Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Όλιβερ Λοβρένσκι [Oliver Lovrenski] «Όταν ήμασταν μικροί» (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη), το οποίο κυκλοφορεί στις 14 Μαΐου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
gdje si, srce moje?
όταν ήμουν πιο μικρός, όλη η φαμίλια γιόρταζε διάφορα, όπως γενέθλια και χριστούγεννα, και γυρνούσαμε γύρω γύρω από το δέντρο κρατώντας τα χέρια και τραγουδούσαμε, χωρίς πλάκα τώρα, κι ο κύκλος ήταν αρκετά μεγάλος για να φέρει βόλτα το δέντρο, χριστούγεννα αλά ντίσνεϊ, χωρίς πλάκα, με παϊδάκια, μπιφτέκια, λουκάνικα, τα καλύτερα μιλάμε, και μετά χτυπούσαμε κι εκείνα τα βαφλομπισκότα, άι γιάι, πόπα ήταν, μπρο!
κι ένα καλοκαίρι, η Μπάμπα κι εγώ ήμασταν στην πατρίδα και σκάνε μύτη πέντε τυπάκια απ’ τη νορβηγία, ξαδέρφια, όλοι μαζί στο σπίτι, κήπος, μπάρμπεκιου, επιτραπέζια, όχι-δεν-θέλω-αντηλιακό, και το βράδυ βλέπαμε αγώνες μποξ, καθένας με τ’ ακουστικά του, καλωδιωμένοι, μην κουνιέσαι, ρε παιδί μου, θα μου βγάλεις τα δικά μου, και το κινητό πάνω απ’ το κεφάλι προς το παράθυρο, γιατί εδώ είναι βαλκάνια, αδερφέ, και για να πιάσεις σήμα πας στη στέγη
ήμασταν εκεί δυο μήνες κάθε καλοκαίρι, εγώ κι η Μπάμπα, οι δυο μας μόνο, σχεδόν όλη την ώρα, μου πάσαρε χαρτζιλίκι κάθε βδομάδα, κι ενώ εκείνη δούλευε στο pc, εγώ έφερνα βόλτα με το ποδήλατο τα στενά και την παραλία κι αγόραζα τηγανητές πατάτες και ενεργειακά ποτά και μετά καθόμουν στα τείχη στον ήλιο και χάζευα το μπλε της θάλασσας και τ’ άσπρα καραβάκια και μοιραζόμουν τα φαΐ μου με τις γάτες και μερικά πράγματα δεν τα λες πουθενά, ξέρω, αλλά μου λείπει η Μπάμπα
παιδιά του μάη 1
όταν ήμουν μικρός κι ήθελα να γίνω μποξέρ και πήρα τα πρώτα μου γάντια και τακάκια, ήμουν στης Μπάμπα δύο φορές τη βδομάδα, και ζούσε κι εκείνη κατά περιόδους μαζί μας, οπότε έμαθε να κρατάει τα τακάκια για να μπορώ να προπονούμαι μαζί της, παρόλο που ήταν ειρηνίστρια και παιδί του μάη του ’68 και save-the-children και για-όλα-φταίνε-οι-ηπα, κι έτσι καθόμασταν στο σαλόνι κι εκείνη έλεγε ένα, ένα δύο, διπλό τζαμπ, κροσέ, κι όταν πήρα έξτρα γάντια σχεδόν ματσάκι ρίχναμε, χωρίς πλάκα, φορούσε τα γάντια λες κι ήταν ο ρόκι έξι, χαχά
κι ενώ μισούσε τη βία και τις μάχες, κι όταν λέω τις μισούσε εννοώ τις μισούσε φουλ, εξακολουθούσε να προπονείται μαζί μου ώρες ολόκληρες, να γελάει, να χαμογελάει, το ζεστό της γέλιο αναπηδούσε από τοίχο σε τοίχο, εγώ ήμουν έξι χρονών, μετά εφτά, οχτώ, μου είπε περίμενε και θα δεις, αγόρι μου, θα τους βγάζεις όλους νοκ άουτ, οπότε ναι, πόνεσε κάπως πολύ όταν αρρώστησε, γιατί πάντα αυτή ήταν η δυνατή
πρώτη μέρα στη δουλειά 1
ο γιούνας μπορεί να ’ναι αδερφός, αλλά χωρίς πλάκα τώρα, αυτό το αγόρι είναι στο εντελώς λάθος περιβάλλον
σήμερα κατεβήκαμε κέντρο, εγώ, ο γιούνας, ο μάρκο (ο αρζάν είναι σε κατ’ οίκον περιορισμό), και ξαφνικά πέφτει σύρμα ότι δυο τύποι, σε αντίθετες μεριές της πόλης, χρειάζονται σταφ σε χρόνο ντετέ και ύστερα από μερικά ναι μεν αλλά στέλνουμε τον γιούνας να συναντήσει τον έναν
εγώ κι ο μάρκο πάμε στον άλλον, ο γιούνας έχει πεταχτεί ήδη στον έναν, κι η καρδιά μου πάει να σπάσει, το μυαλό τίγκα στις σκέψεις, γιατί ο γιούνας δεν έχει ξαναπαραδώσει ούτε πίτσα στη ζωή του, κι υπάρχουν λόγοι γι’ αυτό, αλλά ως συνήθως ο μάρκο μπαίνει σε mode φάμιλι θέραπι, λέει, αδερφέ, χαλαρά, εμπιστεύσου τον, θα πάει πρίμα, γουάλα, δεν είναι παιδί πια, κι εγώ σκέφτομαι aight, πώς στον διάλο να τα σκατώσει πια, και μετά χτυπάει το τηλέφωνο και με την πιο λεπτή τρεμάμενη φωνούλα ο γιούνας λέει εεεε ναι, κ-κ-κάτι συνέβη, το πράμα έκανε φ-φ-φτερά
σήμερα κατεβήκαμε κέντρο, εγώ, ο γιούνας, ο μάρκο (ο αρζάν είναι σε κατ’ οίκον περιορισμό), και ξαφνικά πέφτει σύρμα ότι δυο τύποι, σε αντίθετες μεριές της πόλης, χρειάζονται σταφ σε χρόνο ντετέ και ύστερα από μερικά ναι μεν αλλά στέλνουμε τον γιούνας να συναντήσει τον έναν
πρώτη μέρα στη δουλειά 2
και οκέι, θα ήταν άλλο αν ξαφνικά του την είχαν πέσει δώδεκα μεγαλύτεροι ξερωγώ με ματσέτες κι αεροπλάνα και τανκς και στο τέλος αυτός είχε μείνει να παλεύει με νύχια και με δόντια στιλ θρυλικός πολεμιστής, αλλά όχι, ο πελάτης τού είπε απλώς ξέχασα τα φράγκα, πρέπει να πάω να τα πάρω, κι ο γιούνας απάντησε ναι, όχι εντάξει περιμένω εδώ, και surprise surprise ο τύπος δεν ξαναγύρισε ποτέ
οπότε μετά έπρεπε να χάσουμε μισή μέρα να βρούμε αυτό το μαλακιστήρι, να πάρουμε τηλέφωνα, να περάσουμε από συγκεκριμένα στέκια στην πόλη, αλλά τίποτα, κανένας μάγκας πουθενά
στο τέλος ο μάρκο είδε το στόρι που είχε ποστάρει ένας φίλος του, τους δυο τους να χτυπάνε, και τότε τα παίρνουμε όλοι κρανίο και λέμε, κοίτα ρε, ποστάρουν το σταφ μας, τιναυτοί ρε οι μαλάκες, ξεχνάνε ποιοι είμαστε, κι ο μάρκο λέει, γουάλα, σήμερα θα κλάψουνε μανούλες και θ’ ανοίξουν τάφοι, κι έτσι πάμε γραμμή και τους βρίσκουμε και τους τραμπουκίζουμε λιγάκι, όχι πάρα πολύ, τύπου γλείψε τα παπούτσια μου, πέσε το κασέρι plus διακόσια, και το τραβάμε βίντεο – γιατί, μπρο, το ’χουμε ξανακάνει εκατοντάδες φορές, δεν θα κάτσουμε τώρα να πλέξουμε και βελονάκι
πρώτη μέρα στη δουλειά 3
οπότε δεν μπορώ να πω ψέματα, ο γιούνας έφαγε πολλή καζούρα μετά, ο μάρκο τού την έπεφτε όλη μέρα, γιατί παρόλο που ο γιούνας είναι αδερφός μου, ο μάρκο ήταν αυτός που τον μάζεψε πρώτος και τον θεωρούσε και λίγο ευθύνη του, αυτός τον υιοθέτησε, αυτός έπρεπε να του τρίξει τα δόντια
αφού στο τέλος το γύρισε και σε σωστά νορβηγικά, πράγμα που κάνει μόνο όταν μιλάει σοβαρά, αλλά είναι hilarious, γιατί ξαφνικά είναι λες και μιλάει κάνα παππούδι φιλόλογος, με τα γυαλιά να κρέμονται στο στήθος και γκρίζα γενειάδα ξερωγώ, τύπου: γιούνας, είμαι πραγματικά απογοητευμένος από τη συμπεριφορά σου, είσαι εντελώς ανίκανος, στερείσαι στοιχειωδών δεξιοτήτων, στερείσαι βασικών γνώσεων, κριτικής σκέψης κ.λπ. κ.λπ.
επιχειρηματικό δαιμόνιο
ξεκινήσαμε να πίνουμε γάρους στη β΄ γυμνασίου κι αφού βρήκαμε έναν για να έχουμε βέρια κι είχαμε ήδη πάρει σταφ για δύο μήνες, εκείνος λέει, παιδιά, ξέρετε πολλούς που πίνουν, κι εμείς λέμε ναι, φυσικά, κι εκείνος κουλ, θέλετε να βγάλετε λίγα φράγκα; κι έτσι πήραμε εγώ κι ο μάρκο το πρώτο εικοσιπεντάρι μας μαύρο, ο τυπάς μάς έδειξε πόσο είναι το ένα τζι, μηδέν οχτώ ακόμα καλύτερα, βγάζεις και κάτι παραπάνω έτσι, μετά μας δίνει το σταφ, σούπερ λέει, κάντε τη φάση σας αλλά αν το χάσετε δεν έχει άλλο, κι εμείς λέμε, ναι, ναι, εκατό τοις εκατό, καραστρεσαρισμένοι ήμασταν αλλά το παίζαμε κουλ, τα βάζουμε λοιπόν στο κουτάκι με το snus, τα πουλάμε, πάμε πίσω, παίρνουμε νέα και μπουμ! έτσι πήραμε την πρώτη γεύση μας από ρευστό, αυτό ήταν, και γιάλα, κοίτα μας τώρα
χάρτης και πυξίδα
κάτι μήνες αργότερα ήμασταν σχολείο και πετάγεται ένας και λέει, γιο! έχει πέσει σύρμα ότι θα πλακώσουν μπάτσοι με γαβ, κοιταζόμαστε λοιπόν με τον μάρκο σαν δυο φυγάδες, μαλάκα, θα μας μπουζουριάσουν, στη στενή για μια ζωή, οπότε την κάνουμε τρέχοντας για το δάσος πίσω απ’ το σχολείο κι αρχίζουμε και σκάβουμε μισό μέτρο μες στο υγρό χώμα και χώνουμε μέσα όλο το σταφ και μαχαίρια και ζύγια και σακουλάκια με φράγκα και κουτιά με γάρους και χαρτάκια και ρίχνουμε αποπάνω χώμα και τσακιζόμαστε να γυρίσουμε πίσω, και φτάνοντας στο σχολείο βλέπουμε ότι όντως ο τόπος ήταν τίγκα στο μπατσικό και στα σκυλιά, μέχρι κι ελικόπτερο είχαν φέρει, κι όταν ένας καθηγητής ρώτησε πού ήσασταν, τι κάνατε στο δάσος, ο μάρκο λέει, αφού είχαμε orienteering στη γυμναστική
ακριβά ταξίδια ανά τον κόσμο
και μια μέρα η μάνα του μάρκο βρήκε σταφ και κάτι χαρτονομίσματα στο δωμάτιό του και λίγες ώρες αργότερα καθόμασταν στη βηρυτό κι ο μάρκο γκρίνιαζε, τα παππούδια ρε παρατούσαν το σχολείο και γεια σας, φααγιοφαάγιο,14 κι εμείς καθόμαστε δω με χρησιμοποιημένο snus και zero φράγκα, δεν είναι παράξενο που δεν πουλάμε ρε
6 καρβέλια 2 αυγά 4 φλιτζάνια αγάπη
ήμασταν κροατία, στο σπίτι της, στο σαλόνι, με τα παράθυρα και την μπαλκονόπορτα ορθάνοιχτα, πριν συμβούν όλα αυτά, ήμουν μικρός ακόμα, δέκα ίσως, και καθόμουν στο τραπέζι ενώ εκείνη ήταν στην κουζίνα μ’ ένα σωρό πιάτα και τηγάνια και φρέσκο ψωμί από τον φούρνο κι έφτιαχνε αυγόφετες, κι είχα ξαναφάει και πριν αυγόφετες και ξανάφαγα ύστερα απ’ αυτό, αλλά σαν τις αυγόφετες εκείνης της μέρας δεν ξανάφαγα έκτοτε, είκοσι ολόκληρες φέτες μαζί έφαγα, ίσως και περισσότερες, και τις νιώθω ακόμα στην κοιλιά μου όταν φυσάει ή όταν τρέχω να προλάβω το λεωφορείο, εκείνη με ρωτούσε θες κι άλλες κι εγώ έλεγα ναι, κι έτσι πήγε, ατελείωτα, γιατί για κάποιον λόγο οι φέτες δεν τελείωναν ποτέ κι εγώ δεν χόρταινα κι ήταν ωραίες αυτές οι στιγμές και μου κόλλησαν στο μυαλό και στην καρδιά κι ακόμα και τώρα δεν ξέρω τι έβαζε στο μιξ, αν ήταν ζάχαρη, κάρδαμο, έκστασι ή απλώς αγάπη
κι είχα ξαναφάει και πριν αυγόφετες και ξανάφαγα ύστερα απ’ αυτό, αλλά σαν τις αυγόφετες εκείνης της μέρας δεν ξανάφαγα έκτοτε, είκοσι ολόκληρες φέτες μαζί έφαγα, ίσως και περισσότερες, και τις νιώθω ακόμα στην κοιλιά μου όταν φυσάει ή όταν τρέχω να προλάβω το λεωφορείο...
Μπάμπα
πέρυσι ήταν, με πήρε τηλέφωνο η μαμά και μου λέει, πρέπει να πας στο νοσοκομείο, μπορεί να συμβεί από στιγμή σε στιγμή, κι εγώ λέω τώρα; ο γιατρός είπε ότι έχει δυο χρόνια ακόμα, πριν από μια βδομάδα το ’πε, να πούμε, τι σκατά ημερολόγια έχουν εδώ πέρα, ποιος τους έμαθε μαθηματικά;
αλλά εντάξει, πάω λοιπόν, εκείνη δεν μπορούσε να μιλήσει πολύ, είπε ότι πονούσε σ’ όλο της το σώμα, όλα πονάνε, οπότε κατά κάποιον τρόπο δεν ήταν εκεί, εγώ τσιμουδιά, όλη η φαμίλια αποπάνω της, όπως όταν ήμασταν μικρά και γιορτάζαμε χριστούγεννα, λέει η μαμά, αν θες να της πεις κάτι πες το τώρα, εγώ ψιθύρισα είσαι η καλύτερη Μπάμπα του κόσμου κι εκείνη είπε μόνο φχμμμφ
αργότερα εκείνο το βράδυ έφερνα βόλτες το νοσοκομείο με τις ώρες κι έκλεβα αποδώ κι αποκεί πακετάκια με λέφσε από διάφορες πτέρυγες και πάω στο δωμάτιό της, όλη η φαμίλια γύρω απ’ το κρεβάτι της Μπάμπα, αγκαλιαζόντουσαν και κλαίγανε, είχε νυχτώσει, σκέφτηκα μου αρέσει να αγκαλιάζονται, όχι να μαλώνουν, πόσο πιο ωραία θα ήταν αν το έκαναν συχνότερα
η κηδεία
βοήθησα να κουβαλήσουμε το φέρετρο, ήταν τίγκα βαρύ, κι όταν περνούσαμε ανάμεσα στα στασίδια στην εκκλησία μάς κοιτούσαν όλοι, δεν γίνεται να κλάψω τώρα σκεφτόμουν, πρέπει να είμαι δυνατός για τη μαμά
και πριν από μερικές βδομάδες η μάνα μου γυρίζει και μου λέει, όλα ξεκίνησαν την επομένη, την επομένη του θανάτου της Μπάμπα, τότε άλλαξες
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Είναι νέοι, μες στην όρεξη, την οργή και τα χάπια. Θέλουν να κατακτήσουν τους δρόμους. Θέλουν όσα δεν είχαν ποτέ. Ο Ίβορ και οι κολλητοί του, ο Μάρκο, ο Γιούνας και ο Αρζάν, είναι δεκάξι χρονών, ζουν ο ένας για τον άλλον, και κατρακυλούν όλο και βαθύτερα στη μέθη, τη βία, την παραβατικότητα. Εκεί όμως καταφέρνουν να βρουν το γέλιο και την αγάπη, αποδεικνύοντας πως ο ακατάλυτος δεσμός που τους ενώνει είναι και αυτός που θα τους σώσει. Ένα εκρηκτικό βιβλίο για τη φιλία, το πένθος, τον εθισμό και την επιβίωση στο Όσλο του σήμερα. Μια σπάνια λογοτεχνική ματιά στο σκληρό περιβάλλον της σύγχρονης μεγαλούπολης, όπου η ζεστασιά και το χιούμορ απειλούνται συνεχώς αλλά δεν εκλείπουν.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Oliver Lovrenski (Όλιβερ Λοβρένσκι) γεννήθηκε στην Κροατία το 2003 και μεγάλωσε στη Νορβηγία όπου και ζει. Το Όταν ήμασταν μικροί είναι το πρώτο του βιβλίο. Μέσα σε έναν χρόνο από την κυκλοφορία του έχει γίνει μπεστ σέλερ στη Νορβηγία και μεταφράζεται σε 15 γλώσσες. Είναι ο νεαρότερος συγγραφέας που κερδίζει το Norwegian Booksellers’ Prize, έχει τιμηθεί με το The Oslo City Ar tist Prize και ήταν υποψήφιος για το Tarjei Vesaas’ Debutant Prize, το Norwegian Radio’s Literary Award και το Brage Prize (Best fiction of the year).