Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Ta-Nehisi Coates «Ο χορευτής του νερού» (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη), το οποίο κυκλοφορεί στις 22 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Όλη μου τη ζωή ήθελα να φύγω. Δεν ήταν κάτι πρωτότυπο – όλοι οι σκλάβοι έτσι ένιωθαν. Αλλά, ξέχωρα από εκείνους, ξέχωρα απ’ όλο το Λόκλες, εγώ είχα τα μέσα.
Ήμουν παράξενο παιδί. Μίλησα προτού περπατήσω, αν και ποτέ δεν μιλούσα πολύ επειδή κυρίως παρατηρούσα και θυμόμουν. Άκουγα τους άλλους να μιλάνε, αν και περισσότερο τους έβλεπα, τα λόγια τους έπαιρναν μορφή μπροστά μου σαν εικόνες, αλυσίδες από χρώματα, γραμμές, υφή και σχήματα που μπορούσα να αποθηκεύσω μέσα μου. Και είχα το χάρισμα μέχρι να πεις κύμινο να ανακαλώ τις εικόνες και να τις μετατρέπω ξανά στα ακριβή λόγια με τα οποία τις είχα φτιάξει.
Όταν έγινα πέντε, μπορούσα, ακούγοντάς το μια φορά, να τραγουδήσω ένα τραγούδι της δουλειάς, τις ερωτήσεις και τις αποκρίσεις, και να προσθέσω δικούς μου αυτοσχεδιασμούς, προς μεγάλη έκπληξη και χαρά των μεγαλυτέρων μου. Για κάθε ζώο είχα ξεχωριστό όνομα, ανάλογα με το πού είχα δει το καθένα, τι ώρα ήταν και τι έκανε το ζώο, έτσι ένα ελάφι λεγόταν Χορτάρι την Άνοιξη και ένα άλλο Σπασμένο Κλαδί Βελανιδιάς, και το ίδιο ίσχυε και για την αγέλη σκυλιών από τα οποία οι μεγαλύτεροι με προειδοποιούσαν να μένω μακριά, αλλά για μένα δεν ήταν αγέλη, το καθένα ήταν μοναδικό, γιατί τα θυμόμουν κι εκείνα, ακόμα κι αν δεν τα ξαναέβλεπα, όπως μια κυρία ή έναν κύριο που δεν ξανάβλεπα.
Όλη μου τη ζωή ήθελα να φύγω. Δεν ήταν κάτι πρωτότυπο – όλοι οι σκλάβοι έτσι ένιωθαν. Αλλά, ξέχωρα από εκείνους, ξέχωρα απ’ όλο το Λόκλες, εγώ είχα τα μέσα.
Και δεν χρειαζόταν ποτέ να μου πεις μια ιστορία δυο φορές, επειδή αν μου έλεγες ότι ο Χανκ Πάουερς έκλαιγε τρεις ώρες όταν γεννήθηκε η κόρη του, το θυμόμουν· και αν μου έλεγες ότι η Λουσίλ Σιμς έφτιαξε καινούργιο χριστουγεννιάτικο φόρεμα από τα ρούχα της δουλειάς της μάνας της, το θυμόμουν· και αν μου έλεγες για εκείνη τη φορά που ο Τζόνι Μπλάκγουελ έβγαλε μαχαίρι στον αδελφό του, το θυμόμουν· και αν μου ανέφερες όλους τους προγόνους του Χόρας Κόλινς και πού γεννήθηκαν στην κομητεία Ελμ, το θυμόμουν· και αν η Τζέιν Τζάκσον απαριθμούσε όλες τις γυναίκες του οικογενειακού της δέντρου, τη μάνα της και τη μάνα της μάνας της και κάθε μάνα που έφτανε μέχρι την άκρη του Ατλαντικού, το θυμόμουν. Έτσι ήταν φυσικό να θυμάμαι, ακόμα και στα σαγόνια του Γκους, ακόμα και αφότου η γέφυρα εξαφανίστηκε και αντίκριζα τον χαμό μου, ότι αυτό δεν ήταν το πρώτο μου προσκύνημα στη γαλάζια πύλη.
Είχε ξανασυμβεί. Είχε συμβεί όταν ήμουν εννιά χρονών, μια μέρα μετά αφού πήρανε και πουλήσανε τη μάνα μου. Ξύπνησα εκείνο το κρύο χειμωνιάτικο πρωινό ξέροντας ότι είχε εξαφανιστεί για τα καλά. Αλλά δεν είχα εικόνες, ούτε ανάμνηση από αποχαιρετισμούς, ούτε καν την εικόνα της γενικά. Τη θυμόμουν από δεύτερο χέρι, ήμουν σίγουρος ότι την είχαν πάρει, όπως ήμουν σίγουρος ότι υπήρχαν λιοντάρια στην Αφρική, κι ας μην είχα δει ποτέ κανένα. Έψαχνα να βρω μια ζωντανή ανάμνηση και έβρισκα μόνο θραύσματα. Κραυγές. Ικεσίες – κάποιος με ικέτευε. Την έντονη μυρωδιά των αλόγων. Και μέσα σε όλη τη θολούρα, μια εικόνα τρεμόσβηνε: μια μεγάλη ποτίστρα με νερό. Ήμουν τρομοκρατημένος, όχι μόνο επειδή είχα χάσει τη μάνα μου αλλά επειδή ήμουν ένα παιδί που θυμόταν όλα τα χθες του με τα πιο ζωηρά χρώματα, και με υφή τόσο πλούσια που θα μπορούσα να την πιω. Και να που είχα ξυπνήσει απότομα και έβρισκα μόνο αναμνηστικά, σκοτάδι και κραυγές.
Πρέπει να φύγω. Κι αυτό ήταν περισσότερο κάτι που ένιωθα παρά σκέψη. Υπήρχε ένας πόνος, μια ρήξη, ένα ξεγύμνωμά μου που ήξερα ότι ήμουν ανίκανος να εμποδίσω. Η μάνα μου είχε φύγει και έπρεπε να ακολουθήσω. Έτσι, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό, φόρεσα το τραχύ κρεμ πουκάμισο και το παντελόνι μου, κι ύστερα γλίστρησα τα χέρια μου στο μαύρο παλτό μου και έδεσα τα μπρόγκαν μου. Βγήκα στον Δρόμο, την κοινή περιοχή ανάμεσα σε δυο μακριές σειρές από ξύλινες καλύβες με τριγωνικές σκεπές που είχαμε κάνει σπίτια μας όσοι δουλεύαμε στα καπνοχώραφα. Ένας παγωμένος άνεμος σήκωνε χώμα στη γειτονιά και χαράκωνε το πρόσωπό μου. Ήταν Κυριακή, δυο βδομάδες μετά τις γιορτές, πρώτες πρωινές ώρες, πριν την ανατολή. Στο φως του φεγγαριού έβλεπα λευκά συννεφάκια καπνού να βγαίνουν από τις καμινάδες, και πίσω από τις καλύβες, δέντρα μαύρα και γυμνά, που λικνίζονταν σαν μεθυσμένα στον άνεμο που σφύριζε. Αν ήταν καλοκαίρι, ο Δρόμος, ακόμα και τέτοια ώρα, θα ήταν μες στη ζωντάνια με το εμπόριο οπωροκηπευτικών – φρέσκα λάχανα και καρότα, αυγά που μαζεύτηκαν για ανταλλαγή, ή ακόμα και για να τα πάνε στο κεντρικό σπίτι και να τα πουλήσουν. Ο Λεμ και τα μεγαλύτερα αγόρια θα ήταν εκεί, με καλάμια ψαρέματος στους ώμους, χαμογελώντας, κάνοντάς μου νόημα και φωνάζοντας «Έλα, Χάι», καθώς θα πήγαιναν προς τον Γκους. Θα έβλεπα την Αραμπέλα εκεί με τον αδελφό της τον Τζακ, νυσταγμένους, αλλά σύντομα θα έπαιζαν βόλους μέσα σε έναν χωμάτινο κύκλο που θα είχαν σχεδιάσει ανάμεσα σε δύο καλύβες. Και η Θίνα, η πιο κακιά γυναίκα στον Δρόμο, μπορεί να σκούπιζε την αυλή της, να τίναζε ένα παλιό χαλί ή να γύριζε τα μάτια προς τα πάνω και να έβγαζε έναν ήχο αποδοκιμασίας με τη χαζομάρα κάποιου. Αλλά ήταν χειμώνας στη Βιρτζίνια και όσοι είχαν μυαλό στο κεφάλι τους ήταν κλεισμένοι μέσα, δίπλα στη φωτιά. Έτσι, όταν βγήκα έξω, δεν υπήρχε κανείς στον Δρόμο, κανείς δεν κοίταζε από την πόρτα του σπιτιού του, κανείς δεν υπήρχε να με πιάσει απ’ το μπράτσο, να μου ρίξει δυο στον πισινό, και να φωνάξει «Χάι, θα ψοφήσεις μ’ αυτό το κρύο. Και πού είναι η μάνα σου, μικρέ;».