Για τη συλλογή διηγημάτων της Alice Munro Η αγάπη μιας καλής γυναίκας (μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Μεταίχμιο).
Της Έλενας Μαρούτσου
Όσοι αναγνώστες προτιμούν τα μυθιστορήματα –δίνοντάς τους σταθερά το προβάδισμα στις πωλήσεις– απωθούνται, φαντάζομαι, από τη σύντομη έκταση των διηγημάτων, που δεν τους επιτρέπει να ταυτιστούν με τους ήρωες, να απολαύσουν την πλοκή να ξετυλίγεται μέσα στο χρόνο, τους χαρακτήρες να παίρνουν σάρκα και οστά, να αποκτούν βάθος και να αποκαλύπτονται σταδιακά οι διαστάσεις των πράξεών τους. Το διήγημα σε βάζει μέσα σ’ ένα δωμάτιο και σε αφήνει να φανταστείς το σπίτι. Σου παρουσιάζει μια σκηνή και σε αφήνει να υποθέσεις αυτές που προηγήθηκαν κι αυτές που θα ακολουθήσουν. Αποκαλύπτει την κορυφή ενός παγόβουνου. Το παγόβουνο όμως υπάρχει. Το διήγημα έχει βάθος. Εντούτοις, αντί να το παρουσιάζει, το υπαινίσσεται.
Διευρύνοντας τον «χώρο» του διηγήματος
Το διήγημα σε βάζει μέσα σ’ ένα δωμάτιο και σε αφήνει να φανταστείς το σπίτι. Σου παρουσιάζει μια σκηνή και σε αφήνει να υποθέσεις αυτές που προηγήθηκαν κι αυτές που θα ακολουθήσουν.
Η Καναδή συγγραφέας Άλις Μονρό, που το 2013 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ, πιστεύω πως συνδυάζει τις αρετές του διηγήματος με πολλά από τα πλεονεκτήματα του μυθιστορήματος. Τα έντεκα διηγήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή Η αγάπη μιας καλής γυναίκας έχουν έκταση από τριάντα έως ενενήντα σελίδες και συνεπώς ακραγγίζουν τα όρια μιας νουβέλας. Δημιουργώντας λοιπόν κατ’ αρχάς έναν ευρύ χώρο, η συγγραφέας μπορεί να κινείται μπρος-πίσω στον χρόνο, όπως επί παραδείγματι στην εξαιρετική «Τζακάρτα», όπου παρακολουθούμε την ιστορία δυο ζευγαριών να εκτυλίσσεται σε δύο χρονικά επίπεδα: στο πρώτο, τους παρακολουθούμε νέους στη διάρκεια ενός πάρτυ στην παραλία, και στο δεύτερο ο ηλικιωμένος πια άντρας από το ένα χωρισμένο πλέον ζευγάρι επισκέπτεται την γυναίκα από το άλλο ζευγάρι, χήρα τώρα αλλά με την έμμονη ιδέα πως ο άντρας της ζει και μάλιστα στη Τζακάρτα. Εδώ η αθωότητα, η δύναμη, η σεξουαλική αφύπνιση και τα πάθη της νιότης κοιτάζουν το είδωλό τους στον καθρέφτη των γηρατειών, παραμορφωμένο από τη σωματική φθορά, την κούραση και την απομυθοποίηση.
Η τραγική ειρωνεία των παθών
Η συγγραφέας μας φέρνει αρκετά κοντά στον ήρωα ή –πιο συχνά– την ηρωίδα της ώστε να συμπάσχουμε αλλά όχι τόσο κοντά ώστε, από την εγγύτητα, να μη μπορούμε να κρίνουμε, να χάνουμε την ευρύτερη εικόνα.
Την ίδια πικρή επίγευση αφήνει και το καλύτερο, κατ’ εμέ, διήγημα της συλλογής «Τα παιδιά μένουν», που διαδραματίζεται και αυτό στη διάρκεια των διακοπών, όταν ένα νεαρό ζευγάρι με τα δυο τους κοριτσάκια –το ένα ακόμα μωρό– παραθερίζουν μαζί με τους γονείς του άντρα σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο. Με φλας μπακ θα πληροφορηθούμε την συμμετοχή της συζύγου σε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα της οποίας ο φιλόδοξος, νάρκισσος και μάλλον αντιπαθής σκηνοθέτης σκοπεύει να ανεβάσει την Ευρυδίκη του Ανούιγ. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναθέτει στην κεντρική ηρωίδα του διηγήματος, την Πολίν. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί μια σφοδρή σεξουαλική έλξη που θα οδηγήσει την ηρωίδα στην εγκατάλειψη συζύγου και παιδιών για να ακολουθήσει τον δικό της Ορφέα στην προσωπική της κάθοδο όχι στον Άδη, αλλά σε μια εξίσου σκοτεινή περιοχή όπου μοιάζει να επιβάλλει τυραννικά τις ορέξεις του ο Θεός της Επιθυμίας. Αντιγράφω από τη σελ. 274: «Αυτό που είχε κάνει ήταν αυτό για το οποίο είχε ακούσει και είχε διαβάσει. Ήταν ό,τι είχε κάνει η Άννα Καρένινα, ό,τι ήθελε να κάνει η μαντάμ Μποβαρί. Ήταν ό,τι είχε κάνει ένας καθηγητής στο σχολείο του Μπράιαν, με τη γραμματέα του σχολείου. Το είχε σκάσει μαζί της. Έτσι έλεγε ο κόσμος […] Οι μοιχοί θεωρούνταν ανεύθυνοι, ανώριμοι, εγωιστές ή άσπλαχνοι. Και τυχεροί επίσης. Τυχεροί επειδή ο έρωτας που έκαναν σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα ή στο ψηλό χορτάρι ή ο ένας στου άλλου τη μαγαρισμένη κλίνη […] θα πρέπει να ήταν υπέροχος. Αν δεν ήταν, δεν θα διακατέχονταν ποτέ από τέτοια επιθυμία ο ένας για τη συντροφιά του άλλου πάση θυσία, ή από τέτοια πίστη ότι το κοινό τους μέλλον θα ήταν από κάθε άποψη καλύτερο και διαφορετικού είδους από ό,τι είχαν ζήσει στο παρελθόν». Αυτό πιστεύουν πολλοί άνθρωποι, μας λέει η συγγραφέας. Ότι μπορεί να υπάρξει κάποιο άλλο είδος αγάπης. Μια άλλη ένωση. Αυτό λένε, τουλάχιστον, κι αυτό λέει κι η ηρωίδα της. Όμως «η Πολίν δεν ήξερε τότε για τι πράγμα μιλούσε».
Στην αρχαία τραγωδία, όταν οι θεατές ξέρουν αλλά οι ήρωες όχι, τότε λέμε πως υπάρχει «τραγική ειρωνεία», και μια σύγχρονη μεταφορά της στη λογοτεχνία συναντάμε σε πολλά από τα διηγήματα της Άλις Μονρό. Βέβαια εδώ, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν έχουμε αιματοκυλισμένες οικογένειες, βγαλμένους οφθαλμούς και αυτοκτονίες. Οι «φόνοι» στα διηγήματα αυτά γίνονται με το βαμβάκι. Η συγγραφέας μας φέρνει αρκετά κοντά στον ήρωα ή –πιο συχνά– την ηρωίδα της ώστε να συμπάσχουμε, αλλά όχι τόσο κοντά ώστε, από την εγγύτητα, να μη μπορούμε να κρίνουμε, να χάνουμε την ευρύτερη εικόνα. Η νηφαλιότητα, η λεπτή ειρωνεία, το χιούμορ αλλά και η χειρουργική ακρίβεια είναι τα όπλα της συγκεκριμένης συγγραφέως, που όχι άδικα βραβεύτηκε ως μαιτρ του διηγήματος.
Τόποι γυναικών
Η αγροτική περιοχή του Οντάριο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η συγγραφέας παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα περισσότερα διηγήματά της, όχι μόνο σαν σκηνικό αλλά σαν ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν τη δράση.
Η Άλις Μονρό έχει χαρακτηρισθεί ως συγγραφέας γυναικών καθώς η γραφίδα της έχει καταπιασθεί ως επί το πλείστον με την αποτύπωση των λεπτών αποχρώσεων της πολύπλοκης γυναικείας ιδιοσυγκρασίας. Στις ιστορίες δεν βρίσκουμε μόνο γυναίκες έρμαια των παθών. Υπάρχει και μια μεγάλη γκάμα από δυναμικές, αστείες, παράξενες, γενναίες –με τον τρόπο τους– και συνειδητοποιημένες γυναίκες διαφόρων ηλικιών, όπως επί παραδείγματι η έφηβη στο πρώτο διήγημα της συλλογής «Ζωές κοριτσιών και γυναικών» που αποφασίζει η ίδια για το νόημα της γυναικείας της ταυτότητάς της κόντρα στα στερεότυπα του περιβάλλοντος και της εποχής.
Η αγροτική περιοχή του Οντάριο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η συγγραφέας παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα περισσότερα διηγήματά της, όχι μόνο σαν σκηνικό αλλά σαν ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν τη δράση, κυρίως μέσα από τα αντικρουόμενα αισθήματα έλξης-απώθησης που αναπτύσσουν οι ηρωίδες της προς τον τόπο τους, από τη διάθεσή τους δηλαδή να ξεφύγουν από αυτόν ενώ παράλληλα τον φέρουν μέσα τους. Στο αυτοβιογραφικό της μάλιστα διήγημα «Στο σπίτι» με το οποίο κλείνει η συλλογή, βλέπουμε ολοκάθαρα τον ρόλο που έχει παίξει το «σπίτι» της ως τόπος καταγωγής, ως τρόπος ανατροφής και τελικά ως εύθραυστο αλλά και στέρεο σκηνικό της ψυχής της. Ένα σκηνικό, που καθώς πλησιάζει το τέλος κάθε διηγήματος, εύχεσαι να μην «κατέβει», οι σελίδες ως δια μαγείας να πληθύνουν, ώστε να ζήσεις για λίγο ακόμα εκεί.
* Η ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
Η αγάπη μιας καλής γυναίκας
Alice Munro
Μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου
Μεταίχμιο 2016
Σελ. 546, τιμή εκδότη €16,60