Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Κλερ Κίγκαν [Claire Keegan] «Τα τρία φώτα» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 27 Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Νωρίς μια Κυριακή, μετά την πρώτη λειτουργία στο Κλόνεγκαλ, ο πατέρας μου, αντί να με πάει σπίτι, οδηγεί μέσα από το Γουέξφορντ προς την ακτή απ’ όπου είναι η οικογένεια της μητέρας μου. Είναι μια ζεστή μέρα, φωτεινή, με διάσπαρτες σκιές και πρασινωπές ξαφνικές λάμψεις κατά μήκος του δρόμου. Περνάμε μέσα από το χωριό Σιλέιλι, όπου κάποτε ο πατέρας μου έχασε την κόκκινη αγελάδα μας στα χαρτιά, και προσπερνάμε την αγορά του Κάρνου, όπου ο άντρας που κέρδισε το ζωντανό το πούλησε λίγο αργότερα. Ο πατέρας μου πετάει το καπέλο του στη θέση του συνοδηγού, κατεβάζει το παράθυρο και ανάβει τσιγάρο.
Λύνω τις πλεξούδες μου με ένα τίναγμα του κεφαλιού και ξαπλώνω ανάσκελα στο πίσω κάθισμα, κοιτάζοντας ψηλά από το πίσω τζάμι. Άλλοτε ο ουρανός είναι καθαρός, γαλάζιος. Κι άλλοτε σύννεφα κάτασπρα σαν από κιμωλία καλύπτουν το γαλάζιο, όμως η εικόνα που παραμένει είναι ένα μεθυστικό χάος από ουρανό και δέντρα, που το σκίζουν εδώ κι εκεί καλώδια πάνω από τα οποία, κάθε τόσο, πετάνε με ορμή μικρά καφετί σμήνη από φευγαλέα πουλιά.
Αναρωτιέμαι πώς να είναι εκεί, αυτό το μέρος που ανήκει στους Κινσέλα. Φαντάζομαι μια ψηλή γυναίκα όρθια από πάνω μου, να με βάζει να πιω γάλα, ζεστό ακόμη από την αγελάδα. Φαντάζομαι μια άλλη, όχι και τόσο πιθανή εκδοχή της, με ποδιά, να χύνει το μείγμα για τις τηγανίτες σε ένα τηγάνι, ρωτώντας με αν θα ήθελα κι άλλο, όπως κάνει καμιά φορά η μητέρα μου όταν είναι στις καλές της. Ο άντρας δεν θα την περνάει στο ύψος.
Θα με πάει στην πόλη με το τρακτέρ και θα μου πάρει ροζ λεμονάδα και πατατάκια. Ή θα με βάλει να καθαρίζω στάβλους και να μαζεύω τις πέτρες και να ξεριζώνω τα αγριόχορτα και τα ζιζάνια από τα χωράφια. Τον φαντάζομαι να βγάζει από την τσέπη του αυτό που ελπίζω ότι είναι ένα κέρμα των 50, αλλά τελικά είναι ένα μαντίλι. Αναρωτιέμαι αν μένουν σε κάποιο παλιό αγρόκτημα ή σε μια ολοκαίνουργια φάρμα, αν έχουν εξωτερική τουαλέτα ή εσωτερικό μπάνιο με λεκάνη και τρεχούμενο νερό. Με φαντάζομαι ξαπλωμένη σε ένα σκοτεινό υπνοδωμάτιο με άλλα κορίτσια, να λέμε πράγματα που δεν θα τολμούσαμε να επαναλάβουμε όταν πια ξημέρωνε.
Μοιάζει να έχει περάσει ένας αιώνας, όταν το αυτοκίνητο κόβει ταχύτητα και στρίβει σε ένα ασφαλτοστρωμένο, στενό δρομάκι, μια ανατριχίλα όταν οι ρόδες βρίσκουν με δύναμη στις μεταλλικές μπάρες της σχάρας για τα βόδια. Σε κάθε πλευρά, πυκνοί θάμνοι κομμένοι τετράγωνοι. Στο τέλος του δρόμου υπάρχει ένα μεγάλο λευκό σπίτι με δέντρα που τα κλαδιά τους σέρνονται στο χώμα.
«Μπαμπά» λέω. «Τα δέντρα».
«Τι έχουν;»
«Είναι άρρωστα» λέω.
«Είναι κλαίουσες ιτιές» μου λέει, και καθαρίζει τον λαιμό του.
Στην αυλή, στα ψηλά φωτεινά παράθυρα φαίνεται η αντανάκλαση του αυτοκινήτου. Βλέπω τον εαυτό μου να κοιτάζει από το πίσω κάθισμα, άγρια σαν μικρή γυφτοπούλα με τα μαλλιά λυτά, αλλά ο πατέρας μου, πίσω από το τιμόνι, μοιάζει ολόιδιος ο πατέρας μου. Ένα μεγάλο κυνηγόσκυλο χωρίς λουρί, με το τρίχωμά του σαν να ’χει λεκέδες από τις σκιές των δέντρων, αφήνει μερικά βραχνά απρόθυμα γρυλίσματα, κι έπειτα κάθεται στο σκαλοπάτι και κοιτάζει την πόρτα της εισόδου πίσω του όπου στέκεται ο άντρας. Το σώμα του τετράγωνο, σαν το σώμα των αντρών που ζωγραφίζουν μερικές φορές οι αδερφές μου, αλλά τα φρύδια του κάτασπρα, για να ταιριάζουν με τα μαλλιά του. Δεν μοιάζει καθόλου με το σόι της μητέρας μου, που είναι όλοι ψηλοί με μακριά χέρια, κι αναρωτιέμαι αν έχουμε έρθει σε λάθος σπίτι.
«Νταν» λέει ο άντρας και ανασκουμπώνεται.
«Πώς τα πας;»
«Τζον» λέει ο Μπαμπάς.
Γελάει και γλείφει τον αντίχειρά της και σκουπίζει κάτι στο μάγουλό μου. Νιώθω τον αντίχειρά της, πιο απαλό από της μαμάς μου, να καθαρίζει ό,τι ήταν αυτό που είχα. Όταν κοιτάζει τα ρούχα μου, βλέπω το λεπτό βαμβακερό μου φόρεμα, τα σκονισμένα μου σανδάλια μέσα από τα δικά της μάτια. Για μια στιγμή καμιά από τις δυο μας δεν ξέρει τι να πει.
Στέκονται, κοιτάζουν για μια στιγμή την αυλή και μετά αρχίζουν να μιλούν για τη βροχή: πόσο λίγη βροχή έχει ρίξει, πόσο χρειάζονται τη βροχή τα χωράφια, πόσο προσευχόταν ο ιερέας στο Κίλμακριτζ για τη βροχή το πρωί κιόλας, πως δεν έχουν ξαναζήσει καλοκαίρι σαν αυτό. Σταματάνε για λίγο κι ο πατέρας μου φτύνει και μετά η συζήτησή τους στρέφεται στις τιμές των ζωντανών, την ΕΟΚ, το βούτυρο, το κόστος του ασβέστη και των παρασιτοκτόνων για τα πρόβατα. Το έχω συνηθίσει αυτό, τον τρόπο που έχουν οι άντρες να μη μιλάνε: τους αρέσει να κλοτσάνε σβόλους χώμα στο γρασίδι με το τακούνι της μπότας τους, να κοπανάνε την οροφή ενός αυτοκινήτου πριν πάρει μπρος, να φτύνουν, να κάθονται με τα πόδια τους ορθάνοιχτα, λες και δεν τους καίγεται καρφί. Όταν βγαίνει έξω η κυρία Κινσέλα, δεν τους δίνει σημασία. Είναι ψηλότερη κι από τη μητέρα μου, κι έχει τα ίδια μαύρα μαλλιά, αλλά τα δικά της είναι κοντοκουρεμένα σαν κράνος. Φοράει μια εμπριμέ μπλούζα και ένα καφέ παντελόνι καμπάνα. Η πόρτα του αυτοκινήτου ανοίγει και είμαι έξω, μου δίνει ένα φιλί. Το πρόσωπό μου, όταν το φιλάει, γίνεται καυτό πάνω στο δικό της.
«Την τελευταία φορά που σε είδα ήσουν στο καρότσι» λέει, και κάνει ένα βήμα πίσω, περιμένοντας μια απάντηση.
«Το καρότσι έσπασε».
«Πώς στο καλό έγινε αυτό;»
«Το πήρε ο αδερφός μου για να κουβαλάει πράγματα και του έφυγε η ρόδα».
Γελάει και γλείφει τον αντίχειρά της και σκουπίζει κάτι στο μάγουλό μου. Νιώθω τον αντίχειρά της, πιο απαλό από της μαμάς μου, να καθαρίζει ό,τι ήταν αυτό που είχα. Όταν κοιτάζει τα ρούχα μου, βλέπω το λεπτό βαμβακερό μου φόρεμα, τα σκονισμένα μου σανδάλια μέσα από τα δικά της μάτια. Για μια στιγμή καμιά από τις δυο μας δεν ξέρει τι να πει. Ένα περίεργο, πνιγηρό αεράκι φυσάει στην αυλή.
«Έλα μέσα, αγάπη μου».
Με οδηγεί μέσα στο σπίτι. Για λίγο ο διάδρομος είναι σκοτεινός: όταν διστάζω, διστάζει κι εκείνη μαζί μου. Συνεχίζουμε ως τη ζέστη της κουζίνας όπου μου λέει να καθίσω, να νιώσω σαν στο σπίτι μου. Εκτός από τη μυρωδιά του φούρνου που καίει, διακρίνεται και λίγο απολυμαντικό, λίγη χλωρίνη. Βγάζει μια τάρτα ραβέντι από τον φούρνο και την αφήνει στον πάγκο να κρυώσει: ξέχειλη από αχνιστό σιρόπι, με τις λεπτές καλοψημένες λωρίδες ζύμης από πάνω. Ένα δροσερό αεράκι φυσάει από την πόρτα, αλλά εδώ όλα είναι ζέστη και ακινησία και καθαριότητα. Μεγάλες μαργαρίτες μένουν ακίνητες ακριβώς όπως το ψηλό ποτήρι όπου είναι βαλμένες. Κανένα σημάδι, πουθενά, άλλου παιδιού.
«Πώς είναι η μανούλα σου;»
«Κέρδισε ένα δεκάρικο στη λοταρία».
«Αποκλείεται».
«Αλήθεια» λέω. «Φάγαμε όλοι ζελέ και παγωτό και αγόρασε ένα καινούργιο λάστιχο κι ένα σετ με εργαλεία επιδιόρθωσης για το ποδήλατο».
«Τι ωραία που πρέπει να ’ταν».
«Ναι, ήταν» λέω και νιώθω ξανά τα ατσάλινα δόντια της χτένας πάνω στο κρανίο μου πριν φύγουμε το πρωί, τα δυνατά χέρια της μητέρας μου έτσι όπως μου έπλεκε σφιχτά τις πλεξούδες, την κοιλιά της στην πλάτη μου, σκληρή με το καινούργιο μωρό. Σκέφτομαι τα καθαρά βρακιά που έβαλε στη βαλίτσα, το γράμμα και τι μπορεί να είχε γράψει. Είχαν ανταλλάξει κουβέντες μεταξύ τους:
Πόσο καιρό να την κρατήσουν;
Δεν μπορούν να την κρατήσουν όσο θέλουν;
Αυτό θα τους πω; ρώτησε ο πατέρας μου.
Πες ό,τι θες. Πάντα αυτό κάνεις άλλωστε.
Τώρα, η κυρία Κινσέλα γεμίζει μια κεραμική κανάτα με γάλα.
«Η μητέρα σου πρέπει να έχει πολλά στο μυαλό της».
«Περιμένει τους εργάτες να έρθουν και να μαζέψουν τα άχυρα».
«Δεν τα μαζέψατε ακόμη;» λέει. «Σαν να αργήσατε λιγάκι ε;»
Όταν οι άντρες έρχονται από την αυλή, σκοτεινιάζει για λίγο και το φως επιστρέφει μόνο όταν κάθονται.
«Λοιπόν, κυρία μου» λέει ο Μπαμπάς τραβώντας μια καρέκλα.
«Νταν» λέει εκείνη, με μια διαφορετική φωνή.
«Τι καύσωνας σήμερα».
«Κάνει πολλή ζέστη, ναι». Γυρίζει την πλάτη της για να κοιτάει το τσαγερό, περιμένοντας.
«Πόσο θα χαίρονταν τα χωράφια με δυο στάλες βροχή».
«Τους επόμενους μήνες δεν θα μας λείψει καθόλου η βροχή». Κοιτάζει τον τοίχο λες κι είναι κρεμασμένη κάποια φωτογραφία εκεί, αλλά δεν υπάρχει καμία φωτογραφία σε αυτόν τον τοίχο, μόνο έναν μεγάλο μαονένιο ρολόι με δυο δείκτες κι ένα μεγάλο μπρούντζινο εκκρεμές, που πηγαίνει πέρα δώθε.
«Ήταν καλή χρονιά για τα σιτηρά όπως και να ’χει. Δεν το ’χω ξαναδεί αυτό» λέει ο Μπαμπάς. «Ο αχυρώνας είναι γεμάτος μέχρι απάνω. Παραλίγο να ανοίξω το κεφάλι μου στο δοκάρι της στέγης όπως τα ’σπρωχνα μέσα με την πιρούνα».
Αναρωτιέμαι γιατί ο πατέρας μου λέει ψέματα. Έχει μια τάση να λέει ψέματα για πράγματα που θα ήταν πολύ ωραία, αν ήταν αλήθεια. Κάπου, λίγο πιο μακριά, κάποιος έχει βάλει μπρος ένα αλυσοπρίονο και βουίζει για αρκετή ώρα στο βάθος, σαν μια μεγάλη σφήκα με κεντρί. Μακάρι να ήμουν εκεί έξω, να δουλεύω, γιατί δεν είμαι συνηθισμένη να κάθομαι ακίνητη και να μην ξέρω τι να κάνω με τα χέρια μου. Ένα κομμάτι μου θέλει ο πατέρας μου να με αφήσει εδώ πέρα, ενώ ένα άλλο κομμάτι μου θέλει να με πάει πίσω, σε αυτά που ξέρω. Είμαι σε ένα σημείο που δεν μπορώ να είμαι αυτό που ήμουν πάντα ούτε να γίνω αυτό που θα μπορούσα.
Ένα κομμάτι μου θέλει ο πατέρας μου να με αφήσει εδώ πέρα, ενώ ένα άλλο κομμάτι μου θέλει να με πάει πίσω, σε αυτά που ξέρω. Είμαι σε ένα σημείο που δεν μπορώ να είμαι αυτό που ήμουν πάντα ούτε να γίνω αυτό που θα μπορούσα.
Το τσαγερό βγάζει ατμούς και κοχλάζει τώρα που το νερό έχει βράσει, το ατσάλινο καπάκι του τραντάζεται με θόρυβο. Η φιγούρα μιας ασπρόμαυρης γάτας κινείται στο περβάζι του παραθύρου. Στο πάτωμα, πάνω στα τραχιά καθαρά πλακάκια, η σκιά της γυναίκας τεντώνεται, σχεδόν πλησιάζει την καρέκλα μου. Ο Κινσέλα σηκώνεται και παίρνει μια στοίβα πιάτα από το ντουλάπι, ανοίγει ένα συρτάρι, βγάζει μαχαίρια και πιρούνια, κουταλάκια. Ανοίγει το καπάκι από ένα βάζο παντζάρια, τα βάζει σε ένα πιατάκι με ένα μικρό πιρούνι σερβιρίσματος, αφήνει ένα άλειμμα για σάντουιτς και το λαδόξιδο για τη σαλάτα. Ο πατέρας κοιτάζει προσεκτικά. Ένα μπολ με ψιλοκομμένες ντομάτες και κρεμμυδάκια είναι ήδη έτοιμο, μια φραντζόλα φρέσκο ψωμί, ένα κομμάτι κόκκινο τσένταρ.
«Και πώς είναι η Μέρι» ρωτάει η γυναίκα.
«Η Μέρι; Θα γεννήσει όπου να ’ναι». Ο Μπαμπάς ακουμπάει πίσω στην καρέκλα του, ευχαριστημένος.
«Φαντάζομαι το προηγούμενο μωρό πήρε τα πάνω του;»
«Ε, ναι» λέει ο Μπαμπάς. «Το πρόβλημα είναι το τάισμα. Κανείς δεν έχει τόση όρεξη για φαγητό όσο ένα παιδί – και άκου με που σου λέω, κι αυτό εδώ είναι σαν όλα τα άλλα».
«Αχ, όλοι μας τρώμε του σκασμού, όσο κι αν μεγαλώσουμε» λέει η γυναίκα, λες και αυτό είναι κάτι που εκείνος θα έπρεπε να ξέρει.
«Κι αυτή τρώει – αλλά μπορείτε να τη βάλετε να δουλέψει».
Ο Κινσέλα σηκώνει το βλέμμα του. «Δεν θα χρειαστεί» λέει. «Το μόνο που θα έχει να κάνει το παιδί είναι να βοηθάει την Έντνα στο σπίτι».
«Θα κρατήσουμε το παιδί με χαρά» λέει κι εκείνη. «Είναι ευπρόσδεκτη εδώ».
«Θα σας φάει μέχρι και τα πόμολα» λέει ο Μπαμπάς «αλλά δεν νομίζω να το ξανακουβεντιάσουμε αυτό σε έναν χρόνο από τώρα».
Όταν καθόμαστε στο τραπέζι, ο Μπαμπάς κάνει να πιάσει το παντζάρι. Δεν χρησιμοποιεί το μικρό πιρούνι, αλλά το τσιμπάει και το καρφώνει στο πιάτο του με το δικό του πιρούνι. Λεκιάζει το ροζ ζαμπόν, κόκκινο σαν το αίμα. Σερβίρεται το τσάι. Επικρατεί ησυχία όσο τρώμε, που τη σπάνε μόνο τα μαχαίρια και τα πιρούνια που κομματιάζουν ό,τι βρίσκεται στα πιάτα μας. Λίγο αργότερα η τάρτα κόβεται σε κομμάτια. Κρέμα χύνεται πάνω στη ζεστή ζύμη, σχηματίζοντας λιμνούλες.
Τώρα που με παρέδωσε ο πατέρας μου και έφαγε όλο του το φαγητό, αγχώνεται να κάνει το τσιγάρο του· να καπνίσει και να φύγει. Πάντοτε το ίδιο: ποτέ δεν μένει σε ένα μέρος για πολλή ώρα μετά το φαγητό – όχι όπως η μητέρα μου που θα μίλαγε μέχρι το ξημέρωμα. Αυτό τουλάχιστον λέει ο πατέρας μου ακόμα κι αν δεν το έχω δει ποτέ μου να συμβαίνει. Για τη μαμά μου όλα είναι δουλειά: εμείς, η παρασκευή του βουτύρου, το φαγητό, η μπουγάδα και το ξύπνημα και η προετοιμασία για τη Λειτουργία και το σχολείο, να φροντίζει τα μοσχαράκια και να βρίσκει άντρες να οργώσουν και να σπείρουν τα χωράφια, να μετράει τα χρήματα και να κουρδίζει το ξυπνητήρι. Αλλά αυτό το σπίτι είναι διαφορετικό. Εδώ υπάρχει χώρος και χρόνος για σκέψη. Μπορεί να περισσεύουν και χρήματα.
«Λέω να πηγαίνω» λέει ο Μπαμπάς.
«Τι σ’ έπιασε και βιάζεσαι;» ρωτά ο Κινσέλα.
«Ο ήλιος είναι ψηλά και δεν έχω ψεκάσει ακόμη τις πατάτες».
«Δεν υπάρχει φόβος για καπνιά στη φετινή σοδειά» λέει η γυναίκα, αλλά σηκώνεται ούτως ή άλλως και βγαίνει από την πίσω πόρτα με ένα κοφτερό μαχαίρι. Θέλω να πάω μαζί της, να βγάλω τη λάσπη τραντάζοντας ό,τι είναι αυτό που κόβει και να το φέρω μέσα στο σπίτι. Κάτι σαν σιωπή φυτρώνει και ορθώνεται μεταξύ των αντρών όσο εκείνη είναι έξω.
«Δώσε αυτό στη Μέρι» λέει εκείνη, όταν επιστρέφει. «Πνίγομαι στο ραβέντι κάθε χρονιά».
Ο πατέρας μου της παίρνει το ραβέντι, αλλά είναι αμήχανος, σαν να κρατά ένα μωρό στην αγκαλιά του. Ένα κοτσάνι πέφτει στο πάτωμα και μετά ένα ακόμη. Εκείνος την περιμένει να σκύψει να το μαζέψει, να του το δώσει. Εκείνη περιμένει το ίδιο από κείνον. Κανένας τους δεν κουνιέται. Τελικά σκύβει να το μαζέψει ο Κινσέλα.
«Ορίστε» λέει.
Έξω στην αυλή, ο πατέρας μου πετάει το ραβέντι στο πίσω κάθισμα, κάθεται στο τιμόνι και βάζει μπρος.
«Καλή σας τύχη» λέει. «Ελπίζω αυτό το κορίτσι να μη σας βάλει σε μπελάδες».
Μετά στρέφεται σε μένα. «Κοίτα μην πέσεις και σκοτώθεις, ε».
Τον βλέπω να κάνει όπισθε, να στρίβει στο δρομάκι και να απομακρύνεται.