Προδημοσίευση ενός διηγήματος από την ανθολογία του Franz Kafka «Γιοζεφίνε η αοιδός και άλλα διηγήματα» (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, επίμετρο: Κατερίνα Καρακάση) που κυκλοφορεί στις 6 Αυγούστου από τις εκδόσεις Κίχλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Στὴ συναγωγή μας...
Στὴ συναγωγή μας ζεῖ ἕνα ζῶο περίπου σὰν ζιμπελίνα στὸ μέγεθος. Πολλὲς φορὲς τὸ βλέπει κανεὶς καθαρά, ἐπιτρέπει στοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸ πλησιάζουν σὲ μιὰ ἀπόσταση ἕως καὶ δύο μέτρα. Τὸ χρῶμα του εἶναι ἕνα ἀνοιχτὸ τιρκουάζ. Κανένας ποτὲ δὲν ἔχει ἀγγίξει τὸ τρίχωμά του, ἄρα δὲν ἔχουμε νὰ ποῦμε τίποτα γι’ αὐτό, θὰ μποροῦσε κανεὶς ἀκόμα καὶ νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι τὸ πραγματικὸ χρῶμα τῆς γούνας του εἶναι ἄγνωστο· ἴσως τὸ χρῶμα ποὺ βλέπουμε νὰ προέρχεται ἁπλῶς ἀπὸ τὶς σκόνες καὶ τοὺς σοβάδες ποὺ ἔχουν καθίσει στὸ τρίχωμά του, γιατὶ μοιάζει πράγματι μὲ τὴν μπογιὰ μὲ τὴν ὁποία εἶναι βαμμένο τὸ ἐσωτερικὸ τῆς συναγωγῆς, ἀλλὰ στὸ λίγο πιὸ ἀνοιχτό. Ἐκτὸς ἀπὸ δειλό, εἶναι ἐπίσης ἕνα ζῶο ἰδιαίτερα ἥσυχο καὶ καθόλου κινητικό· ἂν δὲν τὸ ἔδιωχναν τόσο συχνά, δὲν θὰ ἄλλαζε σχεδὸν ποτὲ θέση. Τὸ ἀγαπημένο του στέκι εἶναι τὰ κάγκελα τοῦ γυναικωνίτη: χώνεται μὲ φανερὴ ἀπόλαυση μέσα στὸ πλέγμα, τεντώνεται καὶ κοιτάζει ἀπὸ ἐκεῖ πάνω τὸν κυρίως χῶρο. Αὐτὴ ἡ ριψοκίνδυνη θέση φαίνεται νὰ τὸ εὐχαριστεῖ, ἀλλὰ ὁ ἐπιστάτης τοῦ ναοῦ εἶναι ἐπιφορτισμένος μὲ τὸ καθῆκον νὰ μὴν ἀφήνει ποτὲ τὸ ζῶο νὰ κάθεται στὸ πλέγμα, γιατὶ θὰ συνηθίσει ἐκεῖ, καὶ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτραπεῖ λόγω τῶν γυναικῶν, οἱ ὁποῖες φοβοῦνται τὸ ζῶο. Τώρα, γιατί τὸ φοβοῦνται, δὲν εἶναι σαφές. Ἐκ πρώτης ὄψεως, βέβαια, δείχνει τρομακτικό, ἰδίως ὁ μακρὺς λαιμός, τὸ τριγωνικὸ πρόσωπο, τὰ πάνω δόντια ποὺ πετᾶνε σχεδὸν ὁριζόντια, καὶ στὸ ἄνω χεῖλος, μιὰ σειρὰ ἀπὸ μακριές, ἐμφανῶς σκληρὲς ἀνοιχτόχρωμες τρίχες, ποὺ ἐξέχουν περισσότερο κι ἀπὸ τὰ δόντια – ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ σὲ τρομάξουν, ἀλλὰ σύντομα καταλαβαίνει κανεὶς πόσο ἀκίνδυνη εἶναι ἡ φαινομενικὴ αὐτὴ φρίκη. Κυρίως, ὅμως, μένει σὲ ἀπόσταση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι πιὸ δειλὸ κι ἀπὸ ζῶο τοῦ δάσους, μοιάζει νὰ μὴν ἔχει δεσμὸ μὲ τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ κτίριο, καὶ ἐκεῖ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ προσωπική του ἀτυχία, ὅτι δηλαδὴ τὸ κτίριο αὐτὸ εἶναι συναγωγή, ἄρα, κατὰ διαστήματα, γεμάτο κόσμο. Ἂν κάποιος ἦταν σὲ θέση νὰ συνεννοηθεῖ μὲ τὸ ζῶο, θὰ μποροῦσε, ἀσφαλῶς, νὰ τὸ παρηγορήσει λέγοντάς του ὅτι ἡ κοινότητα τῆς μικρῆς μας ὀρεινῆς κωμόπολης συρρικνώνεται χρόνο μὲ τὸν χρόνο καὶ ἤδη μετὰ βίας καλύπτει τὰ ἔξοδα γιὰ τὴ συντήρηση τῆς συναγωγῆς. Δὲν ἀποκλείεται σὲ λίγο καιρὸ ἡ συναγωγὴ νὰ μετατραπεῖ σὲ ἀποθήκη σιτηρῶν ἢ κάτι παρόμοιο, ὁπότε καὶ τὸ ζῶο νὰ βρεῖ ἐπιτέλους τὴν ἡσυχία ποὺ τόσο ἐπώδυνα τοῦ λείπει.
Ἐπίσης δὲν εἶναι οὔτε ὁ φόβος οὔτε ἡ περιέργεια ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ταράζει τὶς γυναῖκες· ἂν ἀσχολοῦνταν περισσότερο μὲ τὶς προσευχές τους, θὰ ξεχνοῦσαν ἐντελῶς τὸ ζῶο –τουλάχιστον οἱ εὐσεβεῖς γυναῖκες σίγουρα, ἂν οἱ ἄλλες, ποὺ εἶναι ἡ μεγάλη πλειονότητα, τοὺς τὸ ἐπέτρεπαν· ἀλλὰ αὐτὲς οἱ ἄλλες θέλουν διαρκῶς νὰ τραβοῦν τὴν προσοχή, καὶ τὸ ζῶο ἀποτελεῖ εὐπρόσδεκτη ἀφορμὴ γιὰ κάτι τέτοιο. Ἂν μποροῦσαν καὶ ἂν τὸ τολμοῦσαν, σίγουρα θὰ δελέαζαν τὸ ζῶο νὰ ἔρθει ἀκόμα πιὸ κοντά τους, ὥστε νὰ ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ τρομάζουν ἀκόμα περισσότερο.
Μόνο οἱ γυναῖκες, βέβαια, τὸ φοβοῦνται τὸ ζῶο· γιὰ τοὺς ἄνδρες εἶναι ἐδῶ καὶ καιρὸ ἐντελῶς ἀδιάφορο, ἡ μιὰ γενιὰ τὸ δείχνει στὴν ἄλλη, ὅλοι τὸ ἔχουν δεῖ τόσο πολλὲς φορές, ὥσπου τελικὰ κανεὶς δὲν τοῦ ρίχνει πιὰ οὔτε ἕνα βλέμμα· ἀκόμα καὶ στὰ παιδιὰ ποὺ τὸ βλέπουν γιὰ πρώτη φορὰ ἔχει πάψει νὰ προξενεῖ ἐντύπωση. Εἶναι τὸ κατοικίδιο τῆς συναγωγῆς – καὶ γιατί δηλαδὴ νὰ μὴν ἔχει ἡ συναγωγὴ ἕνα κατοικίδιο μοναδικό, ποὺ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ ἀλλοῦ; Ἂν δὲν ἦταν οἱ γυναῖκες, ἀκόμα καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ ζώου θὰ ἀγνοούσαμε. Ἀλλὰ κι οἱ γυναῖκες δὲν τρέφουν κανέναν πραγματικὸ φόβο γι’ αὐτὸ τὸ ζῶο, θὰ ἦταν ἄλλωστε κάτι παραπάνω ἀπὸ παράξενο νὰ φοβοῦνται ἕνα τέτοιο ζῶο, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, ἐπὶ χρόνια, ἐπὶ δεκαετίες. Ἡ δικαιολογία τους εἶναι ὅτι τὸ ζῶο βρίσκεται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον πολὺ πιὸ κοντά τους ἀπ’ ὅ,τι στοὺς ἄνδρες, πράγμα ποὺ ἰσχύει. Τὸ ζῶο δὲν τολμάει ποτὲ νὰ κατέβει ἐκεῖ ὅπου εἶναι οἱ ἄνδρες, ποτὲ κανεὶς δὲν τὸ ἔχει δεῖ πάνω στὸ πάτωμα. Ὅταν δὲν τὸ ἀφήνουν νὰ κάθεται στὰ κάγκελα τοῦ γυναικωνίτη, προσπαθεῖ νὰ βρίσκεται τουλάχιστον στὸ ἴδιο ὕψος μ’ αὐτά, στὸν ἀπέναντι τοῖχο. Ἐκεῖ ὑπάρχει ἕνα πολὺ στενὸ περβάζι, οὔτε δυὸ δάχτυλα πλάτος, ποὺ διατρέχει τὶς τρεῖς πλευρὲς τῆς συναγωγῆς, καὶ σ’ αὐτὸ τὸ περβάζι πηγαινοέρχεται καμιὰ φορὰ τὸ ζῶο, συνήθως ὅμως κουρνιάζει σὲ ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο, ἀπέναντι ἀπὸ τὶς γυναῖκες. Εἶναι σχεδὸν ἀνεξήγητο πῶς καταφέρνει καὶ χρησιμοποιεῖ μὲ τέτοια εὐκολία αὐτὸν τὸν τόσο στενὸ διάδρομο, ἐνῶ ἀξιοπρόσεκτος εἶναι καὶ ὁ τρόπος ποὺ κάνει μεταβολὴ ἐκεῖ πάνω, ὅταν φτάνει στὸ τέρμα, γιατὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει εἶναι πολὺ γέρικο ζῶο, κι ὅμως καθόλου δὲν δειλιάζει οὔτε καὶ γιὰ τὸ πιὸ παράτολμο ἅλμα στὸν ἀέρα, ποὺ τοῦ πετυχαίνει πάντα – νὰ κάνει τὴν ἐναέρια στροφή του καὶ μετὰ νὰ ξαναπάρει τὸν δρόμο πρὸς τὰ πίσω. Ὅταν, βέβαια, τὸ ἔχεις δεῖ ἤδη μερικὲς φορές, τὸ ἔχεις βαρεθεῖ καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον λόγος νὰ τὸ χαζεύεις. Ἐπίσης δὲν εἶναι οὔτε ὁ φόβος οὔτε ἡ περιέργεια ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ταράζει τὶς γυναῖκες· ἂν ἀσχολοῦνταν περισσότερο μὲ τὶς προσευχές τους, θὰ ξεχνοῦσαν ἐντελῶς τὸ ζῶο –τουλάχιστον οἱ εὐσεβεῖς γυναῖκες σίγουρα, ἂν οἱ ἄλλες, ποὺ εἶναι ἡ μεγάλη πλειονότητα, τοὺς τὸ ἐπέτρεπαν· ἀλλὰ αὐτὲς οἱ ἄλλες θέλουν διαρκῶς νὰ τραβοῦν τὴν προσοχή, καὶ τὸ ζῶο ἀποτελεῖ εὐπρόσδεκτη ἀφορμὴ γιὰ κάτι τέτοιο. Ἂν μποροῦσαν καὶ ἂν τὸ τολμοῦσαν, σίγουρα θὰ δελέαζαν τὸ ζῶο νὰ ἔρθει ἀκόμα πιὸ κοντά τους, ὥστε νὰ ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ τρομάζουν ἀκόμα περισσότερο. Στὴν πραγματικότητα ὅμως τὸ ζῶο δὲν ἔχει καμία ὄρεξη νὰ τὶς πλησιάσει καί, ἐφόσον δὲν τὸ πειράζουν, ἀσχολεῖται μαζί τους τόσο λίγο ὅσο καὶ μὲ τοὺς ἄνδρες· προφανῶς, ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἤθελε μᾶλλον εἶναι νὰ μένει διαρκῶς στὴν κρυψώνα ὅπου ζεῖ ὅποτε δὲν γίνεται λειτουργία, πιθανότατα σὲ κάποια τρύπα τοῦ τοίχου, τὴν ὁποία ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ἀκόμα ἀνακαλύψει. Μόλις ξεκινᾶ ἡ προσευχή, τότε ἐμφανίζεται κι αὐτό, τρομαγμένο ἀπὸ τὴ φασαρία – θέλει νὰ δεῖτί τρέχει, θέλει νὰ μένει σὲ ἐγρήγορση, θέλει νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ τὸ σκάσει; Ὁ φόβος τὸ σπρώχνει καὶ βγαίνει ἔξω, ἀπὸ φόβο κάνει αὐτὲς τὶς τοῦμπες του καὶ δὲν τολμάει νὰ ἀποσυρθεῖ μέχρι νὰ τελειώσει ἡ λειτουργία. Εἶναι φυσικὸ νὰ προτιμάει τὰ ψηλά, ἀφοῦ ἐκεῖ εἶναι πιὸ ἀσφαλές, ἐνῶ πάνω στὸ περβάζι καὶ στὰ κάγκελα ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ τρέχει καλύτερα, ἀλλὰ πάντως δὲν μένει συνέχεια ἐκεῖ· καμιὰ φορὰ κατεβαίνει καὶ χαμηλά, πρὸς τοὺς ἄνδρες. Τὸ παραπέτασμα τῆς Κιβωτοῦ κρέμεται ἀπὸ μιὰ ἀστραφτερὴ μπρούντζινη ράβδο, ποὺ φαίνεται πὼς προσελκύει τὸ ζῶο, καὶ πολὺ συχνὰ πλησιάζει ἐκεῖ ἕρποντας, ἀλλὰ καὶ τότε κάθεται πάντοτε ἥσυχο, δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς πὼς ἐνοχλεῖ οὔτε κὰν ὅταν βρίσκεται δίπλα ἀκριβῶς στὴν Κιβωτό, μόνο ἀτενίζει τοὺς πιστοὺς μὲ μάτια κενά, διαρκῶς ἀνοιχτά, ἴσως καὶ χωρὶς βλέφαρα, σίγουρα ὅμως δίχως νὰ κοιτάζει κανέναν, κατοπτεύοντας ἁπλῶς τοὺς κινδύνους ποὺ νιώθει πὼς τὸ ἀπειλοῦν.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη ἔμοιαζε, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, ἐλάχιστα πιὸ νοῆμον ἀπὸ τὶς γυναῖκες μας. Ποιούς κινδύνους ἔχει τέλος πάντων νὰ φοβᾶται; Ποιός σκοπεύει νὰ τοῦ κάνει κακό; Δὲν τὸ ἔχουν ἀφήσει ἐντελῶς ἥσυχο ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια; Οἱ ἄνδρες ἀγνοοῦν τὴν παρουσία του καὶ οἱ γυναῖκες, στὴν πλειονότητά τους, μᾶλλον θὰ ἦταν δυστυχεῖς ἂν ἐξαφανιζόταν. Καὶ δεδομένου ὅτι εἶναι καὶ τὸ μοναδικὸ ζῶο στὸ κτίριο, δὲν ἔχει ἐπίσης κανέναν ἀπολύτως ἐχθρό. Αὐτὸ πραγματικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἔχει καταλάβει μέσα στὰ χρόνια. Καὶ ἡ λειτουργία, μ’ ὅλη της τὴ φασαρία, μπορεῖ βέβαια νὰ εἶναι κάτι πολὺ τρομακτικὸ γιὰ τὸ ζῶο, εἶναι ὅμως καὶ κάτι ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σὲ κάποιο βαθμὸ κάθε μέρα, καὶ στὶς γιορτινὲς ἡμέρες ἐνισχυμένο, τακτικὰ καὶ χωρὶς διακοπή· ἄρα ἀκόμα καὶ τὸ πιὸ φοβισμένο ζῶο θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἔχει συνηθίσει, πόσο μᾶλλον ὅταν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ φασαρία δὲν προέρχεται ἀπὸ διῶκτες, ἀλλὰ εἶναι μιὰ φασαρία ποὺ καθόλου δὲν τὸ ἀφορᾶ. Ὡστόσο, φοβᾶται. Νὰ φταίει ἄραγε ἡ ἀνάμνηση κάποιου μακρινοῦ παρελθόντος ἢ μήπως ἕνα προαίσθημα γιὰ τὰ μελλούμενα; Νὰ ξέρει τάχα τὸ γέρικο αὐτὸ ζῶο κάτι παραπάνω ἀπ’ ὅσα οἱ τρεῖς γενιὲς ποὺ μαζεύονται τώρα στὴ συναγωγή;
Πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, καθὼς λέγεται, εἶχαν ὄντως γίνει ἀπόπειρες νὰ ἐκδιωχθεῖ τὸ ζῶο. Αὐτὸ ἐνδέχεται νὰ ἰσχύει, ἀκόμα πιθανότερο ὅμως εἶναι νὰ πρόκειται γιὰ ἐπινόηση. Ἐκεῖνο πάντως ποὺ σίγουρα βεβαιώνεται εἶναι ὅτι τότε διερευνήθηκε τὸ ἐρώτημα κατὰ πόσον ἐπιτρέπεται, ἀπὸ ἄποψη θρησκευτικῶν κανόνων, νὰ γίνεται ἀνεκτὸ ἕνα τέτοιο ζῶο στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ. Ζητήθηκε ἡ γνώμη διάσημων ραβίνων καὶ οἱ ἀπόψεις διχάστηκαν· οἱ περισσότεροι τάχθηκαν ὑπὲρ τῆς ἄποψης νὰ ἐκδιωχθεῖ τὸ ζῶο καὶ νὰ καθαγιαστεῖ ἐκ νέου ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ. Ὅσο εὔκολα ὅμως βγάζει κανεὶς διατάγματα ἐξ ἀποστάσεως, τόσο ἀδύνατο εἶναι νὰ ἐκδιωχθεῖ τὸ ζῶο πραγματικά.
(1920)