Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ανί Ενρό [Annie Ernaux] «Η άλλη κόρη» (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 25 Ιουνίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η σειρά των δύο αφηγήσεων, η δική μου και η δική σου, είναι ανάστροφη εκείνης του χρόνου, της πορείας του χρόνου. Είναι μια σειρά κατά την οποία λίγο έλειψε να πεθάνω προτού πεθάνεις εσύ. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό: την Κυριακή του καλοκαιριού του 1950, όταν ακούω την αφήγηση για τον θάνατό σου, δεν φαντάζομαι, θυμάμαι. Βλέπω, με μια ακρίβεια αναμφίβολα πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι τώρα, το δωμάτιο του Λιλμπόν, το κρεβάτι τους παράλληλο με το παράθυρο, και στο πλάι το δικό μου από ξύλο τριανταφυλλιάς. ΣΕ ΒΛΕΠΩ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ.
Διαβάζω στο λεξικό Larousse του 1949: «Ο τέτανος αφότου εκδηλωθεί είναι συνήθως θανατηφόρος. Εντούτοις αναφέρονται περιπτώσεις θεραπείας με τη χορήγηση αντιτετανικού ορού σε υψηλές, επαναλαμβανόμενες δόσεις». Καμιά μνεία περί εμβολίου. Από το διαδίκτυο, μαθαίνω ότι ήταν ωστόσο υποχρεωτικό από το 1940 για όλα τα παιδιά, αλλά ότι ουσιαστικά κυκλοφόρησε μετά το 1945.
Θαρρώ ότι ανέκαθεν ήμουν πεπεισμένη για την υπεροχή του ορού έναντι του νερού της Λούρδης, αποσιωπώντας τη βέβαια τις σπάνιες φορές που ανέφερα αυτό το επεισόδιο της παιδικής μου ηλικίας, για παράδειγμα το 1964 σε έναν φοιτητή της Ιατρικής, στο δωμάτιό του στην οδό Μπουκέ, στη Ρουέν, όταν μου μιλούσε για τις εφημερίες του στο νοσοκομείο και για προσβληθέντες από τέτανο ασθενείς που πέθαιναν μέσα σε αφόρητους πόνους. Μου ξανάρθαν τότε τα τρομακτικά λόγια της μητέρας μου άλλοτε τους έπνιγαν ανάμεσα σε δυο στρώματα.
Μεταξύ των ερωτημάτων που δεν έθεσα ποτέ στον εαυτό μου: γιατί εσένα δεν σου έδωσαν νερό της Λούρδης; Ή μήπως σου έδωσαν και δεν έπιασε;
Ορός ή αγιασμένο νερό, δεν έχει και τόση σημασία. Λούρδη, Λα Σαλέτ, Λιζιέ, Φατίμα, ζούσαμε με την πιθανότητα του θαύματος, εσαεί παρόν στα λόγια των ιερέων και των καλογραιών του οικοτροφείου, στα φυλλάδια που πωλούσαν στην εκκλησία, εκείνο τον καιρό Le Pèlerin, La Croix, ακόμα και η «μικρή Μαρί», ένα από τα παιδιά της «Μπριζίτ» –ιδανική φιγούρα της γυναίκας στην ομώνυμη σειρά βιβλίων και μεγάλο μπεστ σέλερ– που γιάτρεψε την αναπηρία του με το νερό της σπηλιάς.
Η πραγματικότητα δεν διαπερνά τις δοξασίες της παιδικής ηλικίας. Με αυτήν, τη δοξασία του θαύματος, ζούσα το 1950. Ίσως και να εξακολουθώ να ζω. Και το μόνο που μετράει είναι ότι η πρώτη αφήγηση, εκείνη του προαναγγελθέντος θανάτου μου και της ανάστασής μου οδήγησε στη δεύτερη, εκείνη του θανάτου σου και της αναξιότητάς μου. Στο πώς συνδέονται. Ποιες απτές αλήθειες υψώθηκαν. Γιατί βέβαια χρειάστηκε να τα βγάλω πέρα με τούτη τη μυστηριώδη ανακολουθία: εσύ η καλή κόρη, η μικρή αγία, δεν σώθηκες, εγώ ο δαίμονας ήμουν ζωντανή. Κάτι περισσότερο από ζωντανή, ζωντανή ως εκ θαύματος.
Χρειάστηκε λοιπόν να πεθάνεις στα έξι σου για να έρθω εγώ στον κόσμο και να σωθώ.
Έχω μόνον έξι δικές σου φωτογραφίες, κι αυτές μου τις έδωσαν κάποιες ξαδέλφες, ορισμένες ύστερα από την ταφή της μητέρας μου, άλλες πρόσφατα. Ήξερα δύο, τις οποίες φύλαγε η μητέρα μου σε ένα συρτάρι της ντουλάπας της και που εξαφανίστηκαν γύρω στα 1980, σίγουρα τις πέταξε σε μια από τις ολέθριες ενορμήσεις της, τους προάγγελους του αλτσχάιμερ.
Περηφάνια και ενοχή γιατί, μέσα από μια δυσνόητη βούληση, επιλέχθηκα για να ζήσω. Ίσως πιο πολύ περηφάνια για την επιβίωσή μου παρά ενοχή. Επιλεγμένη όμως για να κάνω τι. Στα είκοσί μου, αφού είχα κατέβει στην κόλαση της βουλιμίας και του στερεμένου μηνιαίου αίματος, ήρθε η απάντηση: για να γράψω. Στο δωμάτιό μου στο πατρικό σπίτι, κόλλησα στον τοίχο μια φράση του Κλοντέλ, την οποία αντέγραψα προσεκτικά σε ένα μεγάλο φύλλο χαρτί καψαλισμένο στις άκρες με αναπτήρα, σαν μια συμφωνία με τον διάβολο: «Ναι, πιστεύω πως δεν ήρθα στον κόσμο για το τίποτα, υπήρχε μέσα μου κάτι το οποίο ο κόσμος δεν μπορούσε να στερηθεί».
Δεν γράφω επειδή εσύ πέθανες. Πέθανες για να γράψω εγώ, κι αυτό κάνει τη μεγάλη διαφορά.
Έχω μόνον έξι δικές σου φωτογραφίες, κι αυτές μου τις έδωσαν κάποιες ξαδέλφες, ορισμένες ύστερα από την ταφή της μητέρας μου, άλλες πρόσφατα. Ήξερα δύο, τις οποίες φύλαγε η μητέρα μου σε ένα συρτάρι της ντουλάπας της και που εξαφανίστηκαν γύρω στα 1980, σίγουρα τις πέταξε σε μια από τις ολέθριες ενορμήσεις της, τους προάγγελους του αλτσχάιμερ.
Σε τούτες τις φωτογραφίες, εκτός από αυτή που σε δείχνει μωρό, θα πρέπει να είσαι μεταξύ τεσσάρων κι έξι χρονών. Αναμφίβολα έχουν τραβηχτεί με τη μηχανή που, καταπώς έλεγαν οι γονείς, είχαν κερδίσει στην προπολεμική εμποροπανήγυρη και που θα την κρατήσουν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50, τη χρησιμοποιούσα κι εγώ συχνά. Σχεδόν πάντα, χαμηλώνεις το κεφάλι κάνοντας μια γκριμάτσα ή προστατεύεις τα μάτια με το χέρι σου, θαρρείς και το φως σε ενοχλούσε πολύ, τόσο που δεν το άντεχες. Σε ένα πρόσφατο γράμμα, η ξαδέλφη μου η Ζ., που κι αυτή το διαπίστωσε, καταλήγει στο συμπέρασμα: «Δεν φαίνεται χαρούμενη».
Αυτό το σχόλιο με αναστάτωσε σφόδρα. Ήσουν άραγε ευτυχισμένη; Δεν έθεσα ποτέ για σένα το ερώτημα της ευτυχίας, λες και ήταν κάτι το αφηρημένο, το παράλογο, το προσβλητικό, για ένα πεθαμένο μικρό κορίτσι. Λες και η οδύνη τους για τον χαμό σου, ο καημός τους για την καλοσύνη σου, αποδείξεις της αγάπης τους, συνιστούσαν την εγγύηση της ευτυχίας σου. Σύμφωνα με τη δοξασία πως η αγάπη των άλλων σε κάνει ευτυχισμένο, εσύ την είχες αδιαμφισβήτητα. Οι αγίες είναι ευτυχισμένες. Ίσως εσύ να μην ήσουν.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Έπρεπε να πεθάνεις, να θυσιαστείς, για να έρθω εγώ στον κόσμο
Μια ηλιόλουστη καλοκαιρινή Κυριακή ένα κοριτσάκι μαθαίνει κάτι που της αλλάζει τη ζωή για πάντα: οι γονείς της είχαν άλλη μια κόρη, που πέθανε δυο χρόνια πριν τη γέννηση της ίδιας. Μια αποκάλυψη κομβικού χαρακτήρα που πυροδοτεί την ένταση αυτού του σύντομου βιβλίου, καθώς η Annie Ernaux ξεκινάει ένα γράμμα σε αυτή την άγνωστη αδερφή, ένα γράμμα που δεν στάλθηκε ποτέ – ένα ανείπωτο μυστικό που σφραγίζει όχι μόνο την παιδική ηλικία, και τη διαμόρφωση της μικρής, αλλά και τη λογοτεχνική της ιδιοσυγκρασία.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Annie Ernaux (Ανί Ερνό, 1940) είναι μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες συγγραφείς της Γαλλίας. Έχει λάβει πλήθος διακρίσεων για το πλούσιο πεζογραφικό της έργο που αφορμάται από την προσωπική της εμπειρία, στο οποίο ξεχωριστή θέση έχει η αυτοβιογραφία της με τίτλο Τα χρόνια (2008). Μεταξύ άλλων τιμήθηκε με το βραβείο Μαργκερίτ Γιουρσενάρ για τη συνολική της συνεισφορά στα γράμματα, ενώ ήταν υποψήφια για το Man Booker International το 2019. Το 2022 η Σουηδική Ακαδημία της απένειμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.