Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Μπερνάρντο Ατσάγα (Bernardo Atzaga) «Σπίτια και τάφοι» (μτφρ. Κώστας Αθανασίου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 3 Ιουνίου από τις εκδόσεις Εκκρεμές.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Στις 4 Σεπτεμβρίου, τα τρία παιδιά ανέβηκαν πιο ψηλά από ποτέ με τα καράβια τους, μέχρι τη ζώνη με τις φλαμουριές, και, μετά από έναν διαπληκτισμό ανάμεσα στα δίδυμα, σχετικά με την ποσότητα από πέτρες με την οποία θα τα ισορροπούσαν, έσκυψαν πάνω από το κανάλι και τα άφησαν στο έλεος του ρεύματος. Η πράσινη βάρκα βρέθηκε αμέσως στην πρώτη θέση και προτού διανύσουν το πρώτο μισό της καμπύλης είχε πάρει ήδη γύρω στα δέκα μέτρα πλεονέκτημα από την άσπρη πιρόγα και από την κόκκινη μαούνα. Ξαφνικά, κάτι έκανε τη βάρκα να σηκωθεί ψηλά και να χτυπήσει βίαια στο τοίχωμα. Υπήρξε ένας κυματισμός στο νερό του καναλιού. Ο Λουίς και ο Μαρτίν έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει.
«Ένα αγριογούρουνο!» ούρλιαξαν. Ο Ελίας άρχισε να βγάζει ήχους, σαν να καλούσε κάποιον, χωρίς όμως κανένας να καταλαβαίνει τίποτα.
Υπήρχε ένα αγριογούρουνο μέσα στο κανάλι, βυθισμένο στο νερό μέχρι τον λαιμό. Έστρεψε το βλέμμα στα παιδιά και προσπάθησε να αλλάξει κατεύθυνση, πρώτα προς την πλευρά του δρόμου, σαν να είχε σκοπό να τους επιτεθεί, και μετά προς την άλλη πλευρά, προσπαθώντας να σκαρφαλώσει στο τοίχωμα. Όμως δεν κατάφερνε να ξεπεράσει το ένα μέτρο ύψος που το χώριζε από το στέρεο έδαφος. Το δοκίμασε ξανά και ξανά, αλλά πάντα κατέληγε να πέφτει και να σκάει στο νερό με τα μπροστινά του πόδια, σαν να φοβόταν μήπως βυθιστεί. Μετά από κάθε πτώση, περίμενε γύρω στα είκοσι δευτερόλεπτα προτού το αποπειραθεί ξανά.
Η πράσινη βάρκα, η άσπρη πιρόγα και η κόκκινη μαούνα χάθηκαν από το βλέμμα καθώς κατέβαιναν το κανάλι.
Ο Λουίς σήκωσε μια βέργα και την κατηύθυνε προς το αγριογούρουνο. Ο Ελίας του την άρπαξε και τον σταμάτησε.
«Θέλω να του τη βάλω στο στόμα για να τη δαγκώσει», διαμαρτυρήθηκε ο Λουίς.
Με μια κίνηση του κεφαλιού, ο Ελίας τού υπέδειξε να μην το κάνει. Ο Μαρτίν σήκωσε κι αυτός τη βέργα, αλλά μόνο για να δείξει.
«Τρέχουν αίμα οι οπλές του», είπε.
Ήταν αλήθεια. Μουσκεμένο όπως ήταν, το τρίχωμά του φαινόταν κατάμαυρο, αλλά μπορούσε κανείς να δει κοκκινωπές κηλίδες ανάμεσα στα δάχτυλα των μπροστινών ποδιών.
Το αγριογούρουνο έκανε έναν πήδο, σαν να ήθελε να βουτήξει στο νερό, και απομακρύνθηκε γύρω στα πέντε μέτρα, προς τα εμπρός. Τα παιδιά έκαναν πίσω ένα δυο μέτρα, προς την αντίθετη κατεύθυνση.
«Με τρόμαξε για τα καλά!», είπε ο Λουίς, με τη βέργα πάλι υψωμένη.
Το αγριογούρουνο γρατζούνιζε το τοίχωμα του καναλιού. Για πρώτη φορά άκουσαν και το γρύλλισμά του, ένα είδος ρόγχου, πιο τραχύ από εκείνο του γουρουνιού.
«Ούτε από εκεί θα μπορέσει να ανεβεί», είπε ο Μαρτίν.
«Ούτε από εκεί ούτε από πουθενά. Αυτό το ζώο θα πνιγεί εδώ», έδωσε τη λύση ο αδελφός του.
Τώρα το αγριογούρουνο κουνούσε πέρα δώθε τα πίσω πόδια του, πασχίζοντας να ανασηκώσει το σώμα του και ανακατεύοντας τα νερά ολόγυρά του. Ήταν ανώφελο. Αργά, σταματώντας λίγο κατά διαστήματα για να αποπειραθεί να σκαρφαλώσει στο τοίχωμα, γλιστρούσε στο νερό κατεβαίνοντας το κανάλι.
«Μένει από δυνάμεις. Δεν μπορεί να παλέψει κόντρα στο ρεύμα», είπε ο Λουίς.
Σκύβοντας προς το νερό, το τσίγκλησε με τη βέργα στη μία πλευρά. Το αγριογούρουνο στράφηκε γρυλλίζοντας, σαν να πήγαινε να του επιτεθεί, δείχνοντάς του τους χαυλιόδοντές του. Τα παιδιά ένιωσαν στο πρόσωπό τους τις σταγόνες του νερού.
Τώρα το αγριογούρουνο κουνούσε πέρα δώθε τα πίσω πόδια του, πασχίζοντας να ανασηκώσει το σώμα του και ανακατεύοντας τα νερά ολόγυρά του. Ήταν ανώφελο. Αργά, σταματώντας λίγο κατά διαστήματα για να αποπειραθεί να σκαρφαλώσει στο τοίχωμα, γλιστρούσε στο νερό κατεβαίνοντας το κανάλι.
Ο Ελίας πέταξε στο έδαφος τον Λουίς και του πήρε τη βέργα. Άρχισε να στριγγλίζει: «Εεεεεεε!». Με τις φλέβες του λαιμού φουσκωμένες, έμοιαζε με άλλον άνθρωπο.
«Ο Ελίας έχει δίκιο! Άσε το αγριογούρουνο ήσυχο!» είπε ο Μαρτίν, απειλώντας τον αδελφό του με τη γροθιά του.
Ο Λουίς έτρεξε προς το αρτοποιείο. Ο Ελίας τον ακολούθησε, αλλά σταμάτησε λίγο πιο μπροστά, ακριβώς στην πέτρινη σκάλα, στο σημείο όπου το κανάλι γινόταν ευθεία. Ο Μαρτίν ήρθε αμέσως δίπλα του.
«Έχεις δίκιο, Ελίας! Το αγριογούρουνο θα μπορούσε να ανεβεί από δω!»
Τα δύο παιδιά βάλθηκαν να χτυπούν το νερό με τις βέργες στην αντίθετη κατεύθυνση, προσπαθώντας να κάνουν το αγριογούρουνο να πλησιάσει στα σκαλοπάτια. Ο Ελίας συνέχιζε να φωνάζει: «Εεεεεεε!». Ο Μαρτίν μιλούσε στο ζώο:
«Έλα σ’ αυτή την πλευρά! Προς τη σκάλα! Εδώ έχει ένα καλό σημείο για να βγεις!»
Το αγριογούρουνο δεν άλλαξε πορεία. Όταν έφτασε στο ύψος των παιδιών, άρχισε να χτυπάει με τα μπροστινά του πόδια το τοίχωμα, κατορθώνοντας για μερικά δευτερόλεπτα να βγάλει από το νερό το ένα τρίτο του σώματός του και να στηρίξει το ρύγχος του στο χείλος· αλλά γλίστρησε και βούλιαξε ξανά.
«Απ’ αυτή τη μεριά! Από τη σκάλα!» επαναλάμβανε ο Μαρτίν.
Το αγριογούρουνο έμεινε ακίνητο, κολλημένο στο τοίχωμα. Οι οπλές του ήταν καλυμμένες από αίμα.
«Δεν καταλαβαίνει!» είπε ο Μαρτίν αφήνοντας τη βέργα να πέσει στο έδαφος.
Ο Ελίας τη μάζεψε και του την ξανάδωσε. Μετά, έτρεξε μερικά μέτρα προς τα πάνω και πήδηξε στο νερό.
Ο Μαρτίν τρόμαξε.
«Πρόσεχε! Θα σε δαγκώσει!»
Ο Ελίας βγήκε από το κανάλι στην άλλη πλευρά. Θέλησε να φωνάξει, αλλά ήταν λαχανιασμένος και του έλειψε ο αέρας. Το κεφάλι του αγριογούρουνου ήταν τώρα πολύ κοντά του: τα αυτιά, το μέτωπο, τα μάτια, το ρύγχος, οι χαυλιόδοντες, η γλώσσα, ο ουρανίσκος. Το ζώο ήταν κι αυτό λαχανιασμένο. Τα μπροστινά του πόδια αιμορραγούσαν και οι οπλές και τα κενά ανάμεσα στα δάχτυλα ήταν κατακόκκινα. Ο Ελίας τού έβαλε τη βέργα στον λαιμό και το έσπρωξε προς την πέτρινη σκάλα. Ήταν ακριβώς εκεί μπροστά, γύρω στα τρία μέτρα σε διαγώνιο.
«Ανέβα από δω!» του φώναξε ο Μαρτίν.
Απομακρύνθηκε από τη σκάλα για να αφήσει την έξοδο ελεύθερη. Το αγριογούρουνο ρίχτηκε προς τα εμπρός και διέσχισε κολυμπώντας γύρω στα πέντε μέτρα.
«Είναι ανώφελο!» είπε ο Μαρτίν αφήνοντας πάλι τη βέργα του να πέσει κάτω.
Έκλαιγε. Το αγριογούρουνο συνέχιζε να κατεβαίνει το κανάλι, τώρα πια χωρίς να σταματάει, έχοντας αφεθεί να παρασύρεται από το ρεύμα, κάθε στιγμή και πιο κοντά στο αρτοποιείο και στον καταρράκτη. Δεν θα κατάφερνε να βγει.
Το κεφάλι του αγριογούρουνου ήταν τώρα πολύ κοντά του: τα αυτιά, το μέτωπο, τα μάτια, το ρύγχος, οι χαυλιόδοντες, η γλώσσα, ο ουρανίσκος. Το ζώο ήταν κι αυτό λαχανιασμένο. Τα μπροστινά του πόδια αιμορραγούσαν και οι οπλές και τα κενά ανάμεσα στα δάχτυλα ήταν κατακόκκινα.
Ο Ελίας μπήκε ξανά στο κανάλι και βγήκε στον δρόμο από τη σκάλα.
«Το προσπαθήσαμε», του είπε ο Μαρτίν.
Έτρεξαν μέχρι που έφθασαν στο ύψος του αγριογούρουνου και μετά μείωσαν τον ρυθμό για να μείνουν κοντά του. Καθώς βάδιζε, ο Ελίας έτριβε τα ρούχα του με το χέρι για να διώξει το νερό.
Πέρασαν πολλά λεπτά φωνάζοντας, εκτός εαυτού, και όταν έπαψαν συνειδητοποίησαν όχι μόνο τη σιωπή αλλά και ό,τι είχαν ολόγυρα. Βρίσκονταν εκεί που ήταν πάντα, κοντά στους ίδιους ανθρώπους όπως πάντα. Το αρτοποιείο ήταν στο ένα βήμα, και πιο κάτω, δίπλα στο ρυάκι, βρισκόταν το σπίτι του Μιγκέλ και, απέναντι από το σπίτι, το υπόστεγο, και μέσα στο υπόστεγο, ο ξυλουργικός πάγκος με τα εργαλεία, τα πριόνια, τα σκαρπέλα, τα σφυριά.
«Τα καράβια; Η πιρόγα μου;» ρώτησε ο Μαρτίν σταματώντας ξαφνικά.
Ο Ελίας συνέχισε να προχωράει χωρίς να του δώσει σημασία. Βάδιζε στο χείλος του καναλιού, κοιτάζοντας το αγριογούρουνο. Το ρεύμα παράσερνε το ζώο σαν σακί. Σύντομα θα έφτανε στο φράγμα και θα γκρεμιζόταν στο κενό.
Άκουσαν φωνές. Οι άνθρωποι του αρτοποιείου έρχονταν τρέχοντας από το μονοπάτι. Ο Λουίς και ο Δονάτο στην κεφαλή, πίσω ακριβώς ο Γέρος και ο Ελισέο με τα κυνηγετικά τους όπλα και σε μικρή απόσταση ακολουθούσαν ο Μιγκέλ και η Μάρτα. Στάθηκαν μόλις έφτασαν στο σημείο που το κανάλι χωριζόταν στα δύο.
«Εκεί! Εκεί!» αναφώνησε ο Λουίς.
«Δεν το βλέπω», είπε ο Γέρος προσπερνώντας και σφίγγοντας την καραμπίνα με τα δυο του χέρια.
«Εκεί, εκεί που είναι τα παιδιά», είπε ο Ελισέο ήρεμα, δείχνοντας το σημείο όπου βρίσκονταν ο Ελίας και ο Μαρτίν.
«Πυροβόλησε εσύ αν θες. Σου το αφήνω».
Το αγριογούρουνο αντιλήφθηκε την παρουσία της ομάδας και άρχισε να κολυμπάει μανιασμένα, από τη μια πλευρά στην άλλη, χωρίς σταθερή κατεύθυνση.
«Τώρα το βλέπω!» είπε ο Γέρος, πετώντας μια βλαστήμια. Έφερε την καραμπίνα στον ώμο και πυροβόλησε το ζώο.
«Δεν το πέτυχες. Θέλεις να του ρίξω εγώ;»
Ο Ελισέο γελούσε ήρεμα, απολαμβάνοντας τη στιγμή. Το δίκαννο που είχε ήταν πολύ εξεζητημένο. Ανάμεσα στο κοντάκι και τις δύο κάννες είχε μια ένθετη ασημένια πλάκα με το σχέδιο ενός λαγού.
«Άσε με εμένα, Ελισέο!» φώναξε ο Γέρος επαναλαμβάνοντας τη βλαστήμια και υψώνοντας ξανά την καραμπίνα.
Ο Ελίας άρχισε να τρέχει και ρίχτηκε πάνω του, γκρεμίζοντάς τον στο έδαφος. Η καραμπίνα αναπήδησε στον δρόμο μέχρι που σταμάτησε ένα δυο μέτρα πιο κάτω.
Δεν ακούστηκε καμιά φωνή από τον Γέρο, μόνο εκείνη του Ελίας: «Εεεεεεε!». Για μια στιγμή τού κόπηκε η ανάσα και μετά ξαναφώναξε: «Εεεεεεεεεε! Εεεεεεε!». Και τελικά, με όλες τις φλέβες του λαιμού φουσκωμένες, είπε: «Μην πυροβολήσεις!». Έτρεξε να μαζέψει την καραμπίνα από το έδαφος. Ο Δονάτο μπήκε στον δρόμο του. Τον αγκάλιασε και του την πήρε.
Ακούγονταν τα γρυλλίσματα του αγριογούρουνου. Πήγαινε από το ένα τοίχωμα του καναλιού στο άλλο, αλλά χωρίς να παύει να κατεβαίνει. Ο Ελίας δεν σταματούσε να ουρλιάζει: «Όχι! Όχι! Όχι!».
«Ηρέμησε», του είπε ο Δονάτο.
Ο Γέρος σηκώθηκε από κάτω.
«Μα τι έγινε, έχουμε τρελαθεί;…»
Ο Μιγκέλ τού έκανε ένα νεύμα να πάψει και απευθύνθηκε στον Δονάτο:
«Γρήγορα, φέρε τα φτυάρια».
Μετά μίλησε στον Ελίας:
«Γιατί θέλεις να βγάλεις το αγριογούρουνο από το κανάλι;»
«Δεν ξέρω».
«Αυτός δεν είναι λόγος».
Ο Ελίας έβαλε τα κλάματα.
«Γιατί οι οπλές του είναι γεμάτες αίματα!»