
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αυτοβιογραφικό έργο της Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα [Cristina Rivera Garza] «Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα» (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, Χριστίνα Φιλήμονος), το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει το Σάββατο, 8 Μαρτίου από τις εκδόσεις Carnívora.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
[γύρω στον απρίλιο ή τον μάιο]
Η ανασύνθεση των τελευταίων μηνών της ζωής της Λιλιάνα δεν είναι εύκολη. Εκτός από ένα κορίτσι έξυπνο και φωτεινό, μια φίλη αξιόπιστη και συχνά υπερπροστατευτική, μια κοπέλα πνευματώδη και ένα πειραχτήρι που ήξερε να ανακουφίζει και να πληγώνει με τα λόγια· πέρα από μια νεαρή φοιτήτρια που αγαπούσε όλο και περισσότερο το αντικείμενο σπουδών της· την οξυδερκή, όπως την περιέγραψε ένας απ’ τους φίλους της, τη χαρισματική, την αρχηγό· πέρα απ’ τη γυναίκα που πίστευε λίγο παραπάνω κάθε μέρα στον εαυτό της, υπήρχε και η Λιλιάνα που, όσο και να γυρνούσε τον κόσμο ανάποδα, δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις για να κατονομάσει τη βία που την ακολουθούσε στενά.
Ίσως και να υπήρξε αυτό το ημερολόγιο που μια από τις φίλες της, όχι απ’ τις πιο κοντινές, διαβεβαιώνει πως εκείνη έγραφε. Εγώ δεν το εντόπισα στα πράγματά της. Αυτό, όμως, που βρήκα ήταν ένα πλήθος χειρόγραφων σημειώσεων, διάσπαρτων εδώ κι εκεί στα τετράδια της σχολής της, ανάμεσα σε πνευματώδεις πραγματείες για αψίδες και στεγαστικό σχεδιασμό, ιστορία της τέχνης και πολλαπλές εργασίες. Άστοχα τοποθετημένα ανάμεσα στις σελίδες των τετραδίων, ή σφραγισμένα σε τσίγκινα κουτιά, ή μέσα σε τσάντες ή δερμάτινα πορτοφόλια, υπήρχαν και τα ραβασάκια που έγραφε στον εαυτό της ή εκείνα που λάμβανε από άλλους. Όλα αυτά είναι κομμάτια ενός πολύ περίπλοκου παζλ που δεν θα καταφέρω να ολοκληρώσω ποτέ. Το ένα πάνω στ’ άλλο, αυτά τα γραπτά είναι στρώματα εμπειρίας που έχουν απολιθωθεί με την πάροδο του χρόνου. Το καθήκον μου τώρα είναι να τα ξε-απολιθώσω. Με τη φροντίδα ενός αρχαιολόγου που αγγίζει χωρίς να καταστρέφει, που ξεσκονίζει χωρίς να συνθλίβει, η πρόθεσή μου είναι να αναλύσω και συνάμα να διατηρήσω αυτά τα γραπτά· να τα απο- και ανασυγκειμενοποιήσω σε μια ανάγνωση του σήμερα. Ούτε η Λιλιάνα ούτε όσοι την αγαπούσαμε δεν είχαμε στη διάθεσή μας τα εργαλεία, μια γλώσσα που να μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε τα σημάδια του κινδύνου. Αυτή η τύφλωση, η διόλου εκούσια αλλά υποχρεωτικά κοινωνική, συνέβαλε στη δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών στο Μεξικό και σε όλο τον κόσμο. Όπως ορθά υποστήριξε η Σνάιντερ στο No Visible Bruises, όσα δεν γνωρίζαμε για την ενδοοικογενειακή βία και τη συντροφική κακοποίηση, στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα και σε μία χώρα όπου η βία κατά των γυναικών αυξανόταν με ανησυχητικούς ρυθμούς, εισέβαλαν μια νύχτα στο σπίτι της αδελφής μου στο Ασκαποτσάλκο, της τοποθέτησαν ένα μαξιλάρι πάνω στο πρόσωπο και της πήραν τη ζωή. Θάνατος από ασφυξία. Όμως η προεργασία της, η υποχθόνια και αδιάκοπη δουλειά της βίας, είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν, όταν η αδελφή μου ήταν μονάχα μια έφηβη. Και η Λιλιάνα, θαρραλέα και παθιασμένη, προσπάθησε με κάθε μέσο αυτό που τόσες γυναίκες στην ίδια θέση έχουν κάνει: εναντιώθηκε στη βία, προσπάθησε να της ξεφύγει, την αρνήθηκε, συνδέθηκε μαζί της, της αντιστάθηκε, την αφόπλισε, διαπραγματεύτηκε μαζί της, έκανε ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς ώσπου, ελάχιστο καιρό πριν απ’ τη γυναικοκτονία που της αφαίρεσε τη ζωή, έφυγε μακριά του. Ξέφυγε απ’ τον Άνχελ. Συναισθηματικά. Σωματικά.
Με τη φροντίδα ενός αρχαιολόγου που αγγίζει χωρίς να καταστρέφει, που ξεσκονίζει χωρίς να συνθλίβει, η πρόθεσή μου είναι να αναλύσω και συνάμα να διατηρήσω αυτά τα γραπτά· να τα απο- και ανασυγκειμενοποιήσω σε μια ανάγνωση του σήμερα.
Σύμφωνα με τη Σνάιντερ και το χρονικό του αυξανόμενου κινδύνου που προτείνει για σχέσεις που χαρακτηρίζονται από συντροφική βία, οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους από τα χέρια των πρώην συντρόφων τους τρεις μήνες μετά τον χωρισμό ή τους τρεις μήνες μετά τη συνειδητοποίηση απ’ την πλευρά του κακοποιητή ότι αυτή τη φορά ο χωρισμός είναι πραγματικός. Οριστικός. Αν ισχύει αυτό, αν είναι σωστά έστω και κάποια απ’ τα συμπεράσματα στα οποία έχουν καταλήξει οι ειδικοί βάσει χιλιάδων ποσοτικών δεδομένων και χιλιάδων ανεκτίμητων μαρτυριών κακοποιημένων γυναικών, τότε κάτι πρέπει να συνέβη στις αρχές του 1990 μεταξύ της Λιλιάνα και του Άνχελ, κάτι καινούριο και κατηγορηματικό, κάτι αρκετά ξεκάθαρο για να ανοίξει διάπλατα την πόρτα στην έμφυλη βία. Κάτι ίσως γύρω στον Μάρτιο ή τον Απρίλιο. Κάτι γύρω στον Μάιο.
[ένα σύστημα από τετράδια
και σκόρπιες σημειώσεις]
Τα τέσσερα τετράδιά της ήταν μέσα σε ένα χάρτινο κουτί, ανάμεσα σε πολλά ακόμα πράγματα: πινέλα και αυτοκόλλητα, στιλό, κοπίδια, χαρτιά ακουαρέλας και ριζόχαρτα, κάρτες, βιβλία, σκουλαρίκια και βραχιόλια, διάφορα κουτάκια. Ήταν δύο τετράδια Scribe σε μέγεθος φακέλου και δύο σχολικού τύπου, όλα τους σπιράλ και με πυκνό καρέ στις σελίδες, στα οποία κρατούσε σημειώσεις από το πέμπτο ως το όγδοο εξάμηνο, αυτό που τελικά δεν ολοκλήρωσε. Όσα γράφτηκαν σε αυτά τα τετράδια –πολλά απ’ τα οποία ήταν χρονολογημένα– μετατράπηκαν στη ραχοκοκαλιά αμέτρητων σκόρπιων σημειώσεων που άρχισαν να εμφανίζονται σε άλλα σημεία. Στη Λιλιάνα άρεσε να φυλάει πράγματα, ειδικά μικρά πράγματα. Είχε, για παράδειγμα, τακτοποιήσει χρονολογικά όλες τις αποδείξεις από το βιβλιοπωλείο Λούμεν που είχε από το 1988: μια χοντρή δέσμη, διπλωμένη στα δύο, που επιδεικνύει όχι μόνο τις οργανωτικές της ικανότητες, αλλά και την αρχειοθετική δουλειά κάποιας που δεν νοιαζόταν μόνο για την αφηρημένη σκέψη ή την εξομολόγηση μυστικών, αλλά και για τις πιο πεζές πτυχές της υλικής ζωής. Ορισμένες από τις σημειώσεις σε αυτά τα τετράδια, ωστόσο, είναι χωρίς ημερομηνία. Σ’ αυτές είναι που το χρώμα του μελανιού ή τα ίχνη των γραμμάτων με βοήθησαν να εντοπίσω, τουλάχιστον κατά προσέγγιση, τη χρονολογία που γράφτηκαν.
Αφότου τέθηκε το ευρύτερο χρονοδιάγραμμα, το πιο σταθερό, άρχισα να το δια/''''uyνθίζω με τα υπόλοιπα άπειρα σημειώματα που εμφανίζονταν σε διάσπαρτα χαρτάκια ή χαρτοπετσέτες ή εισιτήρια του τρένου. Κάποια είχαν ημερομηνία, άλλα όχι. Χρησιμοποίησα την ίδια μέθοδο: χρώμα μελανιού,xcv[bvcxz γραφικό χαρακτήρα, θεματολογία. Πρόσθεσα επίσης τις επιστολές, καθώς και λοιπές σημειώσεις ή μηνύματα που έλαβε εκείνη την περίοδο. Μετέγραψα τα πάντα, προσπαθώντας να δημιουργήσω ένα χρονοδιάγραμμα που να βγάζει λίγο ως πολύ νόημα, προσπαθώντας να αναβιώσω ένα προς ένα τα ίχνη της. Με τη σειρά μου, κράτησα σημειώσεις σε μικρά έγχρωμα post-it. Αυτά τα τοποθέτησα, δίπλα στα υπόλοιπα υλικά και με χρονολογική σειρά, στο ορθογώνιο τραπέζι της τραπεζαρίας, όταν ο χώρος του γραφείου δεν ήταν πια αρκετός.
Έχω την εντύπωση ότι σε κάθε στιγμή, ακόμα και στις πιο σκοτεινές, η Λιλιάνα δεν έπαψε να βλέπει τον εαυτό της ως τη συγγραφέα της ζωής της.
Αυτό που προέκυψε ήταν ένας χάρτης ή, μάλλον, ένα σχέδιο. Οι γραμμές του πλάνου που υποδήλωναν τα θεμέλια και τους τοίχους ήταν εκεί, το ίδιο κι αυτές που άνοιγαν χώρο για το παράθυρο και τον φεγγίτη. Ο πειρασμός να ανασυνθέσω τη ζωή της Λιλιάνα ως θύματος αβοήθητου μπροστά στη συντριπτική αρσενική δύναμη ήταν μεγάλος. Γι’ αυτό προτίμησα να μιλήσει η ίδια: Έχω την εντύπωση ότι σε κάθε στιγμή, ακόμα και στις πιο σκοτεινές, η Λιλιάνα δεν έπαψε να βλέπει τον εαυτό της ως τη συγγραφέα της ζωής της. Όπως πολλές γυναίκες στην κατάστασή της, η Λιλιάνα δοκίμασε τα πάντα –να έχει γύρω της έναν ισχυρό κύκλο από φίλους, να ερωτευτεί άλλα αγόρια με πιο ελεύθερο τρόπο, να αφοσιωθεί με ενθουσιασμό στην αρχιτεκτονική, να προετοιμαστεί για μια αυτόνομη ζωή–, όμως κάθε φορά, τις πιο απροσδόκητες στιγμές, ο Άνχελ την αιφνιδίαζε ξανά και ξανά, λέγοντάς της ότι την αγαπούσε, ζητώντας της συγγνώμη, βεβαιώνοντάς την ότι θα άλλαζε. Και δεν ζητούσε απλώς: Απαιτούσε μια απάντηση που, έτσι και πήγαινε κόντρα στις επιθυμίες του, μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα μια οργή που εκφραζόταν με ζήλια, χτυπήματα, διαρκή παρενόχληση, απειλές αυτοκτονίας και ίσως ακόμα και απειλές κατά αγαπημένων προσώπων της. Κι αυτό η Λιλιάνα το γνώριζε καλά. Το γνώριζε καλά για τουλάχιστον έξι χρόνια. Το κοινωνικό της πλαίσιο την περιόριζε με τον ζουρλομανδύα του κανονικοποιημένου σεξισμού και τα πιο βίαια άκρα ενός πατριαρχικού συστήματος που μέχρι πολύ πρόσφατα θεωρούνταν η φυσιολογική κατάσταση των πραγμάτων, αλλά η Λιλιάνα, που μερικές φορές περιέγραφε τον εαυτό της ως λυπημένη ή απογοητευμένη, ήταν πρόθυμη μέχρι το τέλος να μην αφήσει τον εαυτό της να πέσει. Κυριολεκτικά. Ή να σηκωθεί ξανά, εάν έπεφτε. Εγώ πιστεύω βαθιά σε εκείνη τη Λιλιάνα. Αγαπώ βαθιά εκείνη και όλες τις Λιλιάνες. Όμως εδώ, αυτό που μετράει είναι η φωνή της και η γραφή της, όσα έγραψε.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
18 Οκτωβρίου 2019. Η Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα ταξιδεύει από το σπίτι της στο Τέξας στην Πόλη του Μεξικού, αναζητώντας έναν παλιό, ανεξιχνίαστο ποινικό φάκελο. «Ονομάζομαι Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα, γράφει στο αίτημά της προς τον γενικό εισαγγελέα, «και σας γράφω ως συγγενής της Λιλιάνα Ριβέρα Γκάρσα, η οποία δολοφονήθηκε στις 16 Ιουλίου 1990». Έχουν περάσει είκοσι εννέα χρόνια. Είκοσι εννέα χρόνια, τρεις μήνες και δύο μέρες από τη δολοφονία της Λιλιάνα από έναν βίαιο πρώην φίλο. Εμπνευσμένη από τα φεμινιστικά κινήματα σε όλο τον κόσμο και εξοργισμένη από την παγκόσμια επιδημία γυναικοκτονίας και βίας από συντρόφους, η Κριστίνα ξεκινά τον δρόμο της προς τη δικαιοσύνη. Το Αήττητο Καλοκαίρι της Λιλιάνα είναι ο απολογισμός –και το αποτέλεσμα– αυτής της αποστολής.