Επισκόπηση των τριών συλλογών της Alice Munro που έχουν μεταφραστεί στη χώρα μας (μτφρ. Σοφία Σκουλικάρη, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Νίκου Ξένιου
Τα διηγήματα της Άλις Μονρό χρειάζονται συγκέντρωση. Αφενός γιατί συνθέτουν ένα μοναδικό αφηγηματικό σύμπαν, αφετέρου γιατί η εμβάθυνση σ’ αυτό μεγαλώνει την απόλαυση της ανάγνωσης. Η δουλειά που έχει προηγηθεί της συγγραφής είναι κοπιώδης και αυτό φαίνεται από τη δεύτερη και τρίτη ιστορία που υφέρπουν της κεντρικής αφήγησης. Μικρά γεγονότα αντλημένα από την καθημερινότητα ανάγονται σε οριακά, εμβληματικά «σημεία καμπής», σε ορόσημα που σηματοδοτούν τη μεταστροφή του ήρωα/της ηρωΐδας, από την απόλυτη δυστυχία στην ενδοσκόπηση και την αυτογνωσία.
Σε παλαιότερη συνέντευξή της η Μονρό είχε ομολογήσει πως κάποιες μεταγενέστερες αναθεωρήσεις που έκανε σε μια ή δυο προτάσεις παλαιότερων κειμένων της ήταν ατυχείς, γιατί δεν ταίριαζαν στο ύφος και τον ρυθμό του παλαιού κειμένου. Στις μεταγενέστερες εκδοχές οι ήρωες εμφανίζονται μεγαλύτεροι σε ηλικία, ωριμότεροι, το τέλος γίνεται πιο αμφίσημο, ο λυρισμός εντονότερος. Η συγγραφέας απέδωσε την τάση της να επεμβαίνει εκ νέου στην «καινούργια ματιά» που είχε αποκτήσει μέσα στα χρόνια για χίλια δυο θέματα: για τη μητρότητα, για τα συναισθήματα των γυναικών, για τις αντιδράσεις των ανδρών, για τις επιθυμίες των ανθρώπων εν γένει.
Αντιθετικά ζεύγη ηρώων
Η Μονρό πλάθει αριστοτεχνικά την αποξένωση πατέρα-γιου, ώστε να λιπάνει το έδαφος για την αφήγηση του αδιέξοδου οιδιποδείου μάνας-γιου.
Αποτέλεσμα επανειλημμένων τροποποιήσεων στην αφήγηση δείχνει να είναι το διήγημα Πάρα πολλή ευτυχία, όπου η ηρωΐδα Κοβαλέφσκι διανύει όλη τη βόρεια Ευρώπη με στόχο να ενταχθεί οριστικά στην ανδροκρατούμενη μαθηματική κοινότητα του σκανδιναβικού βορρά, αλλά οι αντικειμενικές συνθήκες ταλαιπωρίας που περιλαμβάνει αυτή η μετάβαση, η προσπάθειά της να υψωθεί πέραν του παραδοσιακού ρόλου της γυναίκας, η ασυνεννοησία, μοιάζουν να έχουν συνωμοτήσει ώστε να την εξοντώσουν. Στο Πεζό, μια νεαρότερη γυναίκα αποκαλύπτει στη δασκάλα μουσικής Τζόις μια πτυχή του εαυτού της αθέατη από την ίδια, και ουσιαστικά την επανασυνδέει με τον μοιραίο μίτο μιας ζωής που ξεγελάστηκε να νομίζει πως είχε αφήσει πίσω. Η Μπεθ στο Γουένλοκ Ετζ θα γνωρίσει την εισβολή της Νίνα στη ζωή της: μια αντίθετη ιδιοσυγκρασία θ’ αποτελέσει τον σύνδεσμο προς την πραγμάτωση μιας εμπειρίας γυμνότητας που, αν κι εκ πρώτης όψεως σαρκική, θ’ αποδειχθεί άκρως πνευματική. Το Ξύλο είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα πολλών στρωμάτων επανασυγγραφής ενός κειμένου μεταξύ 1980 και 2004. Το ίδιο και το Γουένλοκ Ετζ.
Το αριστούργημα όμως της συλλογής είναι οι Βαθιές-παύλα-Τρύπες, όπου μια μητέρα, προσεγγίζοντας τον ιδιόρρυθμο γιο της μετά από ένα παρ’ ολίγον μοιραίο ατύχημά του, θα του μεταγγίσει εν αγνοία της μιαν εντελώς ανεδαφική αντίληψη της πραγματικότητας και κατ’ ουσίαν θα τον χάσει για πάντα από την επιρροή της. Η Μονρό πλάθει αριστοτεχνικά την αποξένωση πατέρα-γιου, ώστε να λιπάνει το έδαφος για την αφήγηση του αδιέξοδου οιδιποδείου μάνας-γιου: πρόκειται για δυο αντιθετικά ζεύγη, που όμως συνθέτουν το πορτραίτο της μέσης αστικής οικογένειας. Οι δυο βιοθεωρίες που αντιτίθενται συνιστούν ένα ακόμη διττό σχήμα, με όλες τις εκπλήξεις που αυτό συνεπάγεται. Αντιθετικό ζεύγος συνιστά, για την αφηγήτρια των Οικογενειακών Επίπλων, η μητέρα της με τη θεία της Αλφρίντα. Το ίδιο και η δασκάλα Βίβιεν με την άτυχη Μαίρη του Αμούνδσεν, καθώς και ο ταριχευτής Εντ Σορ με τον άθεο Λιούις, στην Παρηγοριά.
Αναδρομολόγηση της αφήγησης
Δρομολογώντας την αφήγηση με διαρκείς αναδρομικές αφηγήσεις, η συγγραφέας αποφεύγει τη γενικολογία, την αοριστία και την εξαντλητική παράθεση των λεπτομερειών και βάζει τους ήρωες να εκστομίζουν φράσεις γεμάτες νόημα
Το στοιχείο της τραγικότητας που βαρύνει τους ήρωες των διηγημάτων δεν δίνεται μονομιάς από τη συγγραφέα, αλλά χρονικά μετατοπίζεται, σαν να ανοίγει ένας ορίζοντας εκ νέου διαχείρισής του ή εκ νέου «συνεννόησης» με την κοσμική δικαιοσύνη, σαν να τους παρέχεται η δυνατότητα, μέσω της επικοινωνίας με το υπερφυσικό στοιχείο ή με τη συνείδησή τους, να «σωθούν» ψυχικά πριν καταρρακωθούν στην επίγεια ζωή τους. Στο διήγημα Διαστάσεις από τη συλλογή Πάρα πολλή ευτυχία, από την αρχή έως την κορύφωση της ιστορίας η Μονρό αποκαλύπτει σε σωστές δόσεις πληροφορίες σχετικά με τους χαρακτήρες, που θα διατηρήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Δρομολογώντας την αφήγηση του μέλλοντος των ηρώων της με διαρκείς αναδρομικές αφηγήσεις, η συγγραφέας αποφεύγει τη γενικολογία, την αοριστία και την εξαντλητική παράθεση των λεπτομερειών και βάζει τους ήρωες να εκστομίζουν φράσεις γεμάτες νόημα. Η νεύρωση της Ντόρι διαφαίνεται ήδη από τα εγκεφαλικά παιχνίδια λεξιπλασίας στα οποία επιδίδεται καθώς το λεωφορείο της κατευθύνεται προς το ίδρυμα όπου νοσηλεύεται ο Λόιντ. Ενοχή περιβάλλει τους άγνωστους επιβάτες του λεωφορείου («ήταν ντυμένοι ώστε να δείχνουν σαν να επρόκειτο να πάνε στην εκκλησία») και η Μις Σαντς, η κοινωνική λειτουργός που την αναλαμβάνει, επιβεβαιώνει με τη στάση της το γεγονός ότι η Ντόρι έχει βεβαρυμμένο παρελθόν. Με την πρώτη υπόνοια θανάτου στον διάλογό τους παίρνει μπρος η αποκάλυψη του εκλυτικού γεγονότος, έτσι ώστε θέμα της Μονρό να είναι ο αναστρέψιμος χαρακτήρας της ίδιας της ιστορίας που αφηγείται.
Παράνοια, αμάρτημα, Χριστιανισμός και μελαγχολία
Η κοινότητα στην οποία ζει η Ντόρι του διηγήματος είναι μια συντηρητική επαρχιακή κοινότητα, στις παρυφές του αστικού ιστού, αντιπροσωπευτική αυτής της περιοχής του Καναδά, αντίστοιχης με το Midwest των Η.Π.Α. H ανθρώπινη κοινότητα που την έχει εποικίσει διακρίνεται για τη χριστιανική της αγωγή, και η ηρωίδα έχει γαλουχηθεί με αυτήν, με αποτέλεσμα να περιλαμβάνει στο φαντασιακό της την πιθανότητα ο Λόιντ να απειλείται με καταδίκη στην Κόλαση. Αυτό που διέπραξε αυτός ο άνθρωπος καταστρέφοντας τη ζωή της δεν είναι πταίσμα, ούτε απλό αδίκημα: είναι ειδεχθές έγκλημα, έγκλημα ενάντια στο πρόσωπο του Θεού. Και σ’ αυτό το σημείο η Μονρό κάνει την ανατροπή, εφευρίσκοντας τις επιστολές που ο Λόιντ απευθύνει στη Ντόρι. Όλα παίρνουν μιαν αναπάντεχη τροπή, όλα είναι πρωτόφαντα για τη συνείδηση του αναγνώστη, η τελική έκβαση μοιάζει με σαφή διάνοιξη οδού προς τη Σωτηρία: «Όχι, δεν οφείλει να πάει στο Λονδίνο. Έχει πλέον άλλα μέρη για να πάει».
Η αίσθηση που διατρέχει σχεδόν όλα τα διηγήματα είναι αυτή του θανάτου, που είναι πανταχού παρών ή επικρέμαται ως απειλή.
Η παράνοια του άντρα περνά υπαινικτικά ήδη από το σημείο όπου o Λόιντ εκφράζεται περιφρονητικά για τους ψυχιάτρους. Πρόκειται για έναν αλαζόνα, ξερόλα, φαλλοκράτη σωβινιστή που προϊδεάζει για δολοφόνο, αυτό είναι σίγουρο. Υποψιάζεται τους πάντες, είναι καταπιεστικός, είναι βίαιος και τελείως παράλογος, φυσικά. Αλλά και ο βαθμός συμμόρφωσης της γυναίκας είναι πολύ υψηλός, με αποτέλεσμα την τραγωδία που θα εκδηλωθεί στο κομβικό σημείο της αφήγησης. Στο διήγημα αυτό επιστρατεύεται τεράστιος αριθμός περιγραφικών λεπτομερειών, όχι προς χάριν της λεπτομέρειας, αλλά ως κινητήριος μοχλός για την εξέλιξη της εξιστόρησης. Οι άντρες πρωταγωνιστές κάποιων διηγημάτων έχουν το ίδιο μερίδιο στην αυταπάτη με τις γυναίκες: Ο Γκραντ, στο Πέρασε η Αρκούδα το Βουνό, βιώνει την απώλεια συνείδησης της γυναίκας του ως έναρξη μιας δεύτερης, δικής της ζωής, στα πλαίσια της οποίας –και εδώ η Μονρό δείχνει την ειρωνική ανατροπή των ανθρωπίνων– η ανοϊκή γυναίκα θα γνωρίσει ένα μεγαλύτερο έρωτα. Αντίστοιχα, ο Ρόι, στην εκδοχή που έχουμε από το Ξύλο, μένει έκπληκτος από τη ζωντανή, σφύζουσα ιδιοσυγκρασία που αποκαλύπτει η σύζυγός του, που τη θεωρούσε χαμένη υπόθεση, με αφορμή ένα δικό του ατύχημα στο χιόνι. Ο «σημαδεμένος» ήρωας στο αριστοτεχνικά συντεθειμένο διήγημα Πρόσωπο τα χάνει όταν συνειδητοποιεί ότι το ανεπιθύμητο, καθοριστικό για τη ζωή του στίγμα μπορεί να γίνει πρότυπο μίμησης και ερωτογόνος παράγοντας. Ο γιατρός στο Αμούνδσεν πέφτει θύμα της ίδιας του της ανικανότητας να συνάψει μια πλήρη συντροφική σχέση και ενοποιείται με το χιονισμένο τοπίο: η φυματίωση που διατρέχει το διήγημα ανάγει τις ρίζες της στο Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν, που άλλωστε είναι και ένα από τα παιδικά αναγνώσματα της ηρωίδας του διηγήματος Ακριβή μου Ζωή. Η αίσθηση που διατρέχει σχεδόν όλα τα διηγήματα είναι αυτή του θανάτου, που είναι πανταχού παρών ή επικρέμαται ως απειλή.
Κατάργηση των συμβόλων - ανατροπή των γνωρισμάτων του ήρωα
Το ενδιαφέρον και καινοτόμο στη σύνθεση του πεζογραφικού έργου της Μονρό είναι η ολοσχερής παραίτηση από κάθε συμβολιστική πρόθεση. Οι πρωταγωνίστριες –και, σπανιότερα, οι πρωταγωνιστές– των διηγημάτων της δεν συνοψίζουν τα γνωρίσματα μιας ευρύτερης κατηγορίας, ή, τουλάχιστον, πουθενά δεν διαφαίνεται μια τέτοια πρόθεση της συγγραφέως. Για παράδειγμα, η Τζοάνα στο Μ’ αγαπάει, δεν μ’ αγαπάει είναι μια συνηθισμένη γυναίκα, ίσως λίγο πιο συντηρητική, ίσως λιγότερο λαμπερή από ηρωίδα ταινίας, πάντως επ’ ουδενί συμβολική. Συμβολική βαρύτητα προσλαμβάνει το γεγονός ότι, ενώ όλες οι πλεκτάνες των άλλων προετοιμάζουν την κατατρόπωσή της, ένας ειδικός χειρισμός του επιθυμητού άντρα (χειρισμός που, υπό άλλες συνθήκες, θ’ αποτελούσε μέρος της ρουτίνας της) εδώ γίνεται παράγοντας θετικής ανατροπής του πεπρωμένου της.
Το ενδιαφέρον και καινοτόμο στη σύνθεση του πεζογραφικού έργου της Μονρό είναι η ολοσχερής παραίτηση από κάθε συμβολιστική πρόθεση.
Στις Ελεύθερες ρίζες, η ηλικιωμένη πρωταγωνίστρια αποκαλύπτει μια δύναμη δημιουργικής φαντασίας που ούτε η ίδια δεν τη γνώριζε, παραπλανώντας έτσι έναν επικίνδυνο δολοφόνο και χλευάζοντας τον θάνατο. Η Μαρλίν και η Σαρλίν στο Για Παιχνίδι δεν μπορούν να υπάρξουν, χωρίς την εξολόθρευση της απεχθούς Βέρνα: και το γεγονός ότι η Βέρνα τούς είναι απεχθής προκύπτει από τη διαφορετικότητά της, τη νοητική της υστέρηση, που στο φαντασιακό των δυο κοριτσιών είναι αρκετό άλλοθι για να προβούν σ’ένα έγκλημα ασύνειδο, ένα έγκλημα σιωπηρής συναίνεσης: η Σαρλίν θα παραμείνει, στο πέρασμα του χρόνου, η αρνητική εκδοχή της Μαρλίν, ο παράγοντας υπενθύμισης και έγερσης του κύματος των τύψεων. Η αποκάλυψη του τέλους θα έλθει ως επιστέγασμα αυτής της κοινής μας ενοχής, ως διάτρανη απόδειξη της μοιραίας «παραγραφής» που συσκότιζε τη μνήμη της αφηγήτριας.
Το ζήτημα των τύψεων αφορά και το διήγημα Να φτάσει στην Ιαπωνία, όπου μια μητέρα νιώθει ένοχη έναντι στην κόρη της γιατί στιγμιαία την παραμελεί για να ζήσει έναν εφήμερο έρωτα – ο χαρακτήρας που είναι διαμετρικά αντίθετος είναι η μητέρα στο Χαλίκι, που αναγκάζει τα παιδιά της να κατοικήσουν μαζί με αυτήν και τον εραστή της και να μεγαλώσουν σε τροχόσπιτο: όμως εδώ εμφανίζεται η «Θεία Δίκη», αποκαλύπτοντας την ενοχική συγκρότηση του σύμπαντος της αφήγησης. Το ενοχικό φορτίο δεν απουσιάζει ούτε σε ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής Ακριβή μου ζωή, το Αμούνδσεν, καθώς η νεοδιόριστη δασκάλα Βίβιεν φαίνεται να αθωώνει μέσα της τον γιατρό που την παρασύρει ερωτικά χωρίς την, υπεσχημένη, «αποκατάσταση». Ομοίως, ενοχές βασανίζουν την ηρωίδα για τη διακοπή των σχέσεών της και για τη συνακόλουθη απουσία της κατά τον θάνατο της μητέρας της, στο διήγημα που χάρισε τον τίτλο στη συλλογή.
Γράφοντας στις «μικρές» ώρες
Στη διάρκεια των χρόνων του έγγαμου βίου της, καθώς έπρεπε κατά περιόδους και να εργάζεται στο βιβλιοπωλείο που διατηρούσε με τον άντρα της, η Μονρό προσπαθούσε να γράψει πριν ξυπνήσουν ο σύζυγος και τα παιδιά της, λίγο πριν τη μεσημεριανή άφιξή τους και την ώρα που έπαιρναν τον απογευματινό τους ύπνο. Ομολογεί πως αγάπησε τις γυναίκες συγγραφείς του «Νότου» πολύ περισσότερο από άντρες συγγραφείς (όπως τον Φώκνερ): την Εουντόρα Ουέλτι, τη Φλάνερι Ο' Κόνορ, την Κάθριν Ανν Πόρτερ, την Κάρσον Μακ Κάλερς. Την σόκαρε η προσέγγιση της γυναικείας σεξουαλικότητας από τον Ντ. Χ. Λώρενς. Σκέφτηκε, συγκεκριμένα: «πώς να γίνω συγγραφέας όταν είμαι το σεξουαλικό αντικείμενο άλλων συγγραφέων;». Η ιστορία που γράφεις μπορεί να μην εξελίσσεται και να μπλοκάρεις, λέει χαρακτηριστικά η συγγραφέας, όμως η βαθύτερη πίστη σου σε αυτήν την ιστορία μένει αναλλοίωτη. Η πίστη πως «αξίζει τον κόπο», δηλαδή.
Η Μονρό διατηρούσε επαφή επί μισθώ με ένα μελετητή εφημερίδων και περιοδικών που εργαζόταν για λογαριασμό της σε μια κοντινή βιβλιοθήκη.
Για άντληση πληροφοριών, όταν έγραφε «ιστορικού» χαρακτήρα διηγήματα, αλλά και διηγήματα που ήταν εμπνευσμένα από την επικαιρότητα, η Μονρό διατηρούσε επαφή επί μισθώ με ένα μελετητή εφημερίδων και περιοδικών που εργαζόταν για λογαριασμό της σε μια κοντινή βιβλιοθήκη. Ο βιβλιοθηκάριος αυτός την τροφοδοτούσε συχνά με ενδιαφέρουσες ιστορίες αντλημένες από την προσωπική του αναδίφηση σε αρχεία και σε τόμους παλιών βιβλίων, ούτως ώστε η Μονρό να τα αξιοποιήσει ως υλικό προς συγγραφήν αργότερα. Η διδασκαλία της λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο την καταπίεσε σε σημείο να την εγκαταλείψει. Οι φοιτητές της, λέει, ασχολούνταν με ανούσια πράγματα, με αποτέλεσμα να αποκαρδιωθεί τελείως. Είναι χαρακτηριστικό πως από τους φοιτητές εκείνων των τάξεών της κανείς δεν έγραψε ποτέ σοβαρή λογοτεχνία, ενώ ένα κορίτσι που της έδωσε κείμενό της το οποίο η Μονρό αρνήθηκε να εντάξει στο τμήμα Δημιουργικής Γραφής ήταν το μοναδικό νεαρό άτομο που αργότερα εξελίχθηκε σε συγγραφέα κάποιας αξίας.
Η Άλις Μονρό γεννήθηκε το 1931 σε μια αγροτική γωνιά του Οντάριο, στον Καναδά. Η φήμη ήρθε με το πέμπτο και έκτο βιβλίο της (Moons of Jupiter, 1982 και The Progress of Love, 1986). Έχει γράψει επτά συλλογές διηγημάτων και ένα μυθιστόρημα. Έχει βραβευτεί από τα Best American Short Stories και από τα O. Henry Awards και υπήρξε τακτική συντάκτις στο “New Yorker”. Τιμήθηκε τρεις φορές με το Governor General's Literary Award, με το PEN/Malamud Award για την υπεροχή στο διήγημα (1997), με το National Book Critics Circle Award (1998), με το Man Booker International Prize (2009) και με το Νόμπελ Πεζογραφίας (2013).
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Μ' αγαπάει δε μ' αγαπάει
Aice Munro
Μτφρ. Σοφία Σκουλικάρη
Μεταίχμιο 2013
Σελ. 448, τιμή € 17,70
Πάρα πολλή ευτυχία
Aice Munro
Μτφρ. Σοφία Σκουλικάρη
Μεταίχμιο 2013
Σελ. 400, τιμή € 16,60
Ακριβή μου ζωή
Alice Munro
Μτφρ. Σοφία Σκουλικάρη
Μεταίχμιο 2014
Σελ. 328, τιμή € 15,50