Νέοι συγγραφείς έγραψαν για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, η Χίλντα Παπαδημητρίου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Άφησε το μηχανάκι ανάμεσα στα ψηλά αρμυρίκια, για να μη φαίνεται από το δρόμο. Όχι ότι ερχόταν κόσμος σ' αυτή τη μεριά του νησιού. Τα βράχια που ορθώνονταν στην περίμετρο της παραλίας διαλύονταν σιγά-σιγά και οι κατολισθήσεις απειλούσαν όσους παράτολμους κατασκηνωτές αναζητούσαν την απομόνωση και τη γαλήνη της αναξιοποίητης περιοχής. Ένα ζευγάρι Ολλανδών που έκανε ελεύθερο κάμπινγκ πλήρωσε ακριβά την απερισκεψία του, πριν μερικά χρόνια. Με το φαράσι τούς μάζεψαν. Ή έτσι ισχυρίστηκαν οι Αλβανοί που έκαναν τη χαμαλοδουλειά, μετά την άρνηση των μπάτσων και των ψαράδων να συλλέξουν τα πτώματα. Μεμονωμένο ατυχές περιστατικό το χαρακτήρισε ο δήμαρχος κι έδωσε εντολή να στηθεί πάραυτα μια δίγλωσση ταμπέλα: NO CAMBING - DANGER!!! Κίνδυνος-Θάνατος!!! Κατολισθίσεις!!! Η αντιδήμαρχος υπεύθυνη πολιτισμού επισήμανε τα ορθογραφικά λάθη, αλλά ο Αναστάσης που ανέλαβε την κατασκευή και τοποθέτηση της ταμπέλας απάντησε ότι κι έτσι έκανε μια χαρά τη δουλειά της.
Πέταξε τα πέδιλά της και βάδισε ως την άκρη του νερού. Στάθηκε μια στιγμή να ανάψει τσιγάρο και συνέχισε προς τα απόκρημνα βράχια στα δεξιά, που σχημάτιζαν μια σειρά από σπηλιές. Τις σπάνιες φορές που δεν φυσούσε -το μέρος είναι πολύ φυσερό, όπως έλεγε ο Αναστάσης- η θάλασσα μπαινόβγαινε στις σπηλιές βγάζοντας μακρόσυρτα πνιχτά βογκητά. Όταν ήταν παιδιά, οι μανάδες τους τα έφερναν εδώ κάτω για μπάνιο, αφού τα προειδοποιούσαν ότι στις σπηλιές κρύβονται νεράιδες που παρασύρουν τους ανόητους ψαράδες και τους παίρνουν για σκλάβους. Ο λόγος που οι μανάδες κατέβαιναν τόσο μακριά από τη χώρα ήταν ότι στο εσωτερικό των σπηλαίων υπήρχε άργιλος, που τον άπλωναν στα μούτρα τους για να στρώσουν δέρμα. Και τα μπούτια τους πασάλειβαν και τα μπράτσα για να σφίξουν. Αυτό το μυστικό τους το είχε πει μια Γαλλίδα αισθητικός. Κούκλα αληθινή, σαν τη Ζαν Μορώ, αλλά άτυχη. Ερωτεύτηκε τον Μιχάλη τον μηχανικό και τον ακολούθησε στο νησί, αυτός όμως βαρέθηκε τη λατρεία της και μπάρκαρε ξανά για να γλιτώσει. Εκείνη τον περίμενε μάταια ένα χρόνο και ύστερα ένας ψαράς τη βρήκε να επιπλέει στα ανοιχτά. Πνιγμένη. Εκείνη την εποχή περίπου ξεκίνησαν οι κατολισθήσεις και οι ντόπιοι τις απέδωσαν στην κατάρα της Γαλλίδας.
Το μελτέμι σηκώθηκε αιφνιδιαστικά όπως πάντοτε. Τη μία στιγμή η θάλασσα απλωνόταν λεία κι ακίνητη μέχρις εκεί που έφτανε το μάτι, και την επομένη ο μανιασμένος άνεμος μαστίγωνε το νερό και μαλλιοτραβούσε τα αρμυρίκια. Φτάνοντας στην πρώτη σπηλιά, ξεφορτώθηκε το σακίδιο, σε απόσταση ασφαλείας από το νερό. Σάρωσε με το βλέμμα την παραλία, το δρόμο και τα βράχια. Κανείς, μόνο οι αστερισμοί που διαγράφονταν καθαρά στο μαύρο ουρανό την παρατηρούσαν αδιάφορα. Έβγαλε από το σακίδιο ένα χάρτινο κουτάκι που περιείχε ένα κινητό, ένα ρολόι, ένα σκουλαρίκι, μια βέρα κι ένα διαβατήριο. Θα μπορούσε να τα θάψει σε μια απόκρημνη περιοχή. Θα μπορούσε να κάψει το διαβατήριο ή να το πουλήσει. Ωστόσο, προτιμούσε να τα εμπιστευτεί στη θάλασσα όπως έκανε και με την ιδιοκτήτριά τους. Η θάλασσα φυλάει μυστικά, κουφάρια και καράβια, αρχαία αντικείμενα και λίρες χρυσές. Το διάβασε αυτό πριν πολλά χρόνια σ' ένα βιβλίο για πειρατές και σταυροφόρους. Το νησί τους ήταν στο δρόμο των πειρατών, για σταυροφόρους δεν ήξερε. Τα παράτολμα εφηβικά χρόνια βουτούσαν όλοι μαζί, αγόρια και κορίτσια, μέσα στις σπηλιές που δεν είχαν πάτο, αναζητώντας θησαυρούς. Αλλά η θάλασσα ήταν τσιγκούνα. Τα μόνα δώρα της ήταν ξύλα με περίεργα σχήματα, λαξευμένα από το νερό, χρωματιστά γυαλάκια πράσινα γαλάζια και καφετιά, μπουκάλια χωρίς μήνυμα και μια φορά ένα σπασμένο κουπί.
Το σχέδιο μορφοποιήθηκε μέσα της καθώς παρακολουθούσε τον Αποστόλη να ερωτοτροπεί με την Ουκρανή. Ήταν ψηλή, κατάλευκη, ξανθιά και γαλανομάτα κοντά στα τριάντα, και ισχυριζόταν γκωνε το σωτδαδι ρεπως είχε σπουδάσει χορό στο Κίεβο. Μπορεί να δούλευε λαντζιέρα στην ταβέρνα του Αποστόλη, αλλά μάζευε τα λεφτά για να κατεβεί στην Αθήνα. Μια συμπατριώτισσα της τη διαβεβαίωσε ότι υπήρχαν δουλειές για ταλαντούχες χορεύτριες. Η Σοφίκα, καθισμένη στο ταμείο, έβλεπε τον Αποστόλη να χουφτώνει τη μικρή μέσα στη φούρια της δουλειάς και δάγκωνε τη γλώσσα της για να μην ουρλιάξει. Παρίστανε τη χαζή, την αφελή, την πολιτισμένη, ανάλογα με την περίσταση. Αυτό δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι. Τελειοποίησε το σχέδιο και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία. Ό,τι κι αν λέει η λαϊκή σοφία, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται καυτό. Ζεματιστό.
Η Ουκρανή είχε δυσπρόφερτο όνομα αλλά όλο το προσωπικό τη φώναζε Άννα. Δεν έδειχνε να την πειράζει. Ούτε ρώτησε ποτέ γιατί διάλεξαν το συγκεκριμένο όνομα. Η Σοφίκα ήξερε ότι έτσι έλεγαν τη Γαλλίδα, αλλά κράτησε το στόμα της κλειστό. Όταν ο Αποστόλης έπαψε να κοιμάται στο σπίτι της με τη δικαιολογία ότι ήταν κομμάτια από την κούραση και δεν άντεχε να οδηγεί ως το Ξεροπήγαδο, η Σοφίκα βεβαιώθηκε ότι σύντομα θα έμενε χωρίς δουλειά και χωρίς γκόμενο.
Η Άννα προβιβάστηκε σε σερβιτόρα, και η Σοφίκα έβαλε στόχο να κερδίσει την εμπιστοσύνη της. Της δάνειζε καλλυντικά και της έδινε συμβουλές ομορφιάς. Τυχαία δήθεν ανέφερε την παραλία με τον θαυματουργό άργιλο. Η Ουκρανή είχε ακουστά τον άργιλο, η δασκάλα της του χορού στο Κίεβο πήγαινε σε ινστιτούτο αισθητικής και έκανε μάσκες με λάσπη και φύκια. Μια βδομάδα αργότερα, έσκασε η ευκαιρία που περίμενε η Σοφίκα. Ο Αποστόλης έφυγε με το πρωινό πλοίο για την πρωτεύουσα του νομού, για ένα δικαστήριο. Θα έλειπε ένα τριήμερο, αφού εκεί τον περίμενε το ρεμάλι ο δικηγόρος του για να τον γυρίσει σε όλα τα κωλόμπαρα του λιμανιού.
Πάνω από την καταβόθρα ξεφορτώθηκε τα κακόγουστα κοσμήματα, το φτηνό κινητό και το διαβατήριο. Έκανε μια σύντομη προσευχή στον Ποσειδώνα να τη συγχωρήσει και ζήτησε από τον Κάπτεν Νέμο να δώσει στην Άννα τα πράγματά της. Στη συνέχεια ξανοίχτηκε στο πέλαγος, αψηφώντας τα κύματα και το βουητό του ανέμου.
Η Σοφίκα πρότεινε στην Άννα να πάνε στην παραλία με τον άργιλο μετά το κλείσιμο της ταβέρνας. Να κάνουν νυχτερινό μπάνιο, να μαζέψουν τη θαυματουργή λάσπη σε τάπερ και να γυρίσουν στη χώρα τα χαράματα. Η Άννα ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Ανέβηκαν στο μηχανάκι της Σοφίκας και σε είκοσι λεπτά έφτασαν στην παραλία της Γαλλίδας. Η Σοφίκα είχε βάλει στο σακίδιο της μια παγωμένη βότκα. Την άνοιξε κι άρχισαν να πίνουν από το μπουκάλι και να διηγιούνται αστείες ιστορίες από τα παιδικά τους χρόνια. Όταν η βότκα πλησίασε στη μέση του μπουκαλιού, η Άννα ομολόγησε στη Σοφίκα ότι φοβόταν λιγάκι τη θάλασσα, είχε μάθει να κολυμπάει σε πισίνα και η απεραντοσύνη του γαλάζιου την τρόμαζε. Στη συνέχεια έβαλε τα κλάματα και ζήτησε συγγνώμη από τη Σοφίκα. Ο Αποστόλης την πηδούσε από τη δεύτερη μέρα που έπιασε δουλειά στο μαγαζί του. Τη ντρεπόταν τη Σοφίκα γιατί ήταν καλός άνθρωπος, η μοναδική που της φερόταν με συμπάθεια.
Η Σοφίκα δεν απάντησε αλλά πέταξε τα ρούχα της και ξεκίνησε για την πρώτη σπηλιά, κάνοντας νόημα στην Άννα να την ακολουθήσει. Το ουκρανικό κουτορνίθι πλησίασε διστακτικά, μέχρι που είδε ότι το νερό ήταν ρηχό. Η Σοφίκα προχώρησε προς τη δεύτερη σπηλιά, όπου το νερό βάθαινε σταδιακά. Η Άννα αναφώνησε τρομαγμένη «μάμα μία!» αλλά η μεγαλύτερη γυναίκα τής θύμισε τον άργιλο και τις καλλυντικές του ιδιότητες. Η τρίτη σπηλιά ήταν άπατη, κατά τον Αναστάση. Η Σοφίκα έδωσε χαμογελώντας στην Άννα το χέρι της, για να νιώσει ασφάλεια. Η Ουκρανή το έσφιξε και αφέθηκε στο κυματάκι. Η Σοφίκα που κολυμπούσε από τριών ετών σαν δελφίνι, βούτηξε κάτω από το νερό και κρατώντας την ανάσα της, άρπαξε την Άννα από τα μαλλιά. Η Ουκρανή δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Πάλεψε μια στιγμή κι ύστερα τη ρούφηξε το ρεύμα της καταβόθρας που ο Αναστάσης έλεγε ότι φτάνει ως το κέντρο της γης. Η Σοφίκα φανταζόταν εκεί κάτω τον Ποσειδώνα και τον Κάπτεν Νέμο να παίζουν σκάκι με ιππόκαμπους και να υποδέχονται τους πνιγμένους ναυτικούς.
Βγήκε στην επιφάνεια για να πάρει ανάσα και να δει το κορμί της Άννας να βουλιάζει βαθιά, όλο πιο βαθιά, και τα μαλλιά της να σαλεύουν σαν φύκια. Με τρεις-τέσσερις απλωτές έφτασε στην ακτή, κάπνισε ένα τσιγάρο, μάζεψε το μπουκάλι της βότκας και τα πέδιλα της Άννας και ύστερα καβάλησε το μηχανάκι και γύρισε στο σπίτι της. Κοιμήθηκε σαν πουλάκι, ή μάλλον σαν ψάρι μέσα στο νερό.
Την επομένη μέρα, όταν η Άννα απουσίασε από τη δουλειά, κανείς δεν αναρωτήθηκε μήπως της συνέβη κάτι. Είχαν συνηθίσει τους αλλοδαπούς που έρχονταν κι έφευγαν χωρίς προειδοποίηση. Η Σοφίκα προσέλαβε μια μεσόκοπη Βουλγάρα για τη λάντζα και το θέμα έκλεισε. Ο Αποστόλης αναζήτησε την Άννα στο δωματιάκι της, όταν επέστρεψε από τις κραιπάλες του. Βρήκε μια Γεωργιανή που δεν ήξερε καμία Άννα και δεν καταλάβαινε ούτε ελληνικά, ούτε αγγλικά. Πήγε και στον αστυνόμο, αλλά εκείνος τον κοίταξε βαριεστημένα και προτίμησε να μην το σκαλίσει παραπάνω.
Η Σοφίκα πέταξε τα ρούχα της και κολύμπησε γυμνή ως την τρίτη σπηλιά. Πάνω από την καταβόθρα ξεφορτώθηκε τα κακόγουστα κοσμήματα, το φτηνό κινητό και το διαβατήριο. Έκανε μια σύντομη προσευχή στον Ποσειδώνα να τη συγχωρήσει και ζήτησε από τον Κάπτεν Νέμο να δώσει στην Άννα τα πράγματά της. Στη συνέχεια ξανοίχτηκε στο πέλαγος, αψηφώντας τα κύματα και το βουητό του ανέμου. Όταν ένιωσε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν επέστρεψε στην ακτή. Ξάπλωσε ανάσκελα στην άμμο και αναζητώντας τη Μεγάλη Άρκτο, άρχισε να φτιάχνει μια λίστα στο μυαλό της με τις δουλειές που την περίμεναν. Να αγοράσει μελιτζάνες από τον μανάβη για το μουσακά που είχε υποσχεθεί στον Αποστόλη. Μια βαφή από το φαρμακείο για να ξανθίσει τα μαλλιά της. Και δηλητήριο για να απαλλαγεί από τα ποντίκια που φώλιαζαν στην αυλή της, στο Ξεροπήγαδο. Ντύθηκε βιαστικά. Το επόμενο πρωί έφτανε η πρώτη καραβιά των διακοπών, θα είχαν πολλή δουλειά στο μαγαζί. Ήθελε να κοιμηθεί ένα οκτάωρο για να πάρει δυνάμεις. Εκτός από ξεκούραστη έπρεπε να είναι και χαμογελαστή. Και γιατί να μην είναι χαμογελαστή;
Info
Η Χίλντα Παπαδημητρίου γεννήθηκε στην Καλλιθέα το 1957. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και μετάφραση στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Ασχολείται επαγγελματικά με τη μετάφραση από το 1994. Το τελευταίο της μυθιστόρημα Η συχνότητα του θανάτου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.