
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Marta Orriols «Να μάθω να μιλώ με τα φυτά» (μτφρ. από τα Καταλανικά Κωνσταντίνος Παλαιολόγος), το οποίο κυκλοφορεί στις 19 Απριλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΠΡΙΝ
Ήμαστε ζωντανοί.
Οι τρομοκρατικές ενέργειες, τα δυστυχήματα, οι πόλεμοι και οι επιδημίες δεν μας αφορούσαν. Μπορούσαμε να βλέπουμε ταινίες που προσέγγιζαν με ελαφρότητα την πράξη του θανάτου, άλλες που τον μετέτρεπαν σε μια πράξη αγάπης, αλλά εμείς μέναμε έξω από την περιοχή που εμπεριείχε την κυριολεκτική έννοια της απώλειας της ζωής.
Κάποια βράδια, στο κρεβάτι, βυθισμένοι στην άνεση που μας πρόσφεραν οι αφράτες μαξιλάρες, με την έπαρση της όψιμης νιότης μας, βλέπαμε στο μισοσκόταδο τις ειδήσεις –τα πόδια μας μπλεγμένα–, και τότε ο θάνατος, δίχως εμείς καν να το ξέρουμε, αναπαυόταν γαλαζωπός στα κρύσταλλα των γυαλιών του Μάουρο. Εκατόν τριάντα εφτά άτομα σκοτώθηκαν στο Παρίσι εξαιτίας επιθέσεων την ευθύνη των οποίων ανέλαβε η τρομοκρατική οργάνωση Ισλαμικό Κράτος, έξι νεκροί σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες στους δρόμους της χώρας σε τρεις διαφορετικές μετωπικές συγκρούσεις, η υπερχείλιση ενός ποταμού προκαλεί τον πνιγμό τεσσάρων ανθρώπων σε ένα μικρό χωριό στον νότο της Ισπανίας, σε τουλάχιστον εβδομήντα ανέρχονται τα θανατηφόρα θύματα από σειρά βομβιστικών επιθέσεων στη Συρία. Και εμείς, που ανατριχιάζαμε προς στιγμήν, μπορεί και να λέγαμε πράγματα του τύπου: «Μα τι γίνεται στον κόσμο!» ή «Ο καημένος, τι ατυχία κι αυτή!», και η είδηση, αν δεν είχε πολλή δύναμη, διαλυόταν την ίδια κιόλας νύχτα μέσα στα όρια της κρεβατοκάμαρας ενός ζευγαριού που κι εκείνο σιγά σιγά έσβηνε.
Χρησιμοποιούσαμε εκφράσεις όπως «Είμαι πεθαμένος» για να δείξουμε την κούρασή μας ύστερα από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά δίχως το εν λόγω επίθετο να μας τρυπάει την ψυχή.
Αλλάζαμε κανάλι και βλέπαμε το τέλος μιας ταινίας ενόσω εγώ τον ρωτούσα τι ώρα ακριβώς θα γύριζε σπίτι την επομένη, ή του θύμιζα να περάσει από το καθαριστήριο για να πάρει το μαύρο παλτό, ή, αν ήταν ωραία μέρα, τους τελευταίους πλέον μήνες, μπορεί και να προσπαθούσαμε να κάνουμε άκεφα έρωτα. Αν η είδηση ήταν πιο ηχηρή, η επίδρασή της παρατεινόταν κάπως· τη συζητούσαμε στη δουλειά την ώρα του καφέ ή στην αγορά κάνοντας ουρά στο ιχθυοπωλείο. Αλλά εμείς ήμαστε ζωντανοί, ο θάνατος ανήκε στους άλλους.
Χρησιμοποιούσαμε εκφράσεις όπως «Είμαι πεθαμένος» για να δείξουμε την κούρασή μας ύστερα από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά δίχως το εν λόγω επίθετο να μας τρυπάει την ψυχή, και όταν ακόμα ήμαστε καινούργιοι, σχεδόν του κουτιού, καταφέρναμε να επιπλεύσουμε στη θάλασσα, στον αγαπημένο μας ορμίσκο, και να κάνουμε αστεία, με τα χείλη μας γεμάτα αλάτι και ήλιο, σχετικά με έναν υποθετικό πνιγμό που κατέληγε σε ένα παθιασμένο φιλί της ζωής και τρανταχτά γέλια. Ο θάνατος ήταν κάτι το μακρινό, δεν μας ανήκε.
Ο θάνατος που είχα βιώσει μικρή –η μαμά αρρώστησε και μήνες αργότερα πέθανε– είχε μετατραπεί σε αμυδρή ανάμνηση που δεν πονούσε πλέον. Ο πατέρας μου είχε έρθει να με πάρει από το σχολείο πριν περάσει καν μία ώρα από τη στιγμή που είχαμε επιστρέψει στην τάξη ύστερα από το μεσημεριανό φαγητό. Εκατοντάδες αγόρια και κορίτσια ανεβαίναμε τη φιδογυριστή σκάλα προκειμένου να επιστρέψουμε από την κοινόχρηστη τραπεζαρία στις αίθουσες, με τον χαρακτηριστικό σαματά που κάνει η ζωή που περνάει ενώ τα πάντα παγώνουν σε κάποιο άλλο σημείο. Ο μπαμπάς ήρθε στην αίθουσα συνοδευόμενος από τη διευθύντρια, η οποία χτύπησε την πόρτα τη στιγμή ακριβώς που ο καθηγητής της φυσικής ιστορίας μάς έλεγε ότι υπάρχουν ζώα σπονδυλωτά και ζώα ασπόνδυλα. Η θύμηση του θανάτου της μαμάς σχετίστηκε μια για πάντα στο μυαλό μου με τα άσπρα γράμματα από κιμωλία πάνω στον πράσινο πίνακα που χώριζαν στα δύο το ζωικό βασίλειο. Όλοι όσοι μέχρι τότε ήταν όμοιοι με εμένα άρχισαν να με παρατηρούν με καινούργιο βλέμμα, και εγώ, πολύ ήρεμη, ένιωθα να αποσύρομαι σε ένα τρίτο βασίλειο, εκείνο των πληγωμένων ζώων που θα τους έλειπε για πάντα η μητέρα τους.
Παρότι αυτό δεν τον κάνει λιγότερο επώδυνο, ο θάνατός της μας είχε προειδοποιήσει, και σε αυτή την προειδοποίηση συμπεριλαμβάνονταν ο χρόνος που απέμενε μέχρι την άφιξή του, ο χώρος για τον αποχαιρετισμό και τις ευχές, η πλήρης κατάπτωση και η ευκαιρία για να εκφράσω όλη μου την αγάπη. Συμπεριλαμβάνονταν, κυρίως, η αφέλεια της πίστης μου στον Παράδεισο, εκεί όπου όλοι μού την τοποθετούσαν, και η αθωότητα των εφτά μου χρόνων, που με γλίτωνε από το να αντιληφθώ τη βεβαιότητα της αναχώρησής της.
Ο Μάουρο κι εγώ υπήρξαμε ζευγάρι για πολλά χρόνια· ύστερα, μόνο για κάποιες ώρες, πάψαμε να είμαστε. Πριν από μερικούς μήνες πέθανε ξαφνικά, δίχως προειδοποίηση. Τον παρέσυρε ένα αυτοκίνητο, και μαζί με αυτόν παρέσυρε ένα σωρό άλλα πράγματα.
Ο Μάουρο κι εγώ υπήρξαμε ζευγάρι για πολλά χρόνια· ύστερα, μόνο για κάποιες ώρες, πάψαμε να είμαστε. Πριν από μερικούς μήνες πέθανε ξαφνικά, δίχως προειδοποίηση. Τον παρέσυρε ένα αυτοκίνητο, και μαζί με αυτόν παρέσυρε ένα σωρό άλλα πράγματα.
Δίχως παράδεισο μήτε παρηγοριά, με όλο εκείνο τον ανυπόφορο πόνο που χαρακτηρίζει τους ενήλικες, προκειμένου να αποφύγω να μιλήσω για τον Μάουρο με παρελθοντικούς χρόνους, πολύ συχνά σκέφτομαι και μιλάω χρησιμοποιώντας τα επιρρήματα «πριν» και «μετά». Πράγματι, υπάρχει ένα πριν κι ένα μετά, ένα φυσικό όριο. Ήταν ζωντανός εκείνο το μεσημέρι, μαζί μου, ήπιε κρασί και ζήτησε να του ψήσουν λίγο περισσότερο το φιλέτο του, απάντησε σε δύο τηλεφωνήματα από τον εκδοτικό οίκο ενώ ταυτόχρονα έπαιζε με τη θήκη για τις χαρτοπετσέτες, μου έγραψε στο πίσω μέρος της κάρτας του εστιατορίου τον τίτλο ενός βιβλίου μιας Γαλλίδας συγγραφέως που μου το συνέστησε με πάθος, έξυσε τον λοβό του αριστερού αφτιού του, νιώθοντας άβολα ή και κάπως σαν να ντρεπόταν, και ύστερα μου το είπε. Σχεδόν τραυλίζοντας. Λίγες ώρες αργότερα ήταν νεκρός.
Το λογότυπο του εστιατορίου είχε ένα κοράλλι. Το κοιτάζω συχνά. Φυλάω την κάρτα στην οποία, με την άψογη καλλιγραφία του, έγραψε τον τίτλο του βιβλίου που τόσο του είχε αρέσει. Ίσως επειδή ο καθένας είναι ελεύθερος να εξωραΐσει τη δυστυχία του με όσο φούξια, κίτρινο, μπλε και πράσινο ζητάει η καρδιά του, από την ημέρα του δυστυχήματος σκέφτομαι το πριν και το μετά της ζωής μου σαν να τα χώριζε το Μέγα Κοραλλιογενές Φράγμα, ο μεγαλύτερος ύφαλος κοραλλιών στον κόσμο. Κάθε φορά που αναλογίζομαι αν κάτι συνέβη πριν ή μετά τον θάνατο του Μάουρο, προσπαθώ να φέρω στο μυαλό μου το κοραλλιογενές φράγμα, προκειμένου να το γεμίσω με χρωματιστά ψάρια και αστερίες, να το μετατρέψω σε ένα μέρος που σφύζει από ζωή.
Όταν ο θάνατος παύει να αφορά πλέον τους υπολοίπους, είναι αναγκαίο να φροντίσεις να του βρεις χώρο στην άλλη πλευρά του υφάλου, γιατί, αν δεν το κάνεις, θα καταλάβει όλο τον χώρο με απόλυτη ελευθερία.
Ο θάνατος δεν είναι κάτι μυστικιστικό. Ο θάνατος είναι κάτι φυσικό, λογικό, πραγματικό.