Της Αργυρώς Μαντόγλου
Σ' αυτή την τελευταία συλλογή διηγημάτων της Καναδής Άλις Μονρό, πέρα από την επανάληψη γνωστών μοτίβων και την τελειοποίηση παλαιότερων δοκιμασμένων τεχνικών, διακρίνεται μια σημαντική μετατόπιση στον τρόπο παρουσίασης του τραγικού στοιχείου των ηρώων της, καθώς τους παρέχει μια επιπλέον ευκαιρία να διαπραγματευθούν το βάρος της ύπαρξης τους, πριν την οριστική τους συντριβή ή διαφυγή. Η Μονρό δεν εγκαταλείπει τα γνώριμα θέματα της, αλλά τολμάει μια ελαφρώς διαφορετική προσέγγιση στο θέμα της γυναικείας βίας και εγκληματικότητας, καθώς τρεις από τις ηρωίδες των διηγημάτων της συλλογής έχουν διαπράξει φόνο.
Επιπλέον, αυτή η καινούργια της δουλειά μας επιτρέπει να κάνουμε μια γενικότερη εκτίμηση των μοτίβων της σκέψης της: Το 1996, στην εισαγωγή μιας συλλογής διηγημάτων της, είχε γράψει πως αρχίζει να διαβάζει ένα βιβλίο «από οποιοδήποτε σημείο και προχωράω προς όποια κατεύθυνση τύχει. Μάλλον δεν διαβάζω για να μάθω το τι θα συμβεί». Παρότι είναι βέβαιο πως την ενδιαφέρει η πλοκή, για εκείνη η εμπειρία της ανάγνωσης δεν είναι γραμμική, και δεν μοιάζει με κάποιο «δρόμο που πρέπει να ακολουθήσεις... αλλά περισσότερο με σπίτι. Πας και κατοικείς εκεί για ένα διάστημα... και ανακαλύπτεις το πώς συνδέονται μεταξύ τους τα δωμάτια και οι διάδρομοι. Η θέα είναι διαφορετική από κάθε παράθυρο». Η μεταφορά του σπιτιού για τον τρόπο που διαβάζει η ίδια, λειτουργεί και για τον τρόπο που γράφει τις δικές της ιστορίες, οι οποίες συχνά περνάνε από τον έναν όροφο στον άλλο χωρίς να υπάρχει σκάλα̇· η συγγραφέας δεν φοβάται να αλλάξει οπτική γωνία, να κινηθεί μέσα στο χρόνο και στο χώρο με φλάσμπακ, μεταφορές και συνειρμούς. Ο αναγνώστης πάντα γνωρίζει σε ποιο δωμάτιο βρίσκεται αν και μπορεί να αγνοεί το πώς έφθασε εκεί̣· άλλοτε βρίσκεται μπροστά σε διάπλατα ανοιχτές πόρτες, οι οποίες κλείνουν με κρότο μόλις τις πλησιάσει, και άλλοτε στέκεται μπροστά από μια κλειστή πόρτα κι ακούει ψιθύρους που υπαινίσσονται μια ευρύτερη πραγματικότητα.
Ελεύθερες ρίζες
Η πρώτη ιστορία της συλλογής με τον τίτλο «Διαστάσεις» ξεκινάει παρουσιάζοντας μια νεαρή γυναίκα να ταξιδεύει με λεωφορείο για να επισκεφτεί τον άντρα της που είναι έγκλειστος σε μια ψυχιατρική κλινική. Θα χρειαστούν κάποιες σελίδες για να αντιληφθούμε πως βρίσκεται εκεί επειδή έχει διαπράξει φόνο -έχει δολοφονήσει τα τρία τους παιδιά- και επιπλέον πως η δική της εξάρτηση από εκείνον συνεχίζεται καθώς αυτός, ο δολοφόνος των παιδιών της, είναι ο μοναδικός άνθρωπος που κατανοεί τον πόνο της. Η ιστορία αναπτύσσεται με τον χαρακτηριστικό τρόπο της συγγραφέως, που ξέρει να διεισδύει στον σκοτεινό κόσμο των χαρακτήρων της, δίνοντάς μας αποσπασματικές στιγμές τους, πριν τους αφήσει να βυθιστούν αργά στη δική τους απόγνωση.
Η Μονρό μεταμφιέζει με τη γραφή της τα πιο άγρια συναισθήματα σε ήπια και ευγενικά.
Μια ακόμη ενδεικτική του ύφους της ιστορία είναι η «Ελεύθερες ρίζες», μια ιστορία προδοσίας που εμπεριέχει τρεις φόνους. Η Νίτα χήρεψε πρόσφατα αλλά πάσχει κι η ίδια από καρκίνο, μια ασθένεια που παραδόξως «την απελευθερώνει και τη θέτει εκτός κινδύνου». Θεωρούσε πως θα έφευγε πρώτη, αλλά την πρόλαβε ο σύζυγός της, ο Ρις, ο οποίος «ήταν ογδόντα ενός με εύθραυστη ισορροπία» και η καρδιά του τον πρόδωσε την ώρα που έκανε τα ψώνια του σ' ένα κατάστημα. Η Νίτα και ο Ρις είχαν έναν ευτυχισμένο γάμο, όμως στην ιστορία που τώρα αφηγείται η Νίτα παρουσιάζεται ως μια προδομένη γυναίκα, δεύτερη στην προτίμησή του. Είναι συνήθης τακτική της Μονρό να μεταμφιέζει με τη γραφή της τα πιο άγρια συναισθήματα σε ήπια και ευγενικά, αλλά την ώρα που βγαίνουν στο φως, και η Νίτα μέσα από τη διήγηση κάποιων άλλων γεγονότων σ' έναν κλέφτη, ομολογεί και τον δικό της φόνο.
Παλεύοντας τον πόνο
Οι χαρακτήρες της Μονρό πάντα γνωρίζουν πως θα υποχρεωθούν να πληρώσουν για τις επιλογές τους· παρά την ικανοποίηση που αντλούν από τη ζωή που ζουν, δεν ξεχνούν πως ο κάθε δρόμος έχει το δικό του τίμημα. Κι αυτό γίνεται εμφανές στην ομότιτλη νουβέλα, με ηρωίδα ένα πραγματικό ιστορικό πρόσωπο, την μαθηματικό και μυθιστοριογράφο Σοφία Κοβαλέφσκι, μια ρωσίδα εμιγκρέ, η οποία προς το τέλος της ζωής της αποδέχεται το πεπρωμένο της και ανακαλύπτει πως η χαρά είναι πια χειροπιαστή. Αν θέλαμε να περιγράψουμε με μια λέξη το τι έχει η ρωσίδα αποδεχτεί, αλλά και το κύριο θέμα της συλλογής, αυτό θα ήταν η«θνητότητα».
Η Σοφία υπήρξε η πρώτη γυναίκα με ακαδημαϊκό πόστο σε ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο και το όνομά της δόθηκε σε κρατήρα της σελήνης. Το πορτρέτο της διανοούμενης αποδίδεται με επιτυχία αλλά στο βάθος παραμονεύει η αγωνία της επαγγελματία σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν διεκδικούσαν δάφνες για την εργασία τους - ένα καθαρά αντρικό προνόμιο. Η Μονρό περιγράφει τον αγώνα και την αγωνία της Σοφίας να αντέξει και να μη προδώσει τον εαυτό της, σε σημείο που κλειδώνεται σ' ένα δωμάτιο στο Παρίσι και αρνείται να φάει προκειμένου να συγκεντρώσει τη σκέψη της στην άρνηση φαγητού «για να μην νιώθει αυτά που ένιωθε», αντιμετωπίζοντας τον πόνο με ακόμα μεγαλύτερο πόνο.
Στις δέκα ιστορίες του «Πάρα πολλή ευτυχία» μας περιγράφονται τα μυστικά κίνητρα που διαμορφώνουν ζωές, διαλύουν κάποιες εύθραυστες ανθρώπινες υπάρξεις ή καριέρες, πότε πλησιάζοντας με το μικροσκόπιο ώστε να μπαίνουμε σχεδόν στο μυαλό των χαρακτήρων και πότε τηλεσκοπικά, αφήνοντας ελεύθερους τους αναγνώστες της να αποφασίσουν. Η ίδια αποφεύγει να διηγηθεί με γραμμική σειρά τις ιστορίες της, τοποθετώντας μας συνεχώς σε όλο και μεγαλύτερα σπίτια, με όλο και πιο «συναρπαστική» θέα, ώστε να παραμείνει όσο το δυνατόν περισσότερο στη σκέψη των αναγνωστών της μετατοπίζοντας ακατάπαυστα τον ορίζοντά τους.
Μεταίχμιο 2010
Σελ. 393, τιμή € 18,88