμπαντα όσες είναι οι ανθρώπινες διάνοιες. Ο εξωτερικός κόσμος -αυτός της «πραγματικότητας»- είναι ρευστός και τα συναισθήματα που γεννά δέχονται συνεχείς επιθέσεις του Χρόνου. Πώς λοιπόν ένας δημιουργός να συλλάβει το στέρεο μέσα σ’ αυτήν τη ρευστότητα, ει μη μέσω της Τέχνης, που η ίδια η φύση της -αν και όχι αναλλοίωτη ή αθάνατη- είναι Απόλυτη;
Η τεράστια σκιά της παιδικής ηλικίας
Στον δεύτερο τόμο, Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, που πραγματοποιεί χρονικό άλμα στα τέλη του 1895, ο Προυστ βάζει τον αφηγητή του, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, να συναντά τη Ζιλμπέρτ, τον νεανικό του έρωτα, στα Champs Élysées. Μετά έρχεται ο χειμώνας, ο Σηκουάνας παγώνει, και μια δεύτερη συνάντηση γίνεται στη γέφυρα Concorde. Η Ζιλμπέρτ του δίνει μια μπροσούρα που έγραψε για τον Ρακίνα ο συγγραφέας Μπεργκότ (αυτός του οποίου ο θάνατος, μέσα από διπλή προβολή, ταυτίζεται χρονικά με τον εντοπισμό της υποκίτρινης κηλίδας στον πίνακα «Άποψη του Ντελφτ»). Ο πατέρας της Ζιλμπέρτ, ο κύριος Σουάν του Κομπραί, είναι το νέο πρόσωπο στη ζωή του νέου. Η συναναστροφή με τη Ζιλμπέρτ οδηγεί τον απόλυτα εγκεφαλικό και φιλάσθενο αφηγητή σε εσφαλμένη συνειδητοποίηση: αισθάνεται πως το ερωτικό του συναίσθημα λειτουργεί, ενώ το συγγραφικό του ένστικτο όχι. Το σφάλμα θα αποκατασταθεί στο τέλος του πολύτομου βιβλίου με μια νέα προσέγγιση: εκεί το ερωτικό συναίσθημα θα λειτουργήσει ως εξαχνωμένος/εξαϋλωμένος πόθος, ενώ το συγγραφικό ένστικτο θα γίνει η ενσάρκωση του πόθου. Ο ίσκιος αυτός της ανθοφορούσης εφηβείας τον έχει στοιχειώσει. Πολύ αργότερα, το φθινόπωρο του 1913, ο αφηγητής θα ξαναβρεθεί στο δάσος της Βουλώνης, θα θαυμάσει τα δέντρα και την αλέα με τις ακακίες και, ενώ αυτοκίνητα θα περνούν ολόγυρα, θα ξαναθυμηθεί τα χρόνια της εφηβείας του: τότε θα διαπιστώσει πως, μαζί με τα σπίτια, τους δρόμους, τις λεωφόρους και τα χρόνια, σβήνουν και οι μνήμες.
Πολύ αργότερα, το φθινόπωρο του 1913, ο αφηγητής θα ξαναβρεθεί στο δάσος της Βουλώνης, θα θαυμάσει τα δέντρα και την αλέα με τις ακακίες και, ενώ αυτοκίνητα θα περνούν ολόγυρα, θα ξαναθυμηθεί τα χρόνια της εφηβείας του: τότε θα διαπιστώσει πως, μαζί με τα σπίτια, τους δρόμους, τις λεωφόρους και τα χρόνια, σβήνουν και οι μνήμες.
Δυο καλοκαίρια μετά από την εμπειρία στην οικία Σουάν (1895), ο αφηγητής μας μεταφέρει στην παραθαλάσσια νορμανδική πόλη Μπαλμπέκ όπου, ενώ παραθερίζει με τη γιαγιά του, διασταυρώνεται με μια παρέα από νεαρά αθλητικά κορίτσια, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται και η Αλμπερτίν. Στην οικία του ζωγράφου Ελστίρ θα συνειδητοποιήσει τον έρωτά του γι’ αυτήν. Τώρα, το 1897, λίγο πριν από τον θάνατο της γιαγιάς του, η ένταξή του στον περιπόθητο κύκλο των ευγενών τον απογοητεύει. Στον τρίτο τόμο του μυθιστορήματος (Η πλευρά του Γκερμάντ) ο αφηγητής κατοικεί στη συνοικία του Παρισιού Σεν Ζερμαίν, στο ίδιο κτήριο με την «ιέρεια» των ψυχικών του τελετών, την δούκισσα ντε Γκερμάντ. Επιδιώκει να τη συναντήσει και το καταφέρνει στην οικία της Μαντάμ ντε Βιλπαριζί, ενώ η Αλμπερτίν έχει επανεμφανισθεί στη ζωή του και του έχει δώσει το φιλί που του χρωστά. Φιλομόφυλη ιδιοσυγκρασία και συσσωρευμένα όνειρα, γενικότητες περί έρωτος και μύηση στην προσέγγιση της ζωής από τον Σουάν, ενδοσκόπηση και η κυρίαρχη εντύπωση πως η γήρανση δεν είναι παρά κακόγουστη μεταμφίεση της νεότητας. Ο Προυστ δυσκολεύεται ν’ αναγνωρίσει τη χρονική στιγμή: η δούκισσα ντε Γκερμάντ τον αποκαλεί “vieil ami” και μόνον μέσω αυτής της προσφώνησης ο αφηγητής αντιλαμβάνεται πως γέρασε. Απανωτές απομυθοποιήσεις του «καλού κόσμου» θα επιφέρουν τη μεταστροφή του προς την κατεύθυνση της λογοτεχνίας, δηλαδή προς την αρχική του αγάπη και πεποίθηση. Και είναι ίδιον των ανδρών να βαδίζουν στην πεποίθησή τους. Ο διαμφισβητούμενος ανδρισμός είναι ένα ακόμη μείζον ζήτημα στην αναζήτηση του απολεσθέντος χρόνου.
Σ’ αυτό το σημείο εμφανίζεται ο βαρώνος Σαρλί και το κείμενο του Προυστ μεταστρέφεται, τόσο υφολογικά, όσο και θεματικά.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.