Προδημοσίευση αποσπάσματος ενός διηγήματος από την ανθολογία της Σίρλεϊ Τζάκσον [Shirley Jackson] «Η λοταρία και άλλες ιστορίες» (μτφρ. Χρυσόστομος Τσαπραΐλης), η οποία θα κυκλοφορήσει στις 24 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Λουίζα, γύρνα σπίτι, σε παρακαλώ
«Λουίζα» ακούστηκε η φωνή της μητέρας μου από το ραδιόφωνο· με φόβισε πολύ για μια στιγμή. «Λουίζα» είπε «γύρνα σπίτι, σε παρακαλώ. Πάνε τρία ατέλειωτα χρόνια από όταν σε είδαμε τελευταία φορά· Λουίζα, σου υπόσχομαι, όλα θα πάνε καλά. Μας λείπεις τόσο πολύ. Σε θέλουμε πίσω ξανά. Λουίζα, γύρνα σπίτι, σε παρακαλώ».
Κάθε χρόνο. Στην επέτειο της ημέρας που το έσκασα από το σπίτι. Κάθε φορά που το άκουγα τρόμαζα επειδή ανάμεσα στον έναν χρόνο και τον επόμενο ξεχνούσα πώς ήταν η φωνή της μητέρας μου, τόσο απαλή και παράξενη με αυτόν τον ικετευτικό τόνο. Την άκουγα κάθε χρόνο. Διάβαζα τα άρθρα στις εφημερίδες «Η Λουίζα Τέθερ εξαφανίστηκε πριν από έναν χρόνο» – ή δύο ή τρία· περίμενα την 20ή του Ιούνη λες και ήταν τα γενέθλιά μου. Στην αρχή κράταγα όλα τα αποκόμματα, στα κρυφά όμως· θα ήταν κάπως περίεργο να με έβλεπε κανείς να κόβω τη φωτογραφία μου όταν αυτή βρισκόταν σε όλα τα πρωτοσέλιδα. Το Τσάντλερ όπου κρυβόμουν ήταν αρκετά κοντά στο παλιό μου σπίτι ώστε οι εφημερίδες του να ασχολούνται εκτεταμένα με το θέμα, αλλά, φυσικά, ο κύριος λόγος που διάλεξα το Τσάντλερ ήταν επειδή πρόκειται για μια πόλη αρκετά μεγάλη ώστε να μπορώ να κρυφτώ μέσα της.
Να ξέρετε πως δεν ξύπνησα μια μέρα και αποφάσισα έτσι αυθαίρετα να φύγω. Πάντα ήξερα ότι θα το έσκαγα από το σπίτι, αργά ή γρήγορα, και είχα κάνει από πριν σχέδια για όταν αποφάσιζα να φύγω. Τα πάντα έπρεπε να λειτουργήσουν στην εντέλεια την πρώτη φορά, γιατί συνήθως δεν σου δίνουν δεύτερη ευκαιρία να κάνεις κάτι τέτοιο και, όπως και να ’χει, αν κάτι πήγαινε στραβά, θα έμοιαζα με απίστευτο βλάκα, και η αδερφή μου η Κάρολ δεν άφηνε ποτέ κανέναν να ξεχάσει όποια βλακεία έκανε. Ομολογώ πως το σχεδίασα επίτηδες για τη μέρα πριν από τον γάμο της Κάρολ και για αρκετό καιρό μετά προσπαθούσα συνεχώς να φανταστώ το πρόσωπο της Κάρολ όταν αυτή είχε συνειδητοποιήσει πως η φυγή μου θα την άφηνε με μια παράνυφο λιγότερη. Οι εφημερίδες όμως έγραψαν ότι ο γάμος πραγματοποιήθηκε κανονικά και η Κάρολ είπε σε έναν δημοσιογράφο πως αυτό ήταν που θα ήθελε η αδερφή της η Λουίζα. «Ποτέ δεν θα ήθελε να χαλάσει τον γάμο μου» είπε η Κάρολ, γνωρίζοντας πολύ καλά πως αυτό ακριβώς ήταν που ήθελα. Είμαι αρκετά σίγουρη πως το πρώτο πράγμα που είχε κάνει η Κάρολ όταν είχε μάθει πως ήμουν αγνοούμενη ήταν να πάει και να μετρήσει τα γαμήλια δώρα για να δει τι είχα πάρει μαζί μου.
Όπως και να ’χει, μπορεί ο γάμος της Κάρολ να είχε γίνει άνω κάτω, αλλά τα δικά μου σχέδια λειτούργησαν περίφημα – καλύτερα από ό,τι περίμενα, για να είμαι ειλικρινής. Όλοι έτρεχαν μέσα στο σπίτι και στόλιζαν με λουλούδια και ρώταγαν ο ένας τον άλλον αν το νυφικό είχε έρθει, άνοιγαν κουτιά με σαμπάνιες και αναρωτιούνταν τι θα έκαναν αν έβρεχε και δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον κήπο, και εγώ απλώς έκλεισα την εξώπορτα πίσω μου και έφυγα. Υπήρχε μόνο μια δύσκολη στιγμή, όταν με είδε ο Πολ· ο Πολ έμενε πάντα δίπλα μας, και η Κάρολ τον μισεί περισσότερο και από όσο μισεί εμένα. Η μητέρα μου πάντα συνήθιζε να λέει ότι κάθε φορά που έκανα κάτι που τους έκανε να ντρέπονται για μένα ήταν σίγουρη πως ο Πολ ήταν μπλεγμένος. Για μεγάλο διάστημα πίστευαν πως είχε κάποια ανάμειξη στη φυγή μου, παρόλο που εκείνος τους είπε ξανά και ξανά πόσο πολύ είχα προσπαθήσει να τον αποφύγω εκείνο το απόγευμα όταν με είχε συναντήσει καθώς κατέβαινα το δρομάκι του σπιτιού. Οι εφημερίδες επέμεναν να τον αναφέρουν ως «στενό οικογενειακό φίλο», κάτι που πρέπει να είχε κάνει πανευτυχή τη μητέρα μου, και να λένε πως η αστυνομία τον ανέκρινε για πιθανά στοιχεία σχετικά με την τοποθεσία μου. Φυσικά, δεν ήξερε καν πως εκείνη τη στιγμή το έσκαγα από το σπίτι· του είχα πει απλώς αυτό που είχα πει και στη μητέρα μου πριν φύγω – πως έβγαινα να πάρω λίγο αέρα, να ξεσκάσω από όλη τη σύγχυση και τον ενθουσιασμό· πήγαινα στο κέντρο και μάλλον θα έτρωγα κάπου ένα σάντουιτς για μεσημεριανό και θα πήγαινα να δω καμιά ταινία. Με είχε προβληματίσει για μια στιγμή, επειδή ήθελε να έρθει κι αυτός μαζί μου. Δεν είχα σκοπό να πάρω το λεωφορείο από τη γωνία μας, αλλά με τον Πολ να με ακολουθεί και να θέλει να τον περιμένω να πάρει το αμάξι και να πάμε για φαγητό στο Ιν έπρεπε να φύγω γρήγορα με το πρώτο πράγμα που θα ερχόταν, οπότε και είχα τρέξει για το λεωφορείο αφήνοντας τον Πολ να στέκεται εκεί· αυτό ήταν το μόνο μέρος του σχεδίου μου που χρειάστηκε να αλλάξω.
Η μητέρα μου πάντα συνήθιζε να λέει ότι κάθε φορά που έκανα κάτι που τους έκανε να ντρέπονται για μένα ήταν σίγουρη πως ο Πολ ήταν μπλεγμένος. Για μεγάλο διάστημα πίστευαν πως είχε κάποια ανάμειξη στη φυγή μου, παρόλο που εκείνος τους είπε ξανά και ξανά πόσο πολύ είχα προσπαθήσει να τον αποφύγω εκείνο το απόγευμα όταν με είχε συναντήσει καθώς κατέβαινα το δρομάκι του σπιτιού.
Πήρα το λεωφορείο μέχρι το κέντρο, παρόλο που αρχικά σχεδίαζα να περπατήσω. Τελικά αυτό αποδείχτηκε αρκετά καλύτερο, μιας και δεν είχε σημασία αν με έβλεπε κανείς να πηγαίνω με το λεωφορείο στο κέντρο της πόλης όπου ζούσα, ενώ κατάφερα να προλάβω και ένα τρένο που έφευγε νωρίτερα. Αγόρασα ένα εισιτήριο μετ’ επιστροφής· αυτό ήταν σημαντικό επειδή έτσι θα νόμιζαν πως θα επέστρεφα· αυτός ήταν πάντα ο τρόπος που σκέφτονταν. Αν κάνεις κάτι, πρέπει να έχεις έναν λόγο να το κάνεις, επειδή η μητέρα και ο πατέρας μου και η Κάρολ ποτέ δεν έκαναν κάτι αν δεν υπήρχε λόγος· έτσι, αν αγόραζα ένα εισιτήριο μετ’ επιστροφής, η μόνη πιθανή εξήγηση ήταν πως θα επέστρεφα. Επίσης, αν νόμιζαν πως θα επέστρεφα, δεν θα ανησυχούσαν τόσο γρήγορα και μπορεί να είχα περισσότερο χρόνο να κρυφτώ πριν ξεκινήσουν να με ψάχνουν. Εντέλει, η Κάρολ είχε ανακαλύψει εκείνη τη νύχτα πως είχα φύγει επειδή δεν μπορούσε να κοιμηθεί και είχε έρθει στο δωμάτιό μου για να ζητήσει ασπιρίνη, οπότε τελικά είχα λιγότερο προβάδισμα από ό,τι νόμιζα.
Ήξερα πως θα ανακάλυπταν ότι είχα αγοράσει εισιτήριο· δεν ήμουν αρκετά ανόητη ώστε να υποθέσω πως μπορούσα να το σκάσω και να μην αφήσω κάποιο ίχνος. Όλα μου τα σχέδια βασίζονταν στο γεγονός πως αυτοί που πιάνονται είναι αυτοί που τραβούν την προσοχή κάνοντας κάτι παράξενο ή αξιοπερίεργο, και αυτό που σκόπευα από την αρχή ήταν να χαθώ κάπου στο περιθώριο όπου δεν θα μπορούσαν ποτέ να με βρουν. Ήξερα πως θα ανακάλυπταν την αγορά του εισιτηρίου μετ’ επιστροφής επειδή πρόκειται για μια πράξη ασυνήθιστη για κάποια που έχει ζήσει ολόκληρη τη ζωή της στην πόλη· αυτό ήταν όμως το τελευταίο περίεργο πράγμα που έκανα. Όταν το αγόρασα, σκέφτηκα πως αυτό το εισιτήριο μετ’ επιστροφής θα ήταν μια παρηγοριά για τη μητέρα και τον πατέρα μου. Θα ήξεραν πως, όσο καιρό και να έμενα μακριά, θα είχα τουλάχιστον πάντα ένα εισιτήριο για να γυρίσω σπίτι. Πράγματι, κράτησα το εισιτήριο για αρκετό καιρό. Το κουβαλούσα στο πορτοφόλι μου για γούρι.
Παρακολουθούσα τα πάντα στις εφημερίδες. Η κυρία Πίκοκ και εγώ τις διαβάζαμε στο τραπέζι του πρωινού πίνοντας τη δεύτερη κούπα καφέ πριν πάω για δουλειά.
«Τι λες για αυτό το κορίτσι που εξαφανίστηκε στο Ρόκβιλ;» μου έλεγε η κυρία Πίκοκ και εγώ κούναγα λυπημένα το κεφάλι μου και έλεγα πως μια κοπέλα πρέπει να είναι πραγματικά τρελή για να αφήσει ένα όμορφο πολυτελές σπίτι σαν κι αυτό ή έλεγα πως είχα μια διαίσθηση ότι δεν είχε φύγει – ίσως η οικογένεια την είχε κλειδωμένη κάπου επειδή ήταν μανιακή δολοφόνος. Η κυρία Πίκοκ πάντα λάτρευε οτιδήποτε είχε να κάνει με μανιακούς δολοφόνους.
Μια φορά σήκωσα την εφημερίδα και κοίταξα έντονα τη φωτογραφία. «Νομίζετε πως μου μοιάζει;» ρώτησα την κυρία Πίκοκ, και αυτή έγειρε πίσω και κοίταξε πρώτα εμένα και μετά τη φωτογραφία και μετά ξανά εμένα και εντέλει κούνησε το κεφάλι της και είπε «Όχι. Αν είχες μακρύτερα μαλλιά και πιο κατσαρά και το πρόσωπό σου ήταν λίγο πιο γεμάτο, τότε μπορεί να υπήρχε κάποια μικρή ομοιότητα, αλλά, έπειτα, αν έμοιαζες με μανιακή δολοφόνο, δεν θα πέρναγε καν από το μυαλό μου να σε βάλω στο σπίτι μου».
«Νομίζω πως μου μοιάζει λίγο» είπα.
«Πήγαινε στη δουλειά και σταμάτα να είσαι ματαιόδοξη» μου είπε η κυρία Πίκοκ.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Σε αυτά τα διηγήματα αποκαλύπτεται το λογοτεχνικό εύρος της Shirley Jackson, μιας απαράμιλλης στιλίστριας του τρόμου, που ξέρει πώς να παίζει μαεστρικά με το αλλόκοτο, το φρικιαστικό αλλά και το αστείο, μιας παραμυθούς που το ταλέντο της «στοιχειώνει» τη λογοτεχνία μέχρι και σήμερα.
«Τα διηγήματα του βιβλίου προέρχονται από τις συλλογές H λοταρία και άλλες ιστορίες (1949) και Σκοτεινές ιστορίες (2016) και στην πλειοψηφία τους θυμίζουν στιγμιότυπα δίχως αρχή και τέλος, δίχως συμβατικά ικανοποιητική, τελεσίδικη κατάληξη. Οι εξηγήσεις αποφεύγονται, ιδίως όσον αφορά το παράδοξο στοιχείο· η Jackson δεν προσπαθεί να αναλύσει παρά μονάχα να ανιχνεύσει τον τρόπο με τον οποίο το ανοίκειο αλληλεπιδρά με το άτομο και το κοινωνικό σύνολο, για να δημιουργήσει γραμμές φυγής, αφορμές για αποξενώσεις των εμπλεκομένων από τη ληθαργική επήρεια του γνώριμου».
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Αμερικανίδα Shirley Jackson (Σίρλεϊ Τζάκσον, 1916-1965) είναι μία από τις πλέον επιδραστικές συγγραφείς του 20ού αιώνα. Σημαντική εκπρόσωπος του γοτθικού τρόμου και βραβευμένη δημιουργός μυθιστορημάτων και διηγημάτων του υπερφυσικού –τιμήθηκε με το O. Henry Prize το 1949 και ήταν υποψήφια για το National Book Award το 1960–, η Jackson έχει επηρεάσει τους σημαντικότερους λογοτέχνες του είδους, όπως τον Stephen King, την Gillian Flynn, τον Neil Gaiman, κ.ά. Από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα της είναι το διήγημα «Η λοταρία» και το μπεστ σέλερ Οι δαίμονες του Χιλ Χάουζ.