Προδημοσίευση αποσπάσματος από το διήγημα που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή διηγημάτων της Nicole Krauss «Τι σημαίνει να είσαι άντρας» (μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη), το οποίο κυκλοφορεί στις 4 Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Τι σημαίνει να είσαι άντρας»
Τα αγόρια μου στέκονται στην άκρη της προβλήτας και ή θα πηδήξουν ή δεν θα πηδήξουν. Είναι αρχές καλοκαιριού, Ιούνιος, κάτω από τον πελώριο θόλο του ουρανού στο νησί όπου μεγάλωσα. Τα κύματα φτάνουν εδώ από τόσο μακριά, που κανείς δεν μπορεί να πει πότε ή πού άρχισε το ανάδεμά τους, μόνο ότι είναι τα μέσα μετάδοσης μιας ενέργειας που τελικά σκάει εδώ και διασκορπίζεται στην ακτή. Τα κοιτάζω, τα δυο μου αγόρια, από την αμμουδιά. Ο πατέρας μου, ασυνήθιστα σιωπηλός σήμερα, φοράει ένα καπέλο για τον ήλιο και τα κοιτάζει κι εκείνος. Δεν είναι πολύ μεγάλος ακόμη, αυτή τη στιγμή όμως δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς πόσο μεγάλος είναι. Αν η ζωή του μου φαίνεται πολύ μεγάλη, είναι επειδή εκείνος έχει αλλάξει περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον γνωρίζω. Μια μέρα, στο πέρασμα πολλών χρόνων –δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το θέσω–, πήρε όλο τον τεράστιο θυμό του και ξανοίχτηκε στη θάλασσα, τον άφησε να ξεθυμάνει και γύρισε στο σπίτι χωρίς αυτόν. Γύρισε στο σπίτι με γαλήνη και υπομονή εκεί που άλλοτε υπήρχε θυελλώδης μανία.
Καμιά φορά ξεχνάω και τη δική μου ηλικία. Όταν οι άνθρωποι με ρωτάνε για την ηλικία των αγοριών μου, στρογγυλοποιώ προς τα πάνω για να δώσω στον εαυτό μου χρόνο να συνηθίσω την κατεύθυνση προς την οποία κινούνται. Όμως, ενώ ο πατέρας μου δεν έχει μπροστά του τόσο πολύ χρόνο και εγώ έχω κάμποσο, τα αγόρια μου εξακολουθούν να έχουν όλο τον χρόνο στον κόσμο. Ο μικρός κάνει ένα μικρό χορευτικό στην άκρη της προβλήτας. Ο μεγάλος τινάζει πίσω το κεφάλι του, ανοίγει διάπλατα τα χέρια και φωνάζει κάτι προς τον ουρανό.
Κοιτάζω τα αγόρια μου και μιλάω, ο πατέρας μου ακούει. Ζωή, λέω, ή προσπαθώ να πω, που διαρκώς ξετυλίγεται σε τόσο πολλά επίπεδα, σε όλα μαζί ταυτόχρονα.
✢
Σπασμένα πλευρά – Ι
Το καλοκαίρι, ενώ τα αγόρια κάνουν διακοπές με τον πατέρα τους, εκείνη πηγαίνει να επισκεφτεί τον εραστή της στο Βερολίνο.
«Βλέπεις» λέει, σκύβοντας προς το μέρος της και χαμηλώνοντας τη φωνή του έτσι ώστε να μην το ακούσουν εκείνοι που περνούν από δίπλα, «ένα πράγμα που δεν ξέρεις για μένα είναι ότι μ’ αρέσει να υπηρετώ».
Είναι κάτι που προκαλεί έκπληξη όταν το ακούς, ειδικά από το στόμα ενός άντρα που είναι δύο μέτρα ψηλός και γεροδεμένος σαν πυγμάχος βαρέων βαρών. Στην πραγματικότητα είναι ερασιτέχνης μποξέρ, ή μάλλον ήταν για πολλά χρόνια, μέχρι πριν από έναν μήνα, όταν ένα αιφνιδιαστικό επεισόδιο schwindel –ιλίγγου– τον έστειλε στο νοσοκομείο για λίγο, αποκάλυψε μια κάκωση στον εγκέφαλό του και έβαλε τέλος σ’ αυτή την ιστορία. Κι όμως, παρότι ισχυρίζεται ότι δεν θα ξαναπατήσει ποτέ το πόδι του μέσα στο ρινγκ και εργάζεται ως αρχισυντάκτης σε μια έγκριτη εφημερίδα, κατ’ ιδίαν εκείνη εξακολουθεί να τον αποκαλεί, τόσο μπροστά στους φίλους της όσο κι από μέσα της, Γερμανό Πυγμάχο. Είναι πιο εύκολο από το να χρησιμοποιεί το όνομά του, που σημαίνει «μικρό δώρο από τους θεούς» – ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, καθώς και επειδή με το να τον αποκαλεί Γερμανό Πυγμάχο υπογραμμίζει τις διαφορές τους και συντηρεί μια αίσθηση ειρωνικής απόστασης, που την κρατάει με τα πόδια στο έδαφος σε τούτη τη νέα γη που πρόσφατα ανακάλυψε σαν κάποιος Χριστόφορος Κολόμβος της ψυχής: τη γη της απουσίας δεσμεύσεων και της ελευθερίας.
Περπατούν γύρω από τη λίμνη Σλάχτενζι –μια μακρόστενη λίμνη στην άκρη του δάσους Γκρούνεβαλντ– συζητώντας αν πριν από ογδόντα χρόνια εκείνος θα ήταν Ναζί ή όχι. Ο Γερμανός Πυγμάχος πιστεύει ότι είναι ηθική επιδειξιμανία να ισχυρίζεται πως δεν θα ήταν, όπως ισχυρίζονται σχεδόν όλοι όσοι ανήκουν στη γενιά του, τώρα όμως προχωράει πέρα από το συνηθισμένο επιχείρημα ότι οι δυνάμεις της ιστορίας θα τον είχαν διαμορφώσει με τέτοιον τρόπο ώστε η συμμετοχή του θα ήταν σχεδόν αναπόφευκτη, για να παρουσιάσει τις ιδιαίτερες αδυναμίες του ίδιου του του χαρακτήρα.
«Πάντοτε εξιδανίκευα υπέρ το δέον τους μέντορές μου και πάσχιζα να ικανοποιήσω κάθε απαίτησή τους από μένα, επειδή η ιδέα ότι δεν θα ανταποκρινόμουν στις προσδοκίες τους μου προκαλούσε φόβο. Αυτό, σε συνδυασμό με το ύψος και την κατασκευή μου, με κάνει ακριβώς το είδος του ανθρώπου που θα ήθελαν...»
«Είμαι ακριβώς το είδος του ατόμου που θα είχαν επιστρατεύσει για τα Napola» λέει, μιλώντας για τις επίλεκτες προπαρασκευαστικές ακαδημίες όπου προετοίμαζαν τους εύρωστους, υπάκουους και σχετικά έξυπνους γερμανούς νέους για την ηγεσία των Ες Ες. «Πάντοτε εξιδανίκευα υπέρ το δέον τους μέντορές μου και πάσχιζα να ικανοποιήσω κάθε απαίτησή τους από μένα, επειδή η ιδέα ότι δεν θα ανταποκρινόμουν στις προσδοκίες τους μου προκαλούσε φόβο. Αυτό, σε συνδυασμό με το ύψος και την κατασκευή μου, με κάνει ακριβώς το είδος του ανθρώπου που θα ήθελαν. Κι εφόσον θα με ήθελαν, θα το θεωρούσα τιμή μου. Αυτή η αδυναμία μου στις τιμές και στους επαίνους, βλέπεις, θα με είχε στείλει κατευθείαν στις τάξεις των Ες Ες».
«Κι επιπλέον θα είχες λατρέψει τη στολή» προσθέτει εκείνη, με τη σκέψη στη σειρά από τα λευκά πουκάμισα, ραμμένα κατά παραγγελία στο Λονδίνο, που κρέμονται σε μια ράγα σε κάποιο ηλιόλουστο σημείο της κρεβατοκάμαράς του· στα κοστούμια του, που είναι φτιαγμένα στη Νάπολη όχι απλώς στα μέτρα του αλλά και ακριβώς σύμφωνα με το γούστο του (καθόλου μετάξι, καμία απολύτως επένδυση, μόνο υλικά που είναι τραχιά στην αφή)· στο χειμωνιάτικο μάλλινο παλτό του, που είναι τόσο φίνα ραμμένο, ώστε αποφεύγει να βάζει τα χέρια στις τσέπες του από φόβο μην το καταστρέψει· στα λευκά δερμάτινα γάντια πυγμαχίας του, φτιαγμένα στο χέρι από τον οίκο Winning στην Ιαπωνία ώστε να εφαρμόζουν σωστά στους λεπτούς καρπούς και στα δάχτυλά του. Δεν παρουσιάζει τις αποδείξεις αυτές με χαρά. Θα προτιμούσε να πιστεύει ότι ο άντρας με τον οποίο κοιμάται δεν θα μπορούσε υπό οιεσδήποτε συνθήκες να είναι ένας Ναζί. Τώρα πια όμως τον ξέρει αρκετά καλά ώστε να μην μπορεί να διαφωνήσει πραγματικά.
Κατά μήκος της όχθης της λίμνης εραστές ξαπλώνουν αγκαλιασμένοι στη λιακάδα ή κάτω από τις σκλήθρες, φιλιούνται ή χαϊδεύουν ράθυμα ο ένας το μισόγυμνο σώμα του άλλου, κι όποτε περνούν μπροστά από ένα ελκυστικό ζευγάρι ο Γερμανός Πυγμάχος κάνει νόημα προς το μέρος του σε ένδειξη εκτίμησης ή ίσως ακόμα και ζήλιας. Είχε έναν ευτυχισμένο γάμο επί σχεδόν μία δεκαετία, ακτινοβόλα ευτυχισμένο, όπως τον περιγράφει, ώσπου η γυναίκα του, ηθοποιός στο επάγγελμα, τον άφησε για τον άντρα που έπαιζε τον Λάνσελοτ ενώ εκείνη έπαιζε την Γκουίνεβιρ στο Θέατρο Φολκσμπίνε. Έκτοτε έχασε την αίσθηση που είχε σε όλη του τη ζωή ότι ήταν ευλογημένος και άτρωτος. Οι κοντινοί του άνθρωποι θεωρούν την εξέλιξη αυτή θετική, παραδέχεται, αφού προτού υποστεί το πλήγμα του διαζυγίου του συχνά ήταν ανυπόφορος. Ωστόσο το διαζύγιο τον διέλυσε, και θα προτιμούσε να είχε παραμείνει ευτυχισμένος και ανυπόφορος παρά να έχει γίνει αυτό που ήταν τώρα, ό,τι κι αν ήταν.
Φτάνοντας στην υπαίθρια μπιραρία στο ανατολικό άκρο της λίμνης, σταματούν να πιουν κάτι. Είναι Κυριακή και είναι γεμάτα με Γερμανούς που απολαμβάνουν τη φύση τους. Χαρούμενες παιδικές φωνές ταξιδεύουν προς το μέρος τους από την άκρη του νερού. Ο Γερμανός Πυγμάχος τής λέει ότι το ψηλόλιγνο σώμα και τα μακριά χέρια του μεγάλου της γιου, τα οποία έχει δει σε φωτογραφία, θα τον έκαναν θαυμάσιο μποξέρ, μα εκείνη δεν βρίσκει απαραίτητο να επαναλάβει ότι ο γιος της ποτέ δεν θα ασχολούνταν με την πυγμαχία, ότι ο γιος της απέχει από την πυγμαχία όσο απέχει εκείνος από τη γερμανική του ταυτότητα. Μη βρίσκοντας πάτημα, η συζήτηση περνάει στο Οκτόμπερφεστ κι εκείνος αρχίζει να της εξηγεί τι είναι το ντιρντλ.
«Μα θα σκότωνες;» τον ρωτάει τώρα, αν και ίσως με λιγότερη δυσπιστία απ’ όση θα εξέφραζε προς κάποιον που δεν είχε σε κάποιες περιπτώσεις ξαπλώσει κάτω έναν άγνωστο με μία και μόνο γροθιά ή σχεδόν σπάσει τα ξύλινα κάγκελα στο κεφαλάρι του κρεβατιού της επειδή την ώρα του οργασμού του αισθάνθηκε μια ανεξέλεγκτη επιθυμία να καταστρέψει κάτι.
«Φυσικά και θα σκότωνα» λέει. «Θα είχα σκοτώσει πιστεύοντας –έχοντας ανατραφεί έτσι ώστε να πιστεύω– ότι έκανα το σωστό».
«Ποτέ δεν θα μπορούσα να σκοτώσω κάποιον» επιμένει εκείνη.
Πάνω από το χείλος του μπιροπότηρου ο Γερμανός Πυγμάχος την κοιτάζει με μιαν έκφραση ευγενικού σκεπτικισμού. Και είναι αλήθεια ότι σχεδόν δεν προφταίνει να κάνει τούτη τη δήλωση, και το μυαλό της αρχίζει ακουσίως να εκθέτει πιθανές εξαιρέσεις.
Όταν λίγες μέρες αργότερα του αναφέρει σ’ ένα γραπτό μήνυμα ότι το 1941 θα εμφανιζόταν στην πόρτα της με δερμάτινες μπότες, εκείνη απαντάει ότι κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει θα ήταν να σκοτώσει αθώους ανθρώπους. Αυτό μοιάζει να έρχεται σε αντίθεση με όσο τόσο ξεκάθαρα ισχυρίστηκε ενώ περπατούσαν γύρω από τη λίμνη μες στη γαλήνια λιακάδα, όταν όμως του γράφει πάλι ζητώντας του να διευκρινίσει ποιους ανθρώπους ήταν σίγουρος ότι θα σκότωνε, το μήνυμά της μένει αναπάντητο, σε εκκρεμότητα στο λίμπο του WhatsApp, με μόνη ένδειξη ένα γκρίζο τικ, επειδή του Γερμανού Πυγμάχου τού αρέσει να απενεργοποιεί το τηλέφωνό του όταν αισθάνεται ότι έχει τελειώσει με δαύτο. Αργότερα, όταν τον συναντάει για δείπνο σ’ ένα χορτοφαγικό εστιατόριο στο Μίτε, της λέει ότι φυσικά και δεν θα μπορούσε να χτυπάει τις πόρτες των ανθρώπων και να τους εκτοπίζει ή να τους εκτελεί. Για τι είδους άτομο τον περνάει; Όταν είπε ότι θα μπορούσε να σκοτώσει, εννοούσε εν ώρα μάχης, αφού είναι σίγουρος ότι θα τον είχαν τοποθετήσει στα Βάφεν Ες Ες και θα τον είχαν στείλει στο μέτωπο. Εκείνη δεν έχει την ετοιμότητα να τον ρωτήσει τι τον κάνει τόσο σίγουρο ότι δεν θα τον είχαν τοποθετήσει στην Γκεστάπο ή στα Αλγκεμάνε Ες Ες, υπεύθυνα για την επιβολή των ρατσιστικών πολιτικών των Ναζί ή ακόμα και στις μονάδες που ανήκαν στη Μεραρχία της Νεκροκεφαλής, οι οποίες επιτηρούσαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης.
Κάθονται σιωπηλοί περιμένοντας να έρθουν τα ντάμπλινγκ τους. Ύστερα από λίγα λεπτά ο Γερμανός Πυγμάχος αφήνει να εννοηθεί ότι ίσως έκανε λάθος. Εξάλλου, λέει, ο παππούς του διαρκώς αντιμετώπιζε προβλήματα με τους Ναζί επειδή είχε επιτρέψει σε τσιγγάνους να μείνουν στη γη του, ο προπάππους του δολοφονήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος ευθανασίας Aktion T4 και ο πατέρας του ήταν από τους ανθρώπους που αρνούνται να ακολουθήσουν οποιονδήποτε. Όχι, ίσως να μην είχε γίνει Ναζί τελικά – ας το ελπίσουμε τουλάχιστον, λέει. Εκείνη νεύει καταφατικά. Η αλήθεια είναι ότι συμφωνεί, η συζήτησή τους δεν βγάζει πουθενά, δεδομένου ότι ο άνθρωπος τον οποίο έχει τώρα μπροστά της, ό,τι κι αν είναι, δεν θα ήταν ο ίδιος άνθρωπος τότε, αφού δεν θα είχε διαμορφωθεί από διαφορετικές δυνάμεις, και όποιος κι αν επρόκειτο να είναι τότε δεν υπήρχε.
Αν και, φυσικά, εκείνη συνεχίζει να το σκέφτεται.