Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Annie Ernaux «Τα χρόνια» (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, επίμετρο: Νίκος Μπακουνάκης), το οποίο κυκλοφορεί στις 14 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Σε τούτη την ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε πρώτο πλάνο, τρία κορίτσια κι ένα αγόρι, ξαπλωμένα μπρούμυτα, μόνο το πάνω μέρος του σώματος φαίνεται, καθώς το υπόλοιπο χάνεται στο πρανές. Πίσω τους δυο αγόρια, το ένα όρθιο, ελαφρώς γερτό, προβάλλεται στον ουρανό, το άλλο γονατιστό, μοιάζει να πειράζει το ένα κορίτσι με το τεντωμένο του χέρι. Στο βάθος, μια κοιλάδα πνιγμένη σε μια περίεργη ομίχλη. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας: Πανεπιστημιούπολη, Μον-Σεντ-Ενιάν. Ιούνιος ’63. Μπριζίτ, Αλέν, Ανί, Ζεράρ, Ανί, Φερίντ.
Αυτή είναι το κορίτσι στο κέντρο, με τα μαλλιά να πέφτουν με χωρίστρα στη μέση, αλά Γεωργία Σάνδη, και φαρδείς, γυμνούς ώμους, η πιο «γυναίκα». Οι σφιγμένες γροθιές της ξεπροβάλλουν περίεργα κάτω απ’ το ακουμπισμένο στη γη μπούστο της. Δεν φορά γυαλιά. Η φωτογραφία τραβήχτηκε στο διάστημα μεταξύ εξετάσεων και αποτελεσμάτων. Είναι η εποχή των ξενυχτιών, των ατέρμονων συζητήσεων σε μπαρ και σε νοικιασμένα δωμάτια στην πόλη, που ακολουθούνταν από χαϊδολογήματα σε γυμνό δέρμα στο όριο της αναισχυντίας υπό τους ήχους της «Javanaise». Απογευματινοί ύπνοι, απ’ τους οποίους αναδύεται με το ένοχo συναίσθημα ότι βρίσκεται σε άλλους κόσμους, όπως τη μέρα που ο Γύρος της Γαλλίας και η νίκη του Ζακ Ανκετίλ είχαν συμβεί ώρες προτού ξυπνήσει. Πάει σε πάρτι και πλήττει. Τα δυο κορίτσια που την περιβάλλουν στη φωτογραφία ανήκουν στην αστική τάξη. Δεν αισθάνεται όμοιά τους, είναι πιο δυνατή, πιο ανεξάρτητη. Κάνοντάς τες τόσο πολύ παρέα, συνοδεύοντάς τες στα πάρτι, έχει την εντύπωση ότι ξεπέφτει. Σκέφτεται πως μήτε με τον εργατόκοσμο των παιδικών της χρόνων μήτε με το μαγαζάκι των γονιών της έχει πια τίποτα το κοινό. Πέρασε απ’ την άλλη πλευρά, αλλά δεν ξέρει τίνος πράγματος, πίσω της η ζωή είναι φτιαγμένη από ασύνδετες εικόνες. Νιώθει στο πουθενά, «μέσα» στο τίποτα με εξαίρεση τη γνώση και τη λογοτεχνία.
Τούτη την εποχή, δεν θα μπορούσαν να καταγραφούν οι αφηρημένες γνώσεις του κοριτσιού ή τα διαβάσματά του, καθώς το πτυχίο Σύγχρονης Λογοτεχνίας που πρόκειται να πάρει είναι απλώς ένας ασαφής δείκτης του επιπέδου της. Ρούφηξε τον υπαρξισμό, τον σουρεαλισμό, διάβασε Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, όλο τον Φλομπέρ, ενθουσιάστηκε με τη νεωτεριστική γραφή, Λε Κλεζιό, Νέο Μυθιστόρημα, θαρρείς και μόνο τα πρόσφατα βιβλία μπορούσαν να ρίξουν την πιο σωστή ματιά στον κόσμο τού εδώ και του τώρα.
Οι σπουδές, κάτι πολύ περισσότερο από ένα μέσο για να ξεφύγει απ’ τη φτώχεια, της φαίνονταν το ιδανικό όπλο ενάντια στην αποτελμάτωση μιας κατηγορίας γυναικών που της προκαλούσαν οίκτο, ενάντια στον ήδη γνώριμο πειρασμό τού να χαθεί μέσα σ’ έναν άντρα (πβ. σχολική φωτογραφία προ πενταετίας), κάτι για το οποίο ντρέπεται. Καμιά επιθυμία να παντρευτεί ή να κάνει παιδιά, η μητρότητα και η πνευματική ζωή τής φαίνονται ασύμβατες. Είναι σίγουρη ότι, όπως και να ’χει, θα ήταν κάκιστη μητέρα. Το ιδανικό της είναι η ελεύθερη ένωση, η εμπνευσμένη απ’ το ομότιτλο ποίημα του Αντρέ Μπρετόν.
Καμιά επιθυμία να παντρευτεί ή να κάνει παιδιά, η μητρότητα και η πνευματική ζωή τής φαίνονται ασύμβατες. Είναι σίγουρη ότι, όπως και να ’χει, θα ήταν κάκιστη μητέρα. Το ιδανικό της είναι η ελεύθερη ένωση, η εμπνευσμένη απ’ το ομότιτλο ποίημα του Αντρέ Μπρετόν.
Κάποιες στιγμές νιώθει να συνθλίβεται απ’ τον όγκο των πραγμάτων που έμαθε. Το κορμί της είναι νεανικό και η σκέψη της γερασμένη. Στο προσωπικό της ημερολόγιο έγραψε ότι νιώθει «υπερκορεσμένη από ιδέες “πασπαρτού”, από θεωρίες», ότι «αναζητά μιαν άλλη γλώσσα», ότι ποθεί να «επιστρέψει σε μια αρχέγονη αγνότητα», ότι ονειρεύεται να γράψει σε μια γλώσσα άγνωστη. Οι λέξεις είναι «μικρές, περίτεχνες βελονιές σ’ ένα ολοκέντητο, σκούρο τραπεζομάντιλο». Άλλες φράσεις διαψεύδουν αυτήν την ανία: «Είμαι μια βούληση και μια επιθυμία». Δεν λέει ποιες.
Ατενίζει το μέλλον σαν μια μεγάλη κόκκινη σκάλα, εκείνη στον πίνακα του Σουτίν που είδε στο περιοδικό Lectures pour tous κι έκοψε τη φωτογραφία για να την κολλήσει στον τοίχο της φοιτητικής κάμαράς της.
Πότε πότε προσηλώνεται σε εικόνες της παιδικής ηλικίας, η πρώτη μέρα στο σχολείο, ένα λούνα παρκ στημένο μες στα χαλάσματα του Πολέμου, οι διακοπές στο Σοτβίλ-σιρ-Μερ κ.λπ. Φαντάζεται επίσης τον εαυτό της σε είκοσι χρόνια να προσπαθεί να θυμηθεί τις τωρινές συζητήσεις περί κομμουνισμού, αυτοκτονίας, αντισύλληψης. Η γυναίκα σε είκοσι χρόνια από σήμερα είναι μια ιδέα, ένα φάντασμα. Δεν θα φτάσει ποτέ σε κείνη την ηλικία.
Βλέποντάς τη στη φωτογραφία, ένα ωραίο σφριγηλό κορίτσι, κανείς δεν θα υποπτευόταν ότι ο μεγαλύτερος φόβος της είναι η τρέλα, η ίδια πιστεύει ότι μόνο η γραφή –ίσως κι ένας άντρας– μπορεί να την προφυλάξει απ’ αυτήν, τουλάχιστον προσωρινά. Ξεκίνησε ένα μυθιστόρημα, στο οποίο οι εικόνες του παρελθόντος και του παρόντος, τα νυχτερινά όνειρα και το φαντασιακό του μέλλοντος εναλλάσσονται στο εσωτερικό ενός «εγώ», το οποίο είναι το αποκολλημένο απ’ τον εαυτό της είδωλο.
Είναι πεπεισμένη πως δεν έχει «προσωπικότητα».
Καμιά σχέση ανάμεσα στη ζωή της και στην Ιστορία, μολονότι τα ίχνη της τελευταίας παραμένουν ανεξίτηλα στο μυαλό της από την παγωνιά και τον γκρίζο καιρό κάποιου Μάρτη –απεργία των ανθρακωρύχων–, την υγρασία ενός Σαββατοκύριακου της Πεντηκοστής –θάνατος του Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄, το σχόλιο ενός φίλου: «Σε δυο μέρες θα ’χουμε παγκόσμιο πόλεμο» –η κρίση των πυραύλων στην Κούβα, τη βραδιά του χορού της Unef67 που συνέπεσε με το πραξικόπημα των στρατηγών Σαλάν, Σαλ κ.λπ. Η εποχή των μεγάλων γεγονότων, όπως κι εκείνη των ασήμαντων καθημερινών ειδήσεων –περιφρονεί οτιδήποτε το «κουτσομπολίστικο»–, δεν είναι η δική της, η οποία περιλαμβάνει εξ ολοκλήρου εικόνες του εαυτού της. Λίγους μήνες αργότερα, η δολοφονία του Κένεντι στο Ντάλας θα την αφήσει ακόμα πιο αδιάφορη και απ’ τον θάνατο της Μέριλιν Μονρόε το προηγούμενο καλοκαίρι κι αυτό γιατί είχε καθυστέρηση οχτώ βδομάδων στα έμμηνά της.
Ένιωθαν άνετα με οτιδήποτε το νεωτερικό, ήταν περήφανοι που είχαν στο σπίτι ηλεκτρική σκούπα και πιστολάκι μαλλιών. Η περιέργεια υπερτερούσε της δυσπιστίας.
Ο απίστευτος καταιγισμός καινούργιων πραγμάτων έκανε το παρελθόν να φαντάζει ολοένα και πιο μακρινό. Οι άνθρωποι δεν αναρωτιούνταν πλέον για τη χρησιμότητά τους, απλά επιθυμούσαν να τ’ αποκτήσουν και υπέφεραν που δεν κέρδιζαν αρκετά χρήματα για να τ’ αγοράσουν πάραυτα. Συνήθισαν να κόβουν επιταγές, ανακάλυψαν τις «ευκολίες πληρωμής» και την καταναλωτική πίστη της Sofinco. Ένιωθαν άνετα με οτιδήποτε το νεωτερικό, ήταν περήφανοι που είχαν στο σπίτι ηλεκτρική σκούπα και πιστολάκι μαλλιών. Η περιέργεια υπερτερούσε της δυσπιστίας. Θα γνωρίζαμε το «ωμό» και το φλαμπέ, το φιλέτο ταρτάρ, το πιπεράτο φιλέτο, τα μπαχαρικά και το κέτσαπ, τις ψαροκροκέτες και τον στιγμιαίο πουρέ, τον κατεψυγμένο αρακά, τις φοινικοκαρδιές, τη λοσιόν για μετά το ξύρισμα, το αφρόλουτρο Obao και τις σκυλοτροφές Canigou. Τα παραδοσιακά μαγαζιά Coop και Familistère παραχώρησαν τη θέση τους στα σουπερμάρκετ, όπου οι πελάτες άγγιζαν ενθουσιασμένοι το εμπόρευμα προτού το πληρώσουν. Αισθανόμασταν ελεύθεροι, δεν ρωτούσαμε κανέναν τίποτα. Κάθε βράδυ, το πολυκατάστημα Galeries Barbès υποδεχόταν τους αγοραστές μ’ έναν δωρεάν μπουφέ γεμάτο ντόπια καλούδια. Τα νεαρά ζευγάρια των μεσαίων τάξεων αγόραζαν «αρχοντιά» με μια καφετιέρα Hellem, την αντρική κολόνια Eau sauvage του Ντιόρ, ένα ραδιόφωνο με κουμπί αλλαγής συχνότητας και ένα στερεοφωνικό συγκρότημα υψηλής πιστότητας, βενετικά στόρια και λινατσένια ταπετσαρία για τους τοίχους, σαλόνι από ξύλο τικ, στρώμα Dunlopillo, σεκρετέρ ή γραφείο τύπου scriban, έπιπλα των οποίων τις ονομασίες είχαν διαβάσει μόνο στα μυθιστορήματα. Σύχναζαν σε παλαιοπωλεία, πρόσφεραν στους καλεσμένους τους καπνιστό σολομό, αβοκάντο με γαρίδες, φοντί μπουργκινιόν, διάβαζαν Playboy, Lui, Barbarella, Nouvel Observateur, Τεγιάρ ντε Σαρντέν 69, την επιθεώρηση Planète, ονειρεύονταν διαμερίσματα «υψηλών προδιαγραφών» με μεγάλες εντοιχισμένες ντουλάπες σε ξεχωριστό δωμάτιο, όπως αυτά που έβλεπαν στις μικρές αγγελίες για «Πολυτελείς κατοικίες», έμπαιναν για πρώτη φορά σε αεροπλάνο κρύβοντας την αγωνία τους και συγκινούνταν που έβλεπαν τα πράσινα και χρυσαφιά τετράγωνα κομμάτια γης από ψηλά, εκνευρίζονταν που περίμεναν έναν ολόκληρο χρόνο για ν’ αποκτήσουν τηλέφωνο. Οι άλλοι δεν αντιλαμβάνονταν τη χρησιμότητά του και συνέχιζαν να πηγαίνουν στο ταχυδρομείο, όπου ο υπάλληλος στο γκισέ σχημάτιζε τον αριθμό που ήθελαν να καλέσουν και τους έστελνε στον αντίστοιχο τηλεφωνικό θάλαμο.
Οι άνθρωποι δεν έπλητταν ποτέ, ήθελαν να επωφεληθούν απ’ όλα.
Στο δημοφιλές, ολιγοσέλιδο βιβλιαράκι Σκέψεις για το 1985, το μέλλον έμοιαζε λαμπρό, οι βαριές χαμαλοδουλειές θα γίνονταν από ρομπότ, οι πάντες θα είχαν πρόσβαση στην κουλτούρα και τη γνώση. Κατά τρόπο συγκεχυμένο, η πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς στη μακρινή Νότια Αφρική φαινόταν να μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην εξάλειψη του θανάτου.
Η αφθονία των πραγμάτων απέκρυπτε τη σπανιότητα των ιδεών και τη φθορά των δοξασιών.
Οι νεαροί καθηγητές χρησιμοποιούσαν το Lagarde et Michard, το σχολικό εγχειρίδιο των μαθητικών τους χρόνων, έβαζαν καλούς βαθμούς και ανέθεταν εργασίες τριμήνου, γίνονταν μέλη συνδικάτων που σε κάθε ενημερωτικό δελτίο τους επιβεβαίωναν: «Η νίκη είναι δική μας!». «Η καλόγρια» του Ζακ Ριβέτ απαγορεύτηκε, τα ερωτικά βιβλία αγοράζονταν δι’ αλληλογραφίας από τον εκδοτικό οίκο Terrain Vague. Ο Σαρτρ και η Μποβουάρ αρνούνταν να εμφανιστούν στην τηλεόραση (κανείς δεν σκοτιζόταν γι’ αυτό). Φθαρμένες αξίες κι εκφράσεις κρατούσαν ακόμη. Αργότερα, όταν θυμόμασταν τη βαθιά σαν βρυχηθμό, μα καλοσυνάτη, φωνή του μεγάλου λούτρινου Αρκούδου στην εκπομπή Bonne nuit les petits, νομίζαμε πως ο ίδιος ο Ντε Γκολ ερχόταν κάθε βράδυ στο κρεβάτι μας για να μας σκεπάσει.
Μετακινήσεις διαπερνούσαν την κοινωνία προς πάσα κατεύθυνση, αγρότες κατέβαιναν από τα ορεινά στις κοιλάδες, φοιτητές εξοβελίζονταν απ’ το κέντρο της πόλης προς τις πανεπιστημιουπόλεις στους λόφους και στη Ναντέρ μοιράζονταν την ίδια λάσπη με τους νεοαφιχθέντες από τις παραγκουπόλεις. Επαναπατρισθέντες από την Αλγερία και πρώην μέλη της OS70 με τις οικογένειές τους, που είχαν αφήσει τα χαμόσπιτα με τα υπαίθρια αποχωρητήρια, βρέθηκαν όλοι μαζί σε μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα που έφεραν το γράμμα F κι έναν αριθμό. Όμως δεν ήταν η συνύπαρξη αυτό που επιθυμούσαν οι άνθρωποι, ήθελαν κεντρική θέρμανση, απαλόχρωμους τοίχους κι ένα λουτρό στο διαμέρισμά τους.
Το πλέον απαγορευμένο πράγμα, αυτό που δεν πιστεύαμε ποτέ ότι θα το είχαμε, το αντισυλληπτικό χάπι, νομιμοποιήθηκε. Δεν τολμούσαμε να το ζητήσουμε απ’ τον γιατρό, ο οποίος δεν το συνταγογραφούσε, ιδίως αν ήσουν ανύπαντρη. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιαντροπιά. Νιώθαμε έντονα πως με το χάπι η ζωή μας θ’ άλλαζε ριζικά, το γεγονός πως ήμασταν τόσο ελεύθερες με το κορμί μας ήταν κάτι το τρομακτικό. Ελεύθερες όπως οι άντρες.
Οι νέοι απ’ ολόκληρο τον πλανήτη έστελναν βίαια μηνύματα. Στον πόλεμο του Βιετνάμ έβλεπαν λόγους για να εξεγερθούν και στα Εκατό Λουλούδια του Μάο λόγους για να ονειρεύονται. Υπήρχε μια αφύπνιση άδολης χαράς που εκφραζόταν με τους Beatles. Και μόνο που τους ακούγαμε, θέλαμε να είμαστε ευτυχισμένοι. Με τον Αντουάν, τον Νίνο Φερέρ και τον Ντιτρόν, κυριαρχούσε η παλαβομάρα. Οι φτασμένοι ενήλικες έκαναν πως τάχατες τ’ αγνοούσαν, άκουγαν το Tirlipot στο RTL, τον Μορίς Μπιρό στο Europe, τη συντηρητική εκπομπή La Minute de bon sens του Σεν-Γκρανιέ, σύγκριναν την ομορφιά των τηλεπαρουσιαστριών, αναρωτιούνταν αν η Μιρέιγ Ματιέ ή η Ζορζέτ Λεμέρ θα ήταν η νέα Πιάφ. Έβγαιναν από την ιστορία της Αλγερίας μπουχτισμένοι απ’ τους πολέμους, παρακολουθούσαν με δυσφορία τα ισραηλινά τανκς να συνθλίβουν τους στρατιώτες του Νάσερ, σαστισμένοι από την επανεμφάνιση ενός ζητήματος που το νόμιζαν διευθετημένο και από τη μετατροπή των θυμάτων σε θύτες.
Επειδή τα καλοκαίρια έμοιαζαν τελικά όλα μεταξύ τους και βάραινε ολοένα περισσότερο η έγνοια του καθενός για τον εαυτό του, επειδή η επιταγή της «αυτοπραγμάτωσης» μας οδηγούσε τάχιστα στο πουθενά εξαιτίας της μοναξιάς και των συζητήσεων στα ίδια πάντα καφέ, επειδή το αίσθημα της νιότης μεταλλάχτηκε σε κείνο μιας μελαγχολικής περιόδου αορίστου διάρκειας, επειδή διαπιστώναμε την κοινωνική υπεροχή του ζευγαριού έναντι του εργένη, ερωτευόμασταν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα από άλλοτε και, βοηθούσης κάποιας στιγμιαίας απροσεξίας στο ημερολόγιο Ότζινο, βρισκόμασταν παντρεμένοι και σύντομα γονείς. Το σμίξιμο ενός ωαρίου μ’ ένα σπερματοζωάριο επέσπευδε τις ατομικές ιστορίες. Μόλις τελειώναμε τις σπουδές δουλεύαμε ως ωρομίσθιοι στα σχολεία, υπάλληλοι μερικής απασχόλησης σε εταιρείες ερευνών ή παραδίδαμε ιδιαίτερα μαθήματα.
Το να ασκήσεις το επάγγελμά σου εθελοντικά στην Αλγερία ή στη Μαύρη Αφρική ήταν δελεαστικό σαν περιπέτεια, μια τελευταία ευκαιρία απόδρασης πριν απ’ το βόλεμα.