prodimosieysi giordano

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Giovanna Giordano «Μια πτήση μαγική» (μτφρ. Στέλλα Πεκιαρίδη), που κυκλοφορεί στις 17 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Η νύχτα που έφτασα στην Αφρική ήταν η πιο όμορφη που είχα ζήσει ποτέ. Ήταν μια νύχτα πράσινη, μία από εκείνες τις νύχτες που η ευτυχία είναι σχεδόν αφόρητη. Με ξετρέλαινε η ζωή, με ξετρέλαινε η ατμόσφαιρα, με ξετρέλαινε ο άνεμος και ο ήλιος. Μες σε μια εκπληκτική σιγαλιά πλανιόταν το άρωμα το καλοκαιριού.

Πετούσα ελεύθερος στον ουρανό, υψωνόμουν στο ζεστό ρεύμα, έμενα μετέωρος σε κάθοδο και τα λαμπερά αφρικανικά αστέρια χοροπηδούσαν πάνω από τον πλανήτη.

Πιλόταρα τη Βίτα Νουόβα, το Καπρόνι 133 μου. Ήταν 24 Ιουνίου 1935. Προορισμός: Ερυθραία. Αποστολή: μυστική. Δεν γνώριζα τίποτ’ άλλο παρά το ταξίδι μου.

Προχώρα –σκεφτόμουν–, μη σταματάς. Πρόσω ολοταχώς, η ζωή τώρα θα είναι μοναδική, όλο νότια, όλο νότια, ποιος ξέρει τι σε περιμένει.

Το κεφάλι μου στριφογύριζε από κατάπληξη, το αεροσκάφος είχε ήδη σαρώσει θάλασσες τρικυμισμένες, τούφες από φοινικόδεντρα, αμμόλοφους στο χρώμα της ζαφοράς μες στην έρημο, τις αιγυπτιακές πυραμίδες και την Ερυθρά Θάλασσα.

Πόσο συμπαγής ήταν η πυραμίδα του Χέοπα, κάτω από την κοιλιά του ελαφριού μου τρικινητήριου. Κι εγώ ανάλαφρος, ανήσυχος, αδέσποτος γάτος των νεφών, που εξάπτεται σε κάθε μανούβρα του πηδαλίου.

Έπαιζα με τον άνεμο, πάνω και κάτω, ανάμεσα στη θάλασσα και στο κενό: ανέβαινα ψηλά να ξαναδώ τ’ αστέρια και κατέβαινα για να γλείψω τα χείλη της Ερυθράς Θάλασσας, της κατάμεστης από ψάρια και φάλαινες.

Πετούσα, πετούσα ελεύθερος και κοιτούσα εμπρός, χωρίς αναμνήσεις, επειδή, όταν ζεις, δεν έχεις καιρό για να θυμάσαι και τότε εγώ ζούσα. Ναι, ζούσα. Ήμουν νέος.

Πετούσα, πετούσα ελεύθερος και κοιτούσα εμπρός, χωρίς αναμνήσεις, επειδή, όταν ζεις, δεν έχεις καιρό για να θυμάσαι και τότε εγώ ζούσα. Ναι, ζούσα. Ήμουν νέος.

Εκείνη την πράσινη νύχτα, στη θάλασσα επέπλεαν οι κουφοξυλιές του Ντανακίλ και έπλεαν τα ιταλικά πλοία κατάφορτα όπλα.

Εκείνη την πράσινη νύχτα, ο έλικας άλεθε τον αέρα που ευωδίαζε κανέλα πάνω από την αβησσυνιακή γη, γη ακμαία και πορφυρή όπως ο πλανήτης στην απαρχή του χρόνου: γκρεμοί, βάραθρα, φαράγγια, δάση, ζέβρες, καμηλοπαρδάλεις, λιοντάρια και γαζέλες σε φυγή. Έπειτα, ολοένα και πιο κοντά, έβλεπα φυτά καουτσούκ, κρεμαστές ευφορβίες, ζουμερές αγαύες, τους φραουλένιους προβολείς του αεροδρομίου και την άμμο, που ’ταν ψιλή σαν εκείνη της σελήνης.

Στο Ότουμλο, κατά τη σπειροειδή προσεδάφιση, η σιωπή ήταν μαγική, μα έπειτα ξέσπασαν σαλπίσματα ελεφάντων και άσματα γυναικών.

Τα τραγούδια πλησίαζαν σιγά σιγά, σαν τις ντροπαλές πυγολαμπίδες του καλοκαιριού, και, αργά, εντεινόταν συνάμα και ο φόβος μου.

Ο φόβος όταν γίνεται πολύς κατατρώει την καρδιά. Πρέπει να είμαι θαρραλέος –σκεφτόμουν–, ένας άνθρωπος με φτερά είμαι και όχι ένα θλιβερό αρνί. Τα κουδούνια των καμήλων ταλαντεύονταν μαζί με το τραγούδι και, απάνω στις καμήλες, ταλαντεύονταν γλυκά οι μηροί δέκα μαύρων και γυμνών γυναικών.

Ήταν τα πρώτα μαύρα κορμιά που έβλεπα: θαυμαστοί μπρούντζοι κάτω απ’ το φεγγάρι και πάνω στην τελευταία καμήλα ταξίδευε, σε κουβούκλιο, ένας λοχαγός του ιταλικού στρατού μαζί μ’ έναν παπαγάλο με πράσινο, κόκκινο και κίτρινο χρώμα, και γαμψό ράμφος.

Ο άντρας είχε αποικιακό κράνος, φαρδύ χαμόγελο και ένα μελαγχολικό ύφος, σαν κάποιος που απολαμβάνει τη στιγμή και μονάχα εκείνη.

«Είμαι ο λοχαγός Μπέμπα Μοντίο, κι εσύ, ποιος είσαι;»
«Ο αεροπόρος Τζούλιο Τζαμό, κύριε».
«Σε περίμενα. Γεννήθηκες στο Στρόμπολι το 1912;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Σε αποκαλούν “Κουνούπι”;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Γιατί;»
«Προσγειώνομαι παντού και είμαι αθόρυβος».
«Γνωρίζεις τι πράμα είναι ο πόλεμος;»
«Τον έχω δει μόνο στο σινεμά».
«Κι εγώ, μα είναι καλύτερα να μην τον μάθεις».

Ο παπαγάλος σκάλιζε τα πολύχρωμα πούπουλά του και με κοιτούσε λοξά.

«Πιστεύεις πως είσαι ιδιαίτερος επειδή πετάς; Δεν έχεις πούπουλα κι ούτε καν φτερούγες: είσαι ένα πουλί λειψό».

Ήταν ο πρώτος ομιλών παπαγάλος της ζωής μου. Τι μαγεία ήταν εκείνη!

Ο Μοντίο με καθησύχασε.

«Μη φοβάσαι, κάνει σύντομες κουβέντες».
«Δεν έχω ξαναδεί ποτέ παπαγάλο που μιλά».
«Μην εκπλήσσεσαι ποτέ και με τίποτα γιατί στην Αφρική τα πάντα είναι έκπληξη. Να σου τον συστήσω: τον λένε Παπαμόντο».
«Τι πάει να πει;»
«Αγαπά τον κόσμο και τρώει πολύ».

metaixmio giordano mia ptisi magikiΟ Παπαμόντο με κοιτούσε διαρκώς λοξά.

Οι πυγολαμπίδες διέστιζαν τον καθαρό αέρα, οι γυναίκες με χάιδευαν με τα μακριά τους βλέφαρα, βλέφαρα βελουδένια σαν αυλαίες όπερας. Μα το θέατρο, εκείνη την πράσινη νύχτα, δεν ήταν αντικατοπτρισμός.

Ούρλιαζαν τα φυτά και τα έντομα, τα αστέρια έπεφταν σαν χαλάζι από τον ουρανό, τα πάντα είτε γελούσαν είτε έτρεμαν και οι θόρυβοι έσπαγαν το σκοτάδι.
Σε ποιον κόσμο είχα καταπέσει; Τριξίματα, γυμνά και μαύρα κορμιά, ένας ομιλών παπαγάλος και ένας παλαβός λοχαγός.

«Κύριε λοχαγέ, ποια είναι η αποστολή μου;»
«Δεν μπορώ να σου πω τίποτα».
«Πείτε μου ό,τι μπορείτε».
«Αύριο ίσως».

Η νύχτα κυλούσε, το φεγγάρι είχε εξαφανιστεί, μέχρι κι οι κουκουβάγιες κόντευαν να πέσουν για ύπνο και εγώ εξακολουθούσα να κοιτάζω τον παπαγάλο.

«Γιατί μιλάς;»
«Κι εσύ, γιατί μιλάς;»
«Μετασχηματίζω τις σκέψεις μου μεγαλοφώνως».
«Καλά, αυτό ισχύει και για τους ομιλούντες παπαγάλους».

Η νύχτα ήταν ρευστή και οι απαλές γυναίκες περιέφεραν με φυσικότητα το γυμνό τους κορμί, με τον ίδιο τρόπο που εγώ περιέφερα τη μύτη μου.

Το φεγγάρι αργόσβηνε, αγκαλιασμένο από έναν άνεμο θερμό που φυσούσε πάνω σου την άμμο. Το ένα μου σανδάλι ήταν λυμένο, το κράνος σκονισμένο, γυαλίζοντάς το φάνηκαν οι δύο αετίσιες φτερούγες που ήταν ζωγραφισμένες πάνω στο μέταλλο, λευκές και γαλάζιες.

«Ποιος ζωγράφισε εκείνες τις φτερούγες, ιπτάμενε άνθρωπε;» με ρώτησε ο Μοντίο.
«Ο γιος μου τις ζωγράφισε».
«Πόσων χρονών είναι το παιδί;»
«Μονάχα τριών».
«Πώς το λένε;»
«Νικόλα, είναι ο μεγαλύτερος και γεννήθηκε κάτω από ένα ουράνιο τόξο, μια νύχτα του καλοκαιριού».
«Έχεις άλλα παιδιά;»
«Δύο, και μόλις νεογέννητα».
«Έχεις πατέρα; Έχεις μητέρα;»
«Ο πατέρας μου έχει πεθάνει. Έχει μείνει η μητέρα μου».
«Θα υποφέρεις από νοσταλγία για τη χώρα σου».
«Εγώ μάχομαι τη νοσταλγία και πετώ πάντοτε μπροστά».
«Καλά, μην επιτρέψεις σ’ αυτή την απέραντη γη να σου επιτεθεί. Θα δεις, σύντομα η Αφρική θα σου ρουφήξει την ψυχή κι εδώ πρέπει ν’ ανοίξεις τ’ αυτιά και τα μάτια».

Τα βλέφαρά μου όμως έγερναν, ήμουν πολύ κουρασμένος και ήθελα μονάχα να κοιμηθώ. Ανάμεσα στους ευκαλύπτους υπήρχαν δύο καλύβες: η μια ξύλινη, σε στιλ στρατιωτικό, η άλλη από λάσπη και άχυρο∙ η πρώτη ήταν ένα μικρό σπίτι, η δεύτερη ένα τούκουλ.

«Ποια προτιμάς;» με ρώτησε ο Μοντίο.
«Την ξύλινη καλύβα».

Είχα μόλις αρπάξει τη λαβή, ήμουν έτοιμος να τη γυρίσω όταν, αστραπιαία, η εικόνα της καλύβας μαζί με τη σκεπή, τους τοίχους και τη λαβή διαλύθηκε. Και, πάνω στα αχνιστά θρύψαλα, μια στρατιά από τερμίτες σε φυγή, με τις κοφτερές δαγκάνες τους και τα γοργά ποδάρια τους∙ ύστερα τα πλάσματα φώλιασαν μες στους χωμάτινους καθεδρικούς, που ’ταν ψηλοί σαν κίονες, για να χωνέψουν το σπίτι μου.

«Πρέπει να βιαστούμε, προτού αφανιστούν τα πάντα» είπε ο Παπαμόντο.
Μα εγώ ήμουν κουρασμένος. Τι σόι χώρα ήταν κείνη όπου τα ζώα εμποδίζουν τον άνθρωπο να κοιμηθεί; Οι μύγες έκαναν πιο πολύ θόρυβο κι απ’ τους ελέφαντες και τα λιοντάρια γραντζουνούσαν τον αέρα.

Θα μπορούσα να περάσω το υπόλοιπο της νύχτας στη σκηνή του λοχαγού Μοντίο. Ήταν μια σκηνή λιτή: μια αιώρα, ένα τραπεζάκι για γράψιμο και φαγητό, ένα λυχνάρι και ένας μικρής κλίμακας χάρτης της Αβησσυνίας.

«Κύριε λοχαγέ, τι πάει να πει Αβησσυνία; Άβυσσος σημαίνει;»
«Η προέλευση της λέξης είναι ελληνική: σημαίνει “χαρμάνι”, εδώ, πράγματι, αναμειγνύονται τα τέκνα των τέκνων του Νώε: του Σημ, του Χαμ και του Ιάφεθ».
«Τι πάει να πει Αιθίοπες;»
«“Άνθρωποι με ψημένο πρόσωπο” λέγονταν τον καιρό του Ομήρου».
«Ψημένο;»
«Ψημένο, μαύρο. Οι αρχαίοι πίστευαν πως το δέρμα τους ήταν μαύρο επειδή ήταν καμένο από τον ήλιο. Η φαντασία των πρώτων ανθρώπων είναι ελεύθερη δίχως την επιστήμη».

Στον λοχαγό άρεσε το διάβασμα, υπήρχαν πολλά φύλλα απλωμένα στα σχοινιά, σαν πανιά για στέγνωμα και πάνω στο καθένα ήταν γραμμένη μια φράση από κάποιο μυθιστόρημα.

Στον λοχαγό άρεσε το διάβασμα, υπήρχαν πολλά φύλλα απλωμένα στα σχοινιά, σαν πανιά για στέγνωμα και πάνω στο καθένα ήταν γραμμένη μια φράση από κάποιο μυθιστόρημα.

«Κάνε ό,τι θες».
«Ή γράφεις ή ζεις».
«Ονειρεύομαι για να μη σταματώ να βλέπω».

Διαβάζοντας αυτά τα λόγια, μαγεμένος από τα νανουρίσματα των θεραπαινίδων, αποκοιμήθηκα.

Το ξημέρωμα τραγουδούσαν ήδη όλοι: γυναίκες, στρουθοκάμηλοι, γαζέλες, ελέφαντες, ζέβρες, μαϊμούδες, ακόμα και στρατιώτες, λευκοί και μαύροι. Τους λευκούς τους γνώριζα καλά, τους μαύρους τούς έβλεπα για πρώτη φορά: ονομάζονταν Ασκάρι, Μουντάζ, Μπουλούκ-μπασί, Σουμ-μπασί και Ντουμπάτ, που πάει να πει «λευκά σαρίκια». Οι Ντουμπάτ προέρχονταν από τη Σομαλία, με σαρίκι και γυμνό κορμό, σαν πολεμιστές του Αχιλλέα. Οι Ασκάρι βρίσκονταν πιο ψηλά στην ιεραρχία, με έναν κόκκινο κύλινδρο στο κεφάλι, οι Ντουμπάτ βρίσκονταν πιο χαμηλά, άτακτα στρατεύματα, με πόδια γυμνά ή καβάλα σε καμήλες.
Οι καμήλες, στο Ότουμλο, εργάζονταν περισσότερο από τα μουλάρια μας: μετέφεραν αγαθά και πυρομαχικά, πάνω κάτω, πυρετωδώς, υπό από τα μαστιγώματα των ανθρώπων που έτρεχαν σαν μες σε μυρμηγκοφωλιές.

Μυρμήγκια, τερμίτες, ψύλλοι, τσιμπούρια και κουνούπια μας καταδίωκαν κι έπειτα κουτουλούσαν πάνω σε ένοπλες άμαξες, ελαφρύ και βαρύ οπλισμό, ξιφολόγχες, βόμβες και πιστόλια.

Άνθρωποι και ζωντανά, το πρώτο μου αφρικανικό πρωινό, κινούνταν σαν παλαβοί.

«Η ζωή αλλάζει με τον πόλεμο» είπε ο λοχαγός. «Ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από μια παράξενη ευφορία, σαν εκείνη που πιάνει τις μύγες, τον Σεπτέμβρη, όταν τελειώνει η ζέστη και κοντεύουν να πεθάνουν κι εσύ τις βλέπεις να χτυπιούνται στους τοίχους και να πετούν νύχτα μέρα. Για κοίτα γύρω σου, δεν νιώθεις την ανθρώπινη ανυπομονησία;»
«Μοιάζουν όλοι να έχουν μπει σε φυγοκεντρωτή».
«Τριακόσιες χιλιάδες άνθρωποι τώρα είναι σαν εκείνες τις μύγες: νευρικοί, ανυπόμονοι να πεθάνουν. Ο θάνατος δεν τους τρομοκρατεί, μάλλον τους εξάπτει. Είναι λες και πάνε σε μια γιορτούλα, και όχι στην κηδεία τους».

Ενώ ο δούκας μου με δασκάλευε, άκουγα βογκητά. Ήταν υπόκωφα, βαθιά, ανάμεικτα με χτυπήματα σε μέταλλο. Αναγνώριζα και δεν αναγνώριζα τον ήχο του μετάλλου και αναζητούσα τη Βίτα Νουόβα.

Εκατό μπαμπουίνοι σάλταραν πάνω στα φτερά του τρικινητήριού μου, βαθουλώνοντάς το σαν κονσερβοκούτι. Ήμουν απεγνωσμένος, πυροβολούσα στον αέρα κι έπειτα πιο χαμηλά.

Ο Μπέμπα μού πήρε το τουφέκι.

«Ανόητε, δεν κάνουν έτσι στην Αφρική. Εδώ οφείλεις να έχεις καλούς τρόπους, όπως στην Αυλή του Λονδίνου».
Και, δίχως να με κοιτάζει πια, πρόσφερε στον αρχηγό της φυλής των μπαμπουίνων ένα βάζο μέλι. Ο αρχηγός ρούφηξε περισσότερο από τους υπηκόους του και ύστερα χαρωπά, με την τελευταία στάλα μελιού, έπειτα από ευχαριστήριες υποκλίσεις η φυλή εξαφανίστηκε στο δάσος.

Ο δούκας μου με λοξοκοιτούσε.

«Όποιος είναι πικρός, μαζεύει φαρμάκι».
«Μοντίο, ποια είναι η αποστολή μου;»
«Θέλεις να πετάξεις από την αυγή ως το σούρουπο;»
«Θέλω να πετάξω».
«Σώπα και θα πετάξουμε».
«Πού θα πάμε;»
«Στην Αβησσυνία».

Ο Μπέμπα φορτώθηκε έναν χακί σάκο κυλώντας πάνω στη ζεστή χλόη, ένα χτύπημα στη μανιβέλα για να πάρει μπρος η μηχανή, η μύτη του αεροσκάφους υψωμένη προς τον ουρανό, είχα απογειωθεί. Ο Παπαμόντο βρισκόταν καθισμένος πλάι μου, ο Μοντίο αποσβολωμένος κοιτούσε τα σύννεφα.

«Τα σύννεφα σχεδιάζουν άλλες ηπείρους».
«Ηπείρους που τις σαρώνει ο άνεμος».
«Τα σύννεφα διαλύονται και παίρνουν κάθε στιγμή νέες μορφές. Και στη γη τα πάντα μεταμορφώνονται, μα ενίοτε χρειάζονται χιλιετίες. Γι’ αυτό προτιμώ τη γη».
«Συγκινείστε από τα σύννεφα, κύριε λοχαγέ;»
«Γερνώντας γίνεται κανείς συναισθηματικός. Πόσων χρονών είσαι, Κουνούπι;»
«Είκοσι τριών».
«Πολύ μιλάς για την ηλικία σου».
«Ελεύθερος δεν είμαι;»
«Ένας νεαρός άντρας πρέπει να μένει σιωπηλός, ένας ώριμος άντρας μπορεί να μιλά, αλλά μονάχα αν έχει ενδιαφέροντα θέματα. Ένας ηλικιωμένος άντρας, αντιθέτως, μπορεί επιτέλους να λέει ότι θέλει».

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» του Αντρές Μοντέρο (προδημοσίευση)

«Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» του Αντρές Μοντέρο (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Αντρές Μοντέρο [Andrés Montero] «Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου), το οποίο κυκλοφορεί στις 17 Απριλίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Η μονομαχ...

«Σχολείο για την αγάπη» της Ολίβια Μάνινγκ (προδημοσίευση)

«Σχολείο για την αγάπη» της Ολίβια Μάνινγκ (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ολίβια Μάνινγκ [Olivia Manning] «Σχολείο για την αγάπη» (μτφρ. Φωτεινή Πίπη), το οποίο κυκλοφορεί στις 23 Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Όταν έφτασαν στην κορυφή του λό...

«Κνουλπ» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

«Κνουλπ» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε [Hermann Hesse] «Κνουλπ» (μτφρ. Βασίλης Τσαλής), το οποίο κυκλοφορεί στις 3 Απριλίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ήμασταν βουτηγμένοι στη χαρούμενη νιότη και ο Κνουλ...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Η μοναχοκόρη» της Γκουαδαλούπε Νέτελ (κριτική) – Οι πολλαπλές αποχρώσεις της μητρότητας

«Η μοναχοκόρη» της Γκουαδαλούπε Νέτελ (κριτική) – Οι πολλαπλές αποχρώσεις της μητρότητας

Για το βιβλίο «Η μοναχοκόρη» της Γκουαδαλούπε Νέτελ [Guadalupe Nettel] (μτφρ. Νάννα Παπανικολάου, εκδ. Ίκαρος). Kεντρική εικόνα: έργο της street artist Οla Volo © olavolo.com.

Γράφει η Φανή Χατζή

Όσο η άποψη ότι ο γενε...

«TACK»: Μια ταινία για τη δύναμη του καλού με πρωταγωνίστριες τις Σοφία Μπεκατώρου και Αμαλία Προβελεγγίου

«TACK»: Μια ταινία για τη δύναμη του καλού με πρωταγωνίστριες τις Σοφία Μπεκατώρου και Αμαλία Προβελεγγίου

Για το ντοκιμαντέρ «TACK» (παραγωγή Onassis Culture) της Βάνιας Τέρνερ με πρωταγωνίστριες τη Σοφία Μπεκατώρου, που πρώτη ξεκίνησε το ελληνικό #MeToo, και την Αμαλία Προβελεγγίου, της οποίας η καταγγελία για βιασμό από τον προπονητή της από τα έντεκά της οδήγησε στην πρώτη δίκη-ορόσημο όχι μόνο για τη δικαίωσή της αλ...

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος στη Στέγη με «Γκοντό» και ιταλικό θίασο: μια παράσταση-σταθμός

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος στη Στέγη με «Γκοντό» και ιταλικό θίασο: μια παράσταση-σταθμός

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος σκηνοθετεί το εμβληματικό κείμενο του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» (1948) στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης από τις 15 μέχρι και τις 19 Μαΐου. Η παράσταση είναι στα ιταλικά με ελληνικούς υπέρτιτλους.

Επιμέλεια: Book Press

...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Μαργαρίτα Ιορδανίδη» του Μιχάλη Μακρόπουλου (προδημοσίευση)

«Μαργαρίτα Ιορδανίδη» του Μιχάλη Μακρόπουλου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου «Μαργαρίτα Ιορδανίδη», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 19 Απριλίου από τις εκδόσεις Κίχλη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Εἶχαν πιάσει γιὰ τὰ καλὰ οἱ ζέστες, καὶ τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ κανόνισαν ν...

«Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» του Αντρές Μοντέρο (προδημοσίευση)

«Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» του Αντρές Μοντέρο (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Αντρές Μοντέρο [Andrés Montero] «Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου), το οποίο κυκλοφορεί στις 17 Απριλίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Η μονομαχ...

«Σχολείο για την αγάπη» της Ολίβια Μάνινγκ (προδημοσίευση)

«Σχολείο για την αγάπη» της Ολίβια Μάνινγκ (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ολίβια Μάνινγκ [Olivia Manning] «Σχολείο για την αγάπη» (μτφρ. Φωτεινή Πίπη), το οποίο κυκλοφορεί στις 23 Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Όταν έφτασαν στην κορυφή του λό...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Μεγάλο το θέμα, μικρό το δέμας: 21 βιβλία για τη «μικρή» ή τη «σύντομη» ιστορία του… οτιδήποτε

Μεγάλο το θέμα, μικρό το δέμας: 21 βιβλία για τη «μικρή» ή τη «σύντομη» ιστορία του… οτιδήποτε

Υπάρχει μια «μικρή» ή μια «σύντομη» ιστορία για το… οτιδήποτε. Οι τίτλοι βιβλίων που επιχειρούν (και καταφέρνουν) να συμπυκνώσουν μεγάλα θέματα σε, συνήθως, ολιγοσέλιδα βιβλία είναι πάρα πολλοί. Εντυπωσιακά πολλοί. Στην παρακάτω πολύ ενδεικτική επιλογή είκοσι ενός βιβλίων μπορεί καν...

Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου 2024: «Με ένα βιβλίο πετάω!» ξανά... – 12 βιβλία για το μεγάλο ταξίδι της ανάγνωσης

Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου 2024: «Με ένα βιβλίο πετάω!» ξανά... – 12 βιβλία για το μεγάλο ταξίδι της ανάγνωσης

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου (23 Απριλίου) επιλέγουμε 12 βιβλία που μας βάζουν στα ενδότερα της λογοτεχνίας και μας συνοδεύουν στο ταξίδι της ανάγνωσης.

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

Στις 23 Απριλίου γιορτάζουν τα βιβλ...

Δεν είναι «έγκλημα πάθους» είναι γυναικοκτονία: 5 μελέτες για την έμφυλη βία

Δεν είναι «έγκλημα πάθους» είναι γυναικοκτονία: 5 μελέτες για την έμφυλη βία

Πέντε μελέτες αναδεικνύουν τις νομικές και κοινωνικές διαστάσεις των γυναικοκτονιών και συμβάλλουν στην κατανόηση των αιτίων που προκαλούν την πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας. Επειδή οι γυναικτοκτονίες δεν είναι «εγκλήματα πάθους» αλλά ανθρωποκτονίες με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Γράφει η Φανή Χ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

15 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2023

Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα: Επιλογή 100 βιβλίων, ελληνικών και μεταφρασμένων, από τη βιβλιοπαραγωγή του 2023. Επιλογή: Συντακτική ομάδα της Book

ΦΑΚΕΛΟΙ