Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της Annie Ernaux «Το γεγονός» (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη), στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη –βραβευμένη με τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας πέρσι– ταινία. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στις 26 Μαΐου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Οι επόμενοι μήνες είναι λουσμένοι μ’ ένα ομιχλώδες φως. Βλέπω τον εαυτό μου να περπατάει, να περιπλανιέται στους δρόμους, συνεχώς. Όταν συλλογιέμαι εκείνη την περίοδο, μου έρχονται στον νου τίτλοι βιβλίων όπως Τα κύματα, Πέρα απ’ το καλό και το κακό ή ακόμα Ταξίδι στην άκρη της νύχτας. Αισθάνομαι ότι απεικονίζουν ιδανικά αυτό που βίωσα και ένιωσα τότε – κάτι το άφατο, κάτι που είχε τη δική του ομορφιά.
Για χρόνια ολάκερα, περιστρέφομαι γύρω από το συγκεκριμένο γεγονός της ζωής μου. Αν διαβάσω για μια έκτρωση σε κάποιο μυθιστόρημα, βυθίζομαι αμέσως σε μια κατάπληξη χωρίς εικόνες μήτε σκέψεις, θαρρείς και οι λέξεις μεταμορφώνονται ακαριαία σε δίνη συναισθημάτων. Ομοίως, αν τύχει και ακούσω ένα από τα τραγούδια που μου κρατούσαν συντροφιά εκείνη την περίοδο –«La javanaise», «J’ai la mémoire qui flanche»–, ταράζομαι.
Πάει μια βδομάδα, αφότου ξεκίνησα τούτη την αφήγηση, χωρίς να ξέρω αν θα τη συνεχίσω. Ήθελα απλώς να επαληθεύσω ότι η επιθυμία της γραφής ήταν ακόμη εκεί – η ίδια επιθυμία που με διαπερνούσε συνεχώς μόλις καταπιανόμουν με το βιβλίο το οποίο είχα αρχίσει πριν από δύο χρόνια. Αντιστεκόμουν όσο μπορούσα, όμως η ιδέα με στοίχειωνε. Η υποταγή σε αυτήν την παρόρμηση μου φαινόταν τρομακτική. Από την άλλη, σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να πεθάνω αύριο χωρίς να έχω κάνει τίποτα για το «γεγονός». Κι αυτό ακριβώς θα ήταν το παράπτωμά μου. Μια νύχτα, ονειρεύτηκα πως κρατούσα στα χέρια μου ένα βιβλίο που είχα γράψει για την έκτρωσή μου, αλλά που δεν υπήρχε σε κανένα βιβλιοπωλείο και δεν συμπεριλαμβανόταν σε κανέναν κατάλογο εκδοτικού οίκου. Στο κάτω μέρος του εξωφύλλου, με έντονα γράμματα, διάβαζες ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ. Δεν ήξερα αν το όνειρο σήμαινε ότι έπρεπε να γράψω το βιβλίο ή αν ήταν ανώφελο να το κάνω.
Μέσα από τούτη την αφήγηση, ο χρόνος γίνεται δράση και με παρασέρνει άθελά μου. Τώρα ξέρω ότι είμαι αποφασισμένη να φτάσω μέχρι τέλους, όποιο κι αν είναι το τίμημα, όπως ήμουν και τότε, στα είκοσι τρία μου, όταν έσκισα τη γνωμάτευση του γιατρού.
Μέσα από τούτη την αφήγηση, ο χρόνος γίνεται δράση και με παρασέρνει άθελά μου. Τώρα ξέρω ότι είμαι αποφασισμένη να φτάσω μέχρι τέλους, όποιο κι αν είναι το τίμημα, όπως ήμουν και τότε, στα είκοσι τρία μου, όταν έσκισα τη γνωμάτευση του γιατρού.
Θέλω να βυθιστώ ξανά σε κείνη την περίοδο της ζωής μου, να μάθω τι υπήρχε εκεί. Αυτή η εξερεύνηση θα αποτελέσει το υφάδι μιας αφήγησης, της μόνης ικανής να αποδώσει ένα γεγονός που δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από χρόνος που κυλούσε εντός και εκτός μου. Το ημερολόγιο που κρατούσα τότε θα μου δώσει τις απαραίτητες αποδείξεις και σημεία αναφοράς για να τεκμηριώσω τα συμβάντα. Πάνω απ’ όλα, θα προσπαθήσω να ξαναδώ προσεκτικά την κάθε εικόνα, μέχρις ότου νιώσω τη σωματική αίσθηση πως την «ξανασυναντώ», μέχρις ότου αναβλύσουν κάποιες λέξεις για τις οποίες μπορώ να πω «ναι, αυτό είναι». Θα επικαλεστώ καθεμιά από τις φράσεις, ανεξίτηλες μέσα μου, που, τότε, ήταν τόσο αβάσταχτες ή αντιθέτως τόσο παρηγορητικές, ώστε και η απλή θύμησή τους σήμερα με σκεπάζει μ’ ένα κύμα αποστροφής ή γλυκύτητας.
Το ότι η μορφή υπό την οποία βίωσα την εμπειρία της έκτρωσης –η παρανομία– ανήκει στο παρελθόν, δεν μου φαίνεται πειστικός λόγος για να την αφήσω θαμμένη – μολονότι το παράδοξο ενός ορθού νόμου είναι σχεδόν πάντα να υποχρεώνει τα πρώην θύματα να σωπαίνουν, εν ονόματι του «πάει αυτό, πέρασε», με αποτέλεσμα ό,τι συνέβη να καλύπτεται από την ίδια με πριν σιωπή. Ακριβώς επειδή σήμερα η έκτρωση δεν είναι πια κάτι το απαγορευμένο, μπορώ, αποφεύγοντας τις κοινωνικές αντιλήψεις και τις αναπόφευκτα απλουστευτικές διατυπώσεις της εξεγερμένης δεκαετίας του ’70 –«κακοποίηση των γυναικών» κ.λπ.–, να αντιμετωπίσω, στις πραγματικές του διαστάσεις, αυτό το αλησμόνητο γεγονός.
«Τα ακόλουθα άτομα υπόκεινται σε ποινή φυλάκισης και επιβολή προστίμου: 1) οι διαπράττοντες εκτρωτικές πράξεις οιασδήποτε μορφής· 2) οι υποδεικνύοντες ή ενθαρρύνοντες, τις εν λόγω πρακτικές, ιατροί, μαίες, φαρμακοποιοί και λοιποί υπαίτιοι· 3) οι προβαίνουσες σε έκτρωση ή οι συναινούσες σε αυτή γυναίκες· 4) οι υπαίτιοι παρότρυνσης για έκτρωση και προπαγάνδας υπέρ της αντισύλληψης. Επιπλέον, μπορεί να εκδοθεί απόφαση περί απαγόρευσης διαμονής στη χώρα για τους υπαίτιους, καθώς και για τους ανήκοντες στη δεύτερη κατηγορία, όπως επίσης και οριστική ή προσωρινή στέρηση του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματός τους». Nouveau Larousse Universel, έκδοση 1948
Ο χρόνος έπαψε να είναι μια αλληλουχία ανούσιων ημερών στις οποίες παρεμβάλλονται μαθήματα και διαλέξεις στο πανεπιστήμιο, απογεύματα σε καφέ και στη βιβλιοθήκη, που καταλήγουν στις εξετάσεις και στις καλοκαιρινές διακοπές, στο μέλλον. Ο χρόνος έγινε κάτι το άμορφο που μεγάλωνε μέσα μου και έπρεπε πάση θυσία να το καταστρέψω.
Πήγαινα στα μαθήματα Λογοτεχνίας και Κοινωνιολογίας, στο φοιτητικό εστιατόριο, έπινα καφέ δυο φορές τη μέρα στο La Faluche, το φοιτητικό μπαρ. Ζούσα σ’ έναν διαφορετικό κόσμο. Υπήρχαν τ’ άλλα κορίτσια, με τις κοιλιές τους άδειες, υπήρχα κι εγώ.
Όταν αναλογιζόμουν την κατάστασή μου, ποτέ δεν κατέφευγα σε περιγραφικούς όρους ή εκφράσεις όπως «περιμένω παιδί», «έγκυος», «εγκυμοσύνη», «είμαι σ’ ενδιαφέρουσα» και ασφαλώς όχι «γκαστρωμένη». Εμπεριείχαν την αποδοχή ενός μέλλοντος που δεν θα πραγματωνόταν ποτέ.
Όταν αναλογιζόμουν την κατάστασή μου, ποτέ δεν κατέφευγα σε περιγραφικούς όρους ή εκφράσεις όπως «περιμένω παιδί», «έγκυος», «εγκυμοσύνη», «είμαι σ’ ενδιαφέρουσα» και ασφαλώς όχι «γκαστρωμένη». Εμπεριείχαν την αποδοχή ενός μέλλοντος που δεν θα πραγματωνόταν ποτέ. Δεν υπήρχε λόγος να κατονομάσω κάτι το οποίο είχα αποφασίσει να ξεφορτωθώ. Στο ημερολόγιό μου, έγραφα: «αυτό», «αυτό το πράμα» και μόνο μια φορά «έγκυος».
Αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα στη δυσπιστία ότι όντως αυτό μου συνέβη και στην πεποίθηση ότι ήταν αναμενόμενο να μου συμβεί. Με περίμενε από την πρώτη φορά που γνώρισα την ηδονή κάτω από τα σεντόνια, στα δεκατέσσερά μου, και, στη συνέχεια, τη γευόμουν τακτικά –παρά τις προσευχές στην Παρθένο Μαρία και στις διάφορες αγίες–, ενώ μάλιστα φαντασιωνόμουν με τρόπο εμμονικό πως ήμουν μια πουτάνα. Ήταν στ’ αλήθεια θαύμα πώς δεν μου έτυχε νωρίτερα. Μέχρι το περσινό καλοκαίρι, είχα καταφέρει με τίμημα πολλές προσπάθειες και ταπεινώσεις –με θεωρούσαν τσουλί, ανάφτρα– να μην κάνω ολοκληρωμένο έρωτα. Τελικά, όφειλα τη σωτηρία μου στη βιαιότητα ενός πόθου, ο οποίος, αν και έβρισκε ελάχιστη ικανοποίηση στο φλερτ, μ’ έκανε να φοβάμαι ακόμα και το πιο αθώο φιλί.
Με κάποιον τρόπο, συγκεχυμένο, ένιωσα πως υπήρχε μια σχέση ανάμεσα στην κοινωνική τάξη απ’ την οποία προερχόμουν και σε αυτό που μου συνέβη. Σε μια οικογένεια εργατών και μικρεμπόρων, ήμουν η πρώτη που πήγε στο πανεπιστήμιο, ξέφυγε από τη φάμπρικα και το μαγαζάκι. Όμως, μήτε το μπακαλορεά μήτε το πτυχίο Φιλολογίας κατάφεραν ν’ αποτρέψουν την αναπόφευκτη μοίρα της εργατικής τάξης –την κληρονομιά της φτώχειας–, της οποίας το έμβλημα ήταν η ανύπαντρη μητέρα και ο αλκοολικός άντρας. Πιάστηκα στη φάκα κι αυτό που μεγάλωνε μέσα μου συμβόλιζε, κατά κάποιον τρόπο, την κοινωνική αποτυχία.
Δεν ένιωθα τον παραμικρό φόβο στην ιδέα της έκτρωσης. Μου φαινόταν, αν όχι εύκολο, τουλάχιστον εφικτό, κάτι που δεν απαιτούσε ιδιαίτερο θάρρος. Μια συνηθισμένη δοκιμασία. Έφτανε να ακολουθήσω τ’ αχνάρια των μυριάδων γυναικών που είχαν προηγηθεί. Από τα εφηβικά μου χρόνια, είχα σταχυολογήσει πολλές τέτοιες ιστορίες, παρμένες από μυθιστορήματα ή εμπνευσμένες από τα ψιθυριστά κουτσομπολιά της γειτονιάς. Είχα αποκτήσει μια ασαφή γνώση για τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν –η βελόνα πλεξίματος, τα κοτσάνια μαϊντανού, οι εγχύσεις με σαπουνόνερο, η ιππασία–, ενώ η καλύτερη λύση ήταν να βρεις έναν γιατρό, «εκτρωσία» τον αποκαλούσαν ή μια κυρά που έκανε εκτρώσεις σε κάποιο ανήλιαγο σοκάκι, γνωστή άλλοτε με την ωραία ονομασία «αγγελοποιός»· και οι δυο είχαν ιδιαίτερα υψηλές ταρίφες, δεν ήξερα πόσο. Πέρυσι, μια νεαρή διαζευγμένη μου είχε πει πως ένας γιατρός απ’ το Στρασβούργο την απάλλαξε από ένα παιδί, χωρίς να μου παραθέσει λεπτομέρειες, πέραν του ότι «πονούσα τόσο πολύ που είχα γραπωθεί απ’ τον νιπτήρα». Κι εγώ ήμουν έτοιμη να γραπωθώ απ’ τον νιπτήρα. Δεν σκεφτόμουν ότι μπορούσα να πεθάνω απ’ αυτό.
Τρεις μέρες αφότου έσκισα τη γνωμάτευση εγκυμοσύνης, συνάντησα στο προαύλιο της Σχολής τον Ζαν Τ., έναν παντρεμένο φοιτητή με σταθερή δουλειά, τον οποίο είχα βοηθήσει πριν από δύο χρόνια, δίνοντάς του τις σημειώσεις μου για ένα μάθημα που δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει. Ο φλογερός του λόγος και οι επαναστατικές του ιδέες μου ταίριαζαν. Πήγαμε για ένα ποτό στο Métropole, στην Πλας ντε λα Γκαρ. Κάποια στιγμή, υπαινίχτηκα πως ήμουν έγκυος, αναμφίβολα γιατί σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να με βοηθήσει. Ήξερα πως συμμετείχε σε μια ημιπαράνομη οργάνωση υπέρ της ελεύθερης αντισύλληψης και του οικογενειακού προγραμματισμού και προσέβλεπα ίσως σε κάτι από μεριάς του.
Το πρόσωπό του πήρε ξάφνου μια αλλόκοτη, συνεπαρμένη έκφραση, θαρρείς και μ’ έβλεπε ήδη με τα πόδια ανοιχτά και το αιδοίο μου έτοιμο να του προσφερθεί. Μπορεί και να απολάμβανε την αιφνίδια μεταμόρφωσή μου από υπόδειγμα φοιτήτριας σε απελπισμένο κορίτσι. Ήθελε να μάθει πότε και από ποιον είχα μείνει έγκυος. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο μίλησα για την κατάστασή μου. Μολονότι, για την ώρα, δεν είχε καμιά λύση να μου προτείνει, η περιέργειά του ήταν παράξενα καθησυχαστική. Με κάλεσε για φαγητό στο σπίτι του, στα περίχωρα της Ρουέν. Δεν ήθελα να βρεθώ ολομόναχη στο δωμάτιο της εστίας.
Όταν φτάσαμε, η γυναίκα του τάιζε το παιδί τους, το οποίο καθόταν σε καρεκλάκι μωρού. Ο Ζαν Τ. της είπε στα γρήγορα πως είχα προβλήματα. Ήρθε κι ένας φίλος τους. Η κοπέλα, αφού έβαλε το παιδί στο κρεβάτι, μας σέρβιρε κουνέλι με σπανάκι. Τα πράσινα φύλλα που έβλεπα κάτω από το κρέας με αναγούλιαζαν. Έλεγα μέσα μου ότι αν δεν έκανα έκτρωση, του χρόνου θα ήμουν ακριβώς όπως η γυναίκα του Ζαν. Μετά το φαγητό, εκείνη και ο φίλος αποχώρησαν, έπρεπε να βρουν κάποιο υλικό για το σχολείο στο οποίο ήταν δασκάλα, κι εγώ άρχισα να πλένω τα πιάτα μαζί με τον Ζαν Τ. Με έσφιξε στην αγκαλιά του και μου είπε ότι προλαβαίναμε να κάνουμε έρωτα. Τραβήχτηκα απότομα και συνέχισα το πλύσιμο. Το παιδί έκλαιγε στο διπλανό δωμάτιο, μου ερχόταν να ξεράσω. Ο Ζαν Τ. κόλλησε πάνω μου, καθώς σκούπιζα τα πιάτα. Και τότε, ξαναβρήκε μεμιάς τον συνηθισμένο του τόνο και ισχυρίστηκε πως ήθελε να δοκιμάσει το ηθικό μου σθένος. Η γυναίκα του γύρισε και μου πρότειναν να μείνω εκεί. Ήταν αργά και φαντάζομαι πως μήτε ο ένας μήτε ο άλλος μπορούσαν να με πάνε πίσω στην εστία. Κοιμήθηκα σ’ ένα φουσκωτό στρώμα στο καθιστικό. Την επομένη το πρωί, ξαναβρήκα το δωμάτιό μου, απ’ όπου είχα φύγει χτες το απόγευμα, με όλα μου τα πανεπιστημιακά βιβλία. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο, όλα ήταν ίδια και απαράλλαχτα κι ας είχε περάσει σχεδόν μια ολόκληρη μέρα. Με τέτοιες λεπτομέρειες καταλαβαίνουμε πως η ζωή μας αρχίζει να διαλύεται.
Δεν πίστευα ότι ο Ζαν Τ. με κοιτούσε περιφρονητικά. Στο μυαλό του, είχα περάσει από την κατηγορία των κοριτσιών για τα οποία δεν ξέρεις αν δέχονται να πλαγιάσουν με κάποιον σε κείνη των κοριτσιών που, αναμφίβολα, έχουν κιόλας πλαγιάσει. Σε μια εποχή που αυτή η διάκριση ήταν υψίστης σημασίας και υπαγόρευε τη στάση των αγοριών απέναντι στα κορίτσια, ο Ζαν Τ. έδειχνε απλώς πραγματιστής, με τη σιγουριά επιπλέον ότι δεν θα έμενα έγκυος εφόσον ήμουν ήδη. Ήταν ένα δυσάρεστο επεισόδιο, αλλά επουσιώδες σε σύγκριση με την κατάστασή μου. Μου υποσχέθηκε ότι θα έψαχνε να βρει έναν γιατρό και δεν είχα κανέναν άλλον προς τον οποίο να στραφώ.
Στο μυαλό του, είχα περάσει από την κατηγορία των κοριτσιών για τα οποία δεν ξέρεις αν δέχονται να πλαγιάσουν με κάποιον σε κείνη των κοριτσιών που, αναμφίβολα, έχουν κιόλας πλαγιάσει. Σε μια εποχή που αυτή η διάκριση ήταν υψίστης σημασίας και υπαγόρευε τη στάση των αγοριών απέναντι στα κορίτσια, ο Ζαν Τ. έδειχνε απλώς πραγματιστής...
Δύο μέρες αργότερα, τον ξαναείδα στο γραφείο του και με πήγε για φαγητό σε μια μπρασερί στις αποβάθρες, κοντά στον σταθμό των λεωφορείων, σε μια παντελώς άγνωστη γειτονιά που είχε ισοπεδωθεί την περίοδο του Πολέμου και είχε ανοικοδομηθεί με μπετόν. Τελευταία, περιπλανιόμουν μακριά από οικείους χώρους και μέρη όπου έσμιγα με άλλους φοιτητές. Παρήγγειλε σάντουιτς. Έδειχνε γοητευμένος. Γελώντας, είπε ότι αυτός και οι φίλοι του θα μπορούσαν να «με τακτοποιήσουν». Αναρωτήθηκα τι πραγματικά εννοούσε. Κατόπιν μου μίλησε για τους Μπ., ένα γνωστό του παντρεμένο ζευγάρι, που η γυναίκα είχε κάνει έκτρωση πριν από δυο τρία χρόνια. «Παραλίγο να τα τινάξει». Δεν ήξερε τη διεύθυνσή τους όμως μπορούσα να επικοινωνήσω με τη Λ. Μπ. μέσω της εφημερίδας στην οποία εργαζόταν ως δημοσιογράφος αμειβόμενη με το κομμάτι. Την ήξερα εξ όψεως, γιατί είχαμε παρακολουθήσει μαζί το ίδιο μάθημα φιλοσοφίας – μια μικροκαμωμένη μελαχρινή, με μεγάλα γυαλιά και αυστηρό παρουσιαστικό. Μάλιστα ο καθηγητής τη συνεχάρη θερμά όταν παρουσίασε την εργασία της. Το ότι μια κοπέλα σαν κι αυτήν είχε κάνει έκτρωση με καθησύχαζε.
Μόλις έφαγε το σάντουιτς, ο Ζαν Τ. χαλάρωσε στην καρέκλα του και μου χαμογέλασε πλατιά, αποκαλύπτοντας τ’ αραιά του δόντια: «Ωραίο πράγμα το φαγητό!». Μου ήρθε αναγούλα, ένιωσα μοναξιά. Κατάλαβα ότι δεν είχε και πολύ όρεξη να μπλεχτεί. Οι κοπέλες που επιλέγουν την έκτρωση δεν χωρούσαν στο ηθικό πλαίσιο που έθετε η οργάνωσή του για τον οικογενειακό προγραμματισμό. Αυτό που ήθελε ήταν να παραμείνει προνομιακός θεατής και να μαθαίνει τη συνέχεια της ιστορίας μου. Κάτι σαν να βλέπεις την παράσταση χωρίς να πληρώνεις: με είχε προειδοποιήσει ότι ως μέλος μιας οργάνωσης υπέρ της επιθυμητής εγκυμοσύνης, δεν θα μπορούσε «για ηθικούς λόγους» να μου δανείσει χρήματα για μια παράνομη έκτρωση. (Στο ημερολόγιό μου: «Γεύμα με τον Τ. στις αποβάθρες. Τα προβλήματα συσσωρεύονται»).