
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Πολίνα Μπαρσκόβα [Polina Barskova] «Ζωντανές εικόνες» (μτφρ. Γιούλη Σταματίου), το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΟΥΛΙΑΝΟΒΑ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ
Ο κόσμος της γιαγιάς – Οδός Κροπότκιν
Το φόρεμα από ρεγιόν, ένα νεκρό και παραλυτικό ύφασμα, είναι σαν να είχες φορέσει μια πλαστική σακούλα και ιδρώνεις τόσο, που μυρίζεις σαν μια μικρή αλεπού (έτσι συνήθιζε να λέει ο σιχασιάρης πατριός σου: «Καλή μου, πάλι μυρίζεις σαν μικρή αλεπού»). Πέρυσι, η μοίρα μού παραχώρησε ένα σκούρο μπλε με βούλες, φέτος ήταν ένα σε χρώμα σάπιου μήλου με πιτσιλιές γκουάς και νερομπογιών να τρέχουν.
Η γιαγιά, φτιάχνοντας ήχους με τα χείλη της και ξέπνοη από συναίσθημα, δίνει στη Μαμά δέκα ρούβλια και πηγαίνατε στον «Κόσμο του Παιδιού» για να διαλέξεις το έπαθλο του καλοκαιριού. Φορέματα από αποκρουστικά και αποπνικτικά υφάσματα παραταγμένα στις κρεμάστρες τους γνέφουν προς το μέρος μας με τα μικρά τους φτερά, τα οποία ηχούν με ένα πένθιμο θρόισμα.
Κρέμονται εκεί σαν προνύμφες στα πρόθυρα της εκκόλαψης. Η Μαμά, ως η πρώτη ρακοσυλλέκτρια, μια βασίλισσα στην εξορία, περιεργάζεται αυτά τα εντυπωσιακά ευρήματα με τα ευκίνητα, προσεκτικά, πιθηκοειδή δάχτυλά της προτού πει επικριτικά, αποδοκιμαστικά: «Αυτό ίσως να μας κάνει».
Με αυτόν τον τρόπο η Ηρωδιάς, ψάχνοντας τρόπο να περάσει το βράδυ της, αποφάσισε να διεξάγει μια παράσταση με χορευτές και το κεφάλι ενός τραγικού ξένου. «Αυτό ίσως να μας κάνει» τους κατεύθυνε κατσουφιασμένη.
Κατέβασες την τουαλέτα σου από το σιδερένιο ράφι κι έτσι τεντωμένο που ήταν πάνω σου, αφήνοντάς σε μετά βίας να ανασάνεις, το πήγες στην ταμία. Επέστρεψες στο διαμέρισμα της οδού Κροπότκιν κι έβαλες το φόρεμα για να σε δει η αναφωνούσα γιαγιά, η θεία και ο ξάδελφός σου, ένας κάπως παράξενος έφηβος που σε μύησε στις απολαύσεις της αστρονομίας και της βοτανολογίας, λέγοντάς σου ιστορίες για τους μεγάλους εξερευνητές μέσα στο μισοσκότεινο και σκονισμένο δωμάτιό του. Όσο εκείνος περπατούσε μέσα στο δωμάτιο και στρίγκλιζε τα σχόλιά του, κουνώντας τα ασυνήθιστα μακρουλά χέρια του, εσύ βρισκόσουν ξαπλωμένη, έχοντας σφίξει τα μάτια σου κλειστά λόγω της έντασής του και σταδιακά του ζητούσες να κάνει μια παύση έτσι ώστε να επεξεργαστείς τα λόγια του. Όσο επεξεργαζόσουν τα λόγια του, μερικές φορές σε έπαιρνε ο ύπνος, με κείνον να κάθεται εκεί ήσυχα και να σε περιμένει.
Επέστρεψες στο διαμέρισμα της οδού Κροπότκιν κι έβαλες το φόρεμα για να σε δει η αναφωνούσα γιαγιά, η θεία και ο ξάδελφός σου, ένας κάπως παράξενος έφηβος που σε μύησε στις απολαύσεις της αστρονομίας και της βοτανολογίας, λέγοντάς σου ιστορίες για τους μεγάλους εξερευνητές μέσα στο μισοσκότεινο και σκονισμένο δωμάτιό του.
Έπειτα ερχόταν να σε δει ο άλλος σου ξάδελφος, ένας αστραφτερός Αρλεκίνος, ένας κολυμβητής (εξειδικευόταν στην πεταλούδα), ένας εξυπνάκιας. Έπιανε το χέρι σου και τρέχατε μαζί στο Κέντρο, με σένα να μην τον προλαβαίνεις κι εκείνον να γελά, όσο ο άλλος παρέμενε στο σκονισμένο του δωμάτιο με τους βοτανικούς του άτλαντες να στηρίζουν τον παρθενικό του καναπέ.
Έμεινε εκεί, πίσω στην οδό Κροπότκιν, η οποία πήρε το όνομά της από τον γεωγράφο και καινοτόμο που μια Τετάρτη αναλογιζόταν – ανέλυε την ύπαρξη μιας εποχής του παγετώνα (ιδρωμένα, κατά τόπους, φαλακρά κεφάλια ακαδημαϊκών συνδιαλέγονται, υπάρχουν άλλες ερωτήσεις;) και μέχρι την Πέμπτη είχε σταλθεί στο Φρούριο.
Κάθε χρόνο σου επιτρέπεται η αγορά δύο καινούριων φορεμάτων: της σχολικής σου στολής και ενός δεύτερου, μυστηριώδους φορέματος για παιχνίδια, για χορούς στη ζώνη του λυκόφωτος όπου κανείς δεν μπορούσε να σε ακολουθήσει – βρει.
Το κουμπί
Επιτέλους, το μόνο που έμενε ήταν οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου. Εκείνη η γλυκιά, γαμήλια δυσωδία του καλοκαιριού, η γλύκα του οποίου έχει αρχίσει να ξινίζει· ήδη πέφτεις πάνω σε συμμαθητές σου στον δρόμο, όλοι τους ξεχειλίζοντας από θέληση να σου μιλήσουν για τις διακοπές τους χωρίς να σε προσκαλούν – εσύ, η εμπροσθοφυλακή εχθρικών δυνάμεων των γκρίζων τειχών και των ακτιβιστικών σχολικών ποδιών.
Αλλά για τώρα είσαι καλά.
Εκείνη ήταν ένα μελαμψό κορίτσι με σγουρά μαλλιά, ζωηρή και ευγενική. Κάτι ξεχωριστό κρυβόταν πίσω από τα γαλήνια, σκούρα μάτια της, ακόμα και στο βάδισμά της.
Πώς το ξέρεις αυτό;
Η κάρτα της βιβλιοθήκης ήταν φτιαγμένη από το φθηνότερο χαρτί, με σημάδια από γεμίσματα ξύλου. Με γραφικό χαρακτήρα που τα γράμματα έγερναν προς τα δεξιά (το μελάνι ήταν πάντοτε προς το τέλος, έχοντας ξεθωριάσει μέχρι το τρίτο γράμμα), απαριθμούσε τον έναν νέο θησαυρό μετά τον άλλον.
Η βιβλιοθηκάριος, μια γυναίκα με τη θεματικά συναφή νόσο Μπέισντοου, άφηνε όλο και περισσότερους τόμους με τρόπο καταναγκαστικό κι επιθετικό: Τα παιδικά χρόνια του Βλάντιμιρ Ίλιτς, Πώς άρχισαν όλα, Μια αξιοσημείωτη χρονιά, Τρεις εβδομάδες ηρεμίας, Ο Πύρρουλας, Η κοινότητα των καθαρών μπολ, Ο Λένιν και το αγοράκι, Μια συνάντηση στο δάσος, Ο Λένιν και η νύχτα του παρατηρητή, Η καρδιά της μητέρας, Ένα πολύτιμο όνομα, Πώς συζήτησε με τον Λένιν η θεία Θεοδοσία, Πώς ο Λένιν χάρισε ένα ψάρι· Μποντς-Μπρούεβιτς, Κρζιζανόφσκι, Πολετζάεβα, Βοσκρεσένσκαγια και φυσικά εσύ, εξαίσιο, νευρικό, βαθυκίτρινο ξωτικό (σε πέτυχαν με αέριο στον πόλεμο), ένας δειλός, ένας προδότης (άφησες πίσω την οικογένεια και τον τρελό σου γιο στο πολιορκημένο Λένινγκραντ), που περπατάς άπορος μέσα στην τρομακτική αγορά μιας Δημοκρατίας της Άπω Ανατολής με τις οστεωμένες γριές να κοιτούν επίμονα εσένα και την καταστροφική σου ομορφιά. Αγοράζεις ή πουλάς;
Άπληστα και σαν σκίουρος, εγώ συσσώρευσα τα βιβλία στο δωμάτιό μου και δημιούργησα μια απόδραση εκεί, εισερχόμενη σαν σκιά μέσα στον φιλόξενο, στρογγυλό χορό με χρώμα ουράνιου τόξου, αποφεύγοντας τις σκιές μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, εκείνες τις άηχες, απεγνωσμένες, πικρόχολες, διάφανες, εύθραυστες σκιές.
Άπληστα και σαν σκίουρος, εγώ συσσώρευσα τα βιβλία στο δωμάτιό μου και δημιούργησα μια απόδραση εκεί, εισερχόμενη σαν σκιά μέσα στον φιλόξενο, στρογγυλό χορό με χρώμα ουράνιου τόξου, αποφεύγοντας τις σκιές μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, εκείνες τις άηχες, απεγνωσμένες, πικρόχολες, διάφανες, εύθραυστες σκιές.
«Μα τι δεμένη οικογένεια που ήμασταν· ζούσαμε τόσο φιλικά… Από θέμα παρουσιαστικού, η Μαρία Αλεξάντροβ να ήταν πανέμορφη. Ο καθένας μπορούσε να αισθανθεί την αμέτρητη ηθική δύναμη, τον αυτοέλεγχο και την εντιμότητά της. Ο Ίλια Νικολάεβιτς στάθηκε τυχερός στην προσωπική του ζωή».
Ο δρόμος του μεγαλύτερού τους γιου μέχρι το ικρίωμα, ενός άνδρα που απέτυχε στην προσπάθειά του να αφαιρέσει τη ζωή του τσάρου, οργανώθηκε άψογα από την γκριζομάλλα ομορφιά που είχε για μητέρα σαν Ρωμιά: Προετοιμάσου.
Όλα αυτά ήταν συναρπαστικά, άσχετα του αποτυχημένου μου οικιακού λυκόφωτος· ο πατέρας μου και η γάτα κάθονταν στην κουζίνα που μύριζε από το βραστό ψάρι της (συνήθως ραχοκοκαλιά μπακαλιάρου), περιμένοντας τη μητέρα μου να επιστρέψει στο σπίτι η οποία καθυστερούσε πάντα και η ζωή περνούσε από μπροστά μας μέσα στην αβάσταχτη ησυχία της προσδοκίας.
Στο μεταξύ, η οικογένεια Ουλιάνοφ έπαιζε τα παιχνίδια της φωναχτά και χαρωπά. «Κάναμε τα πάντα σαν ομάδα». Έκαναν τα τρομακτικά τέρατα, τους καουμπόηδες και τους Ινδιάνους, έπαιζαν κρυφτό.
Γιατί έδωσες σε κείνη την καρδιά σου, σε κείνη μέσα από τα έξι απόλυτα ξανθά παιδιά;
Ήταν πολύ δεμένη με τον αδελφό της, σχεδόν σαν δίδυμα, παρόλο που φαινομενικά δεν υπάρχει καμία πληροφορία γι’ αυτήν πέρα από την πρόχειρη αναφορά στον αιφνίδιο θάνατό της μέσα σε μια πτέρυγα τύφου. Καθώς οι γονείς σου αποχωρούσαν σιγανά για τα ξεχωριστά τους δωμάτια, εσύ έτρεξες να φορέσεις εκείνο το φόρεμα κι εμπρός του καθρέφτη, έλαβε χώρα η τελετή μεταμόρφωσης: Όλγα – Άυλο.
Όποτε δεν είχαν αρκετή ενέργεια να παίξουν το τρομακτικό τέρας (και τι είδους παιχνίδι ήταν αυτό;), τα παιδιά κρατούσαν ένα ημερολόγιο όπου έγραφαν τους εξής γρίφους:
Κάθομαι στο κατώφλι, γυαλιστερό και στρογγυλό,
Ορειχάλκινο ή κεράτινο, από καμβά ή γυάλινο,
Βάζω στο έδαφος το αυτί και
Μόνο στον ιδιοκτήτη να περάσει θα επιτραπεί!
Το καλύτερό μου φόρεμα με ένα κουμπί στη μέση. Είμαι πάνω σε ένα έλκηθρο μαζί με τον Βολόντια, τον ξάδελφό μου με τον οποίον κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί – εκείνος γλιστρά κατά μήκος του πάγου, συγκεντρωμένος και επικίνδυνος, ενώ ένας στύλος πάγου υψώνεται από πίσω του σαν σίφουνας και η καρδιά της αδελφής του χτυπά δυνατά.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Έντεκα κομμάτια πρόζας και ένα θεατρικό έργο με τον τίτλο Ζωντανές εικόνες. Όλα περιστρέφονται γύρω από την Αγία Πετρούπολη, σαν να συμβαίνουν σε ένα φανταστικό μέρος, ακόμα κι όταν βρισκόμαστε στη Μασαχουσέτη, στο Σαν Φρανσίσκο ή στη Σιβηρία, και αντιμετωπίζουμε την παιδική ηλικία, την πρώτη αγάπη ή κάποια οδυνηρή απώλεια. Ο Μόισεϊ και η Αντονίνα εργάζονται στο Ερμιτάζ, το οποίο γίνεται και το τελευταίο τους καταφύγιο τον χειμώνα του 1941. Υπομένοντας το κρύο και την πείνα, στην αρχή απαγγέλλουν ποίηση, αφηγούνται το παραμύθι της Βασίλισσας του χιονιού, αναπαριστούν πίνακες του Ρέμπραντ. Όταν προσπαθούν να θυμηθούν ένα τραγούδι, οι φωνές τους τούς εγκαταλείπουν. Οι συζητήσεις τους σταδιακά περιορίζονται σε απλές, βασικές κουβέντες. Όλα αυτά αποτελούν την «αποτύπωση φωνών» αληθινών ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους στην πολιορκία του Λένινγκραντ.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Πολίνα Μπαρσκόβα (Polina Barskova) είναι Ρωσίδα συγγραφέας και ποιήτρια. Έγραψε το πρώτο της βιβλίο σε ηλικία μόλις οκτώ ετών. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στην Αγία Πετρούπολη και Σλαβικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ στις ΗΠΑ, όπου διδάσκει μέχρι σήμερα. Έχει δημοσιεύσει πολυάριθμες ποιητικές συλλογές. H πρόζα Ζωντανές εικόνες έλαβε το 2015 το Βραβείο Λογοτεχνίας Αντρέι Μπέλι και μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά.