
Προδημοσίευση αποσπάσματος από την νουβέλα του Αλέξανδρου Δουμά [Alexandre Dumas], «Η χλωμή κυρία» (εισαγωγή – μτφρ. – επίμετρο: Γιώργος Θάνος), η οποία θα κυκλοφορήσει στις 28 Απριλίου στη σειρά «microMEGA/Λογοτεχνία», των εκδόσεων Ροές.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Ακούστε» είπε η χλωμή κυρία με μια παράξενη σοβαρότητα. «Αφού όλοι εδώ διηγήθηκαν κάποια ιστορία, θέλω κι εγώ να αφηγηθώ μία. Γιατρέ, μην πείτε πως δεν είναι αληθινή – είναι η δική μου… Θα μάθετε γιατί είμαι τόσο χλωμή».
Εκείνη τη στιγμή, του φεγγαριού μια αχτίδα γλίστρησε απ’ το παράθυρο, μέσ’ απ’ τις κουρτίνες, και, παιχνιδίζοντας πάνω στον καναπέ όπου ήταν ξαπλωμένη, την τύλιξε σ’ ένα φως γαλαζωπό – σαν άγαλμα από μαύρο μάρμαρο σε τάφο πάνω ξαπλωμένο την έκανε να μοιάζει.
Κανείς δεν μίλησε· σε βαριά σιωπή βυθίστηκε το δωμάτιο: όλοι προσμέναν την ιστορία της με αγωνία.
Ι
Τα Καρπάθια Όρη
Είμαι Πολωνή, γεννημένη στο Σαντόμιες, έναν τόπο όπου οι θρύλοι γίνονται δόγμα, όπου πιστεύουμε στις οικογενειακές μας παραδόσεις όσο στο Ευαγγέλιο, ίσως και περισσότερο. Δεν υπάρχει κάστρο δίχως φάντασμα, μήτε καλύβα δίχως το πνεύμα της. Πλούσιοι και φτωχοί, σε κάστρα και σε καλύβες, όλοι ξέρουμε το στοιχειό-φίλο μας, καθώς και το στοιχειό-εχθρό μας. Καμιά φορά τα δυο παλεύουν, μάχονται, και τότε, θόρυβοι μυστήριοι ακούγονται στους διαδρόμους, βρυχηθμοί φριχτοί αντηχούν στους παλιούς πύργους, κλαγγές τρομακτικές σείουν τους τοίχους, κι απ’ τις καλύβες κι από τα κάστρα, ευγενείς και χωρικοί αντάμα, τρέχουν στις εκκλησιές να βρουν τον Ιερό Σταυρό ή τα ευλογημένα λείψανα, μόνη προστασία απέναντι στους δαίμονες που μας βασανίζουν.
Υπάρχουν όμως ακόμα δυο στοιχειά στη χώρα μου, πιο αμείλικτα, πιο λυσσασμένα: η τυραννία και η ελευθερία.
Το 1825 γίναμε μάρτυρες μιας σύγκρουσης ανάμεσα στη Ρωσία και την Πολωνία – ενός πολέμου στον οποίο θα νόμιζε κανείς ότι στραγγίστηκε εντελώς το αίμα ενός ολόκληρου λαού, όπως ξεκληρίζεται καμιά φορά μια ολόκληρη γενιά.
Ο πατέρας μου κι οι δυο μου αδελφοί εξεγέρθηκαν ενάντια στον νέο τσάρο, κι έφυγαν να πολεμήσουν υπό τη σημαία της Πολωνικής Ανεξαρτησίας, που μόνο λίγο γονατίζει, και πάντα ξαναορθώνεται.
Μια μέρα έμαθα πως ο μικρότερος αδελφός μου σκοτώθηκε· μια άλλη, μου είπαν πως ο άλλος μου αδελφός πληγώθηκε θανάσιμα· τελικά, μετά από ένα πρωινό, οπότε άκουγα με τρόμο τους κανονιοβολισμούς ολοένα να πλησιάζουν, είδα τον πατέρα μου να επιστρέφει με καμιά εκατοστή καβαλάρηδες, ό,τι είχε απομείνει από τους τρεις χιλιάδες άντρες του.
Γύρισε για να κλειστεί στο κάστρο μας, θέλοντας να θαφτεί κάτω από τα ερείπιά του.
Ο πατέρας μου, που δεν φοβόταν τίποτα, έτρεμε για μένα. Και πράγματι, εκείνον, αποφασισμένος καθώς ήταν να μην πέσει ζωντανός στα χέρια του εχθρού, δεν τον περίμενε παρά ο θάνατος· εμένα όμως με περίμενε η σκλαβιά, η ατίμωση.
Παρ’ όλη του την αγάπη για μένα, ο αποχαιρετισμός μας δεν κράτησε πολύ. Πιθανότατα, οι Ρώσοι δεν απείχαν ούτε μια μέρα από το κάστρο· δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο.
Από τους εκατό άντρες του ξεδιάλεξε δέκα και κάλεσε τον οικονόμο, για να του παραδώσει όλο το χρυσό και τα κοσμήματά μας· θυμόταν πως στον δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας, η μητέρα μου, σχεδόν παιδί τότε, είχε βρει καταφύγιο απρόσιτο στη μονή Συχαστρίας, στη μέση των Καρπαθίων – τον πρόσταξε, λοιπόν, να με οδηγήσει εκεί, ελπίζοντας πως η μονή δεν θα αποδεικνυόταν λιγότερο φιλόξενη στην κόρη του, από ό,τι κάποτε στη γυναίκα του.
Παρ’ όλη του την αγάπη για μένα, ο αποχαιρετισμός μας δεν κράτησε πολύ. Πιθανότατα, οι Ρώσοι δεν απείχαν ούτε μια μέρα από το κάστρο· δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο.
Ντύθηκα βιαστικά, με τα ρούχα ιππασίας που φορούσα όταν συνόδευα τα αδέρφια μου στο κυνήγι. Μου σέλωσαν το ασφαλέστερο άλογο, κι ο πατέρας κούμπωσε στην πιστολοθήκη μου τα πιστόλια του, κομψοτεχνήματα φτιαγμένα στο εργοστάσιο Τούλα· με αγκάλιασε και πρόσταξε να αρχίσουμε το ταξίδι μας.
Τη νύχτα και την επόμενη μέρα, διασχίσαμε μια απόσταση είκοσι λευγών, ακολουθώντας την όχθη ενός από εκείνους τους παραπόταμους δίχως όνομα που χύνονται στον Βιστούλα. Με το πρώτο κομμάτι αυτό του ταξιδιού μας –το διανύσαμε δυο φορές πιο γρήγορα απ’ ό,τι συνήθως–, βγήκαμε έξω από την εμβέλεια των Ρώσων.
Έπειτα, με τις τελευταίες ακτίνες του φωτός, είδαμε τις χιονισμένες κορυφές των Καρπαθίων να γυαλίζουν μπροστά μας…
Λίγα λόγια για το βιβλίο και τον συγγραφέα
Γοτθικά κάστρα, έρωτας, εμμονές, βρικολακιάσματα βαθιά μες στην καρδιά των Βαλκανίων – όλα δοσμένα από την αψεγάδιαστη πένα του Αλέξανδρου Δουμά, που αναδεικνύεται με τη Χλωμή κυρία του πρωτοπόρος τής περί βρικολάκων λογοτεχνικής παράδοσης, προσφέροντας μιαν αφήγηση υποβλητική, γεμάτη ζωντάνια και… αίμα.
Ο Αλέξανδρος Δουμάς δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις· χάρη στα ιστορικά του κυρίως μυθιστορήματα, όπως o Κόμης Μοντεκρίστο, οι Τρεις Σωματοφύλακες και το Μετά είκοσι έτη, συγκαταλέγεται στους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς της γαλλικής λογοτεχνίας.
Η νουβέλα Η χλωμή κυρία αντλείται από τη συλλογή την οποία ο Δουμάς εξέδωσε το 1849 με τίτλο Les mille et un fantômes (Χίλια και ένα φαντάσματα): μια συλλογή ιστοριών μεταφυσικού τρόμου, δομημένη γύρω από τις διηγήσεις διαφόρων προσώπων, τα οποία έχουν συναντηθεί με αφορμή την εξιχνίαση ενός ανεξήγητου εγκλήματος με υπερφυσικά στοιχεία.
Στην εν λόγω, κατά γενική ομολογία δυνατότερη αφήγηση της συλλογής, ο χώρος δράσης δεν είναι η Γαλλία, αλλά τα βουνά των Καρπαθίων, η εικονογραφία επιστρατεύει πολλά στοιχεία από τη γοτθική λογοτεχνία και ο επιστρέφων νεκρός δεν είναι πλέον μια φασματική, άυλη παρουσία, αλλά ένας βρικόλακας με σάρκα και οστά.
Η Χλωμή κυρία είναι μια νουβέλα που πατά στον τότε υπό διαμόρφωση ακόμα βαμπιρικό μύθο – προσφέροντας έναν από τους πιο ιδιαίτερους απέθαντους της διεθνούς λογοτεχνίας…