Νέοι συγγραφείς έγραψαν αποκλειστικά για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, η Βάσια Τζανακάρη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Πώς είπατε; Ήρθατε να δείτε τη γυναίκα με το κοχύλι για… τέλος πάντων. Δεν θα είστε από τα μέρη μας φαίνεται, μα βέβαια, τι ανόητος που είμαι, αφού δεν σας έχω ξαναδεί, ούτε εσάς ούτε τη βαλίτσα σας, και συγγνώμη που κάθισα έτσι ξαφνικά στο τραπεζάκι σας, αλλά, να, μου ‘ρθε μια σκοτοδίνη, ο ήλιος, βλέπετε, ντάλα μεσημέρι, κι εγώ, να ‘στε σίγουρος, τα έχω πιει τα ουζάκια μου, θα φταίει κι αυτό, βέβαια, αλλά κι εσείς πάλι, με το που συνήλθα με πιάσατε απ’ το γιακά, να σας πω για τη γυναίκα με το κοχύλι για…. τέλος πάντων. Αφού έχετε ακούσει για εκείνην, όπως τόσοι και τόσοι, οφείλω να σας πω ότι αν σκοπός σας είναι να τη δείτε δεν θα έχετε καμία τύχη, απολύτως. Μήπως μας περνάτε για κάποιου είδους τσίρκο με παράξενα πλάσματα ή ακόμη χειρότερα για ζωολογικό κήπο; Όχι, κύριε, νομίζετε πως επειδή το κοστούμι σας και το βλέμμα σας είναι καθαρό, μπορείτε να μας ρίξετε; Πώς είπατε; Κερνάτε καφεδάκι; Δεν θα ‘λεγα όχι για έναν γλυκύ βραστό, όχι τίποτε άλλο, να με συνεφέρει λίγο, σεις τι πίνετε, α, από αυτούς τους φρέντο, απ’ την Αθήνα θα είστε, ε, ποια περιοχή; Α, μάλιστα, καλή περιοχή, όχι ότι ξέρω από Αθήνα, λίγες φορές έχω ανέβει, για δουλειές, κι όπου φύγει-φύγει. Οι κόρνες… άμα ζεις πολύ εκεί, δεν ξέρω, μπορεί να μην τις ακούς ή να σου φαίνεται ότι ακούς καμιά μπουρού, ξέρετε τι θα έκανα εγώ, θα έπιανα σπίτι στον Πειραιά, να βλέπω τη θάλασσα, δεν μπορώ χώρια της, κι όταν θα κόρναραν κάτω από το παράθυρό μου θα καμωνόμουν ότι ήταν τα καράβια που με καλούσαν απ’ τα βάθη της. Α, να τος κι ο καφές, να ‘σαι καλά, ρε Αντώνη.
Είπα μπουρού, λοιπόν, και μιας και ρωτήσατε για τη γυναίκα με το κοχύλι για…, τέλος πάντων, θα σας πω μερικά πραγματάκια, που μάλλον τα ξέρετε κι ο ίδιος, ειδάλλως δεν θα παίρνατε το καράβι να ‘ρθετε ως εδώ να ρωτάτε. Και γιατί ρωτάτε, για να ‘χουμε καλό ρώτημα; Α, μάλιστα, συγγραφέας, ευτυχώς δεν είστε κάνας περίεργος δημοσιογράφος, δεν τη μπορώ τη φάρα τους, πώς είναι τ’ όνομα σας, λυπάμαι, δεν σας ξέρω, δεν είμαι του διαβάσματος εγώ, αλλά έχουμε βιβλιοπωλείο στο νησί, εκεί μπορεί και να σας ξέρουν. Τι λέγαμε; Α, ναι, η γυναίκα με το κοχύλι για…. τέλος πάντων. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να σας πω ότι πρόκειται για πλάσμα εκπληκτικής ομορφιάς. Ή κάποτε τουλάχιστον, όταν ήτανε ακόμα κορίτσι. Ήμασταν συμμαθητές, μέχρι το γυμνάσιο φτάσαμε μαζί, μετά έφυγε στην Αθήνα με τους γονιούς της για μερικά χρόνια, ύστερα ξανάρθαν, οικογένεια άνω-κάτω, ευτυχώς όμως που γυρίσανε γιατί ήτανε πλάσμα θαλασσινό, δεν θα άντεχε εκεί πέρα, εδώ πού την έχανες πού την έβρισκες, στην αμμουδιά καθόταν, με τις ώρες αγνάντευε, βουτούσε και κολυμπούσε, ίδιο ψάρι, μέχρι που νύχτωνε, κι άμα είχαμε καμιά γιορτή έπλεκε φύκια στα μαλλιά της. Αλλοπαρμένη τη λέγαμε καμιά φορά αλλά όχι από κακία, σαν να ‘ταν ξωτικό ή γοργόνα. Της μάνας της είχε μαλλιάσει η γλώσσα να της λέει να παντρευτεί, τόσοι τη θέλανε, εκείνη όμως γελούσε κι έλεγε εγώ είμαι παντρεμένη με τη θάλασσα κι η μάνα της σταυροκοπιόταν.
Τότε έγινε το κακό, μας έβαλαν πανεπιστήμιο στο νησί κι όλοι χάρηκαν ότι θα νοικιάσουν τα σπίτια τους και θα πουλάνε στις τριπλάσιες τιμές και δώσ’ του όνειρα ανάπτυξης τουριστικά κι ολοστρόγγυλα σαν φούσκες. Δεν μπορώ να πω, κάτι έγινε, το νησί πήρε τα πάνω του, ήρθαν πολλοί φοιτητές, μα ήρθε κι εκείνος. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο μαγαζί, σας το είπα, κύριε, ότι έχω ένα ωραιότατο τσαγκάρικο, μάλιστα, αν χρειαστείτε τακούνι, έτοιμο στο λεπτό, ε, όχι, κύριε, τώρα δεν είμαι στο μαγαζί γιατί τα μεσημέρια κλείνουμε, κύριε, ακόμη κι ο Θεός ρίχνει έναν υπνάκο το μεσημέρι, τι λέγαμε, α, ναι, ήρθε, λοιπόν, εκείνος στο μαγαζί, τότε ήταν του πατέρα μου ακόμη κι εγώ δούλευα βοηθός, κι ήταν, που λέτε, καθηγητής στο πανεπιστήμιο, μεγάλος και τρανός, αλλά εμένα δεν μ’ άρεσε η κοψιά του, όλο κοίταζε το ρολόι του και φώναζε τον πατέρα μου, γέρο άνθρωπο, «ε, συ». Λίγο καιρό μετά, τον είδαμε αγκαλιά μαζί της, στον όρμο και στα σοκάκια, κι εκείνη να μπαινοβγαίνει στο σπίτι του τις νύχτες βιαστική κι αέρινη. Σιγά-σιγά άρχισαν να κυκλοφορούν πιο στο φανερό. Έλαμπε το κορίτσι από έρωτα και άνθιζε κι ήταν να απορείς, σαν έβλεπες δίπλα της αυτόν τον γκρίζο άντρα με τον σκοτεινιασμένο βλέμμα και το σφιγμένο στόμα. Μέχρι και γάμο της έταξε κι εκείνη που ορκιζόταν πως ήταν παντρεμένη με τη θάλασσα ξεμυαλίστηκε και πήγαινε στο πρακτορείο και αγόραζε περιοδικά με νύφες και φουστάνια.
Άρχισε να μη γυρνάει στο σπίτι. Έμενε τις νύχτες στον όρμο, κοιμόταν με τη μπουρού κολλημένη στο αυτί, κι ας κρύωνε ολοένα ο καιρός. Καμιά φορά στεκόμουν στα βράχια από πάνω, την κοίταζα και μάτωνε η ψυχή μου.
Στα μισά του καλοκαιριού ο καθηγητής έφυγε για την Αθήνα. Πάρε μια μπουρού, της είπε, κι όποτε τη βάζεις στο αυτί σου θα με ακούς να σου ψιθυρίζω πόσο σ’ αγαπώ, δεν θα αργήσω, θα ‘ρθω να σε βρω, σ’ το υπόσχομαι, καταλάβατε, με τέτοια παχιά λόγια το έριχνε το κορίτσι. Εκείνη τα πήρε τα λεγόμενά του στα σοβαρά, έτσι κάθε πρωί έπαιρνε τη μπουρού που ‘χαν πάνω στο γείσο του τζακιού και τραβούσε κατά τη θάλασσα. Καθόταν ώρες, το χέρι της θα μούδιαζε να την κρατάει, και το σούρουπο γύριζε στο σπίτι απελπισμένη. Πέρασαν βδομάδες και δεν είχε νέα του, κι ύστερα μήνες και φθινοπώριασε αλλά η μπουρού ακόμα σιωπούσε. Άρχισε να μη γυρνάει στο σπίτι. Έμενε τις νύχτες στον όρμο, κοιμόταν με τη μπουρού κολλημένη στο αυτί, κι ας κρύωνε ολοένα ο καιρός. Καμιά φορά στεκόμουν στα βράχια από πάνω, την κοίταζα και μάτωνε η ψυχή μου.
Χειμώνας ήταν πια, είχε μπει φουριόζος μ’ ένα κρύο γερό, που σου τρυπούσε το κόκαλο, η θάλασσα μας κύκλωνε με άγρια κύματα, κι εγώ γύριζα σπίτι περνώντας απ’ τον όρμο με το ποδήλατο, όταν άκουσα φρικτές κραυγές που μου ‘κοψαν τα ήπατα. Παράτησα το ποδήλατο, κατέβηκα τρέχοντας το μονοπάτι ως τη θάλασσα και τότε την είδα. Καθόταν στα γόνατα και κρατούσε το κεφάλι στα χέρια της μόνο που το κεφάλι της πια είχε πάρει το σχήμα και την όψη της μπουρούς. Ήταν, μα το Θεό, ένα θέαμα απόκοσμο, βγαλμένο από εφιάλτη, ένα κεφάλι δίχως μάτια, μόνο ένα πελώριο στόμα που έχασκε. Ανέβηκα το μονοπάτι τρέχοντας. Δεν ντρέπομαι να το πω, στα μισά κατουρήθηκα απ’ τον φόβο μου κι έτσι όπως ήμουν με το παντελόνι μούσκεμα καβάλησα το ποδήλατο κι έφυγα.
Εκείνη δεν ξαναφάνηκε στο χωριό. Έμεινε στον όρμο, και άνθρωπος δεν πάτησε άλλη φορά το πόδι του εκεί. Και κανείς δεν την ξανάπε με το όνομά της, λες κι είχανε ξεχάσει ποια ήτανε, όλοι τη λέγανε η γυναίκα με το κοχύλι για… και δεν αποσώνανε τη φράση. Οι γονιοί της στην αρχή τής αφήνανε φαγητό στο μονοπάτι, όμως μιας κι όλοι λέγανε ότι έτρωγε μόνο ωμά ψάρια, τα κατάπινε αμάσητα, σύντομα σταμάτησαν – άλλωστε της κάκιωναν που πήγε και τα ‘μπλεξε με παντρεμένο, που ‘χε δυο παιδιά και γυναίκα στην Αθήνα. Η μάνα της, μάλιστα, σκληρή γυναίκα, είπε στον φούρναρη, ηθελέστα και παθέστα, για την ίδια της την κόρη.
Τη σκεφτόμουν συχνά, αλλά δεν τολμούσα να πάω να την ξαναδώ. Όμως ένα βράδυ, στον ύπνο μου, ήρθε και μου είπε να μην ανησυχώ, καθόλου, γιατί ήταν ευτυχισμένη, τώρα άκουγε συνέχεια τη φωνή του. Κάπως έτσι έπαψα σιγά-σιγά να αγωνιώ για εκείνη, όχι ότι δεν τη σκεφτόμουν, ακόμα την έχω έγνοια, αλλά, να, είχα και τα δικά μου, ο πατέρας μου πέθανε ξαφνικά από την κακιά αρρώστια κι ανέλαβα εγώ το μαγαζί και τα χρέη του, έκανα κι οικογένεια, έχω ένα παιδάκι με πρόβλημα στο χέρι, πολύ έγνοια το ‘χω κι αυτό, αφήστε, τι να σας λέω τώρα. Τι είπατε; Επιμένετε να τη δείτε; Όχι, κύριε, για όλο το χρυσάφι του κόσμου δεν θα σας πήγαινα να τη δείτε. Μπορείτε να ψάξετε σ’ όλους τους όρμους του νησιού αλλά σας λέω δεν θα τη βρείτε, χάνεται, γίνεται ένα με τη γη όταν ακούσει άνθρωπο να ζυγώνει, χαμαιλέοντας, που λένε. Ξεχάστε το, πιείτε τον καφέ σας, απολαύστε τις διακοπές σας, ρωτήστε όποιον θέλετε να σας πει ιστορίες για να γράψετε το βιβλίο σας, αλλά μην ελπίζετε ότι θα τη δείτε. Μόνο… μόνο σε μένα φάνηκε μια φορά, στο μαγαζί, αργά το σούρουπο, πριν το κλείσιμο. Ήθελε να της στιλβώσω τη μπουρού, να είναι όμορφη και λαμπερή για όταν θα ‘ρθει εκείνος.
Info
Η Βάσια Τζανακάρη γεννήθηκε στις Σέρρες το 1980. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα & Φιλολογία στο ΑΠΘ και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές Μετάφρασης-Μεταφρασεολογίας στο ΕΚΠΑ. Το τελευταίο της βιβλίο, Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.