Νέοι συγγραφείς έγραψαν για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, ο Νικόλας Περδικάρης.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ό,τι βαφτίζει ο καθένας, αυτό είναι. Ό,τι αγαπάει. Τις προάλλες, η Λιζ είχε βρεθεί σ’ ένα δωμάτιο σκέτη πολυτέλεια. Αστέρια γλιστρούσαν απ’ το ταβάνι. Γυαλιστεροί, επιχρυσωμένοι καθρέφτες την περικύκλωναν από γύρω. Όμως η Λιζ ήταν αφοσιωμένη στο μπλε. Αποκλειστικά. Εκεί ήταν –ανάμεσα σε μια περιήγηση μεταξύ κοβαλτίου και μαρέν (αφού δεν γνώριζε άλλη ποιότητα του ίδιου χρώματος)– που της ήρθε η ιδέα να αποκτήσει ένα καθ' όλα υγρό φόρεμα. Γύρισε και είπε στον φίλο της. «Ντύλαν, θέλω να φορέσω επάνω μου το νερό. Να περπατάω και να στάζω».
Ο Ντύλαν ήταν μαστουρωμένος. Είχε καταπιεί τη δεύτερη λουρίδα από φύκι, εμποτισμένη με LSD. Έδειχνε, με τα χίλια, ντεμοντέ. Παρωχημένος. Σαν τους ροκάδες του παλιού καιρού. Στην πραγματικότητα δεν είχε ακούσει λέξη για το φόρεμα, το υγρό σαν το μάτι του. Έξω, κάτω από τη βεράντα, το πλήθος ορμούσε στις ανηφόρες όπως ένας μαινόμενος ταύρος.
Όπως πλατσούριζε, πετώντας στον εαυτό του βότσαλα για διασκέδαση, τραυμάτισε με ένα από αυτά το πιο ακριβό του δόντι. Βυθισμένος μέχρι τη μέση, ούρλιαξε από πόνο. Τότε η θαλασσινή αλμύρα βρήκε ευκαιρία και τρύπωσε στα ούλα του. Από εκεί στα νεύρα, σε όλο του το είναι.
Σε μια διαφορετική περίπτωση, ένας νεαρός που δεν είχε ιδέα από θάλασσα, ονειρεύτηκε ότι ζούσε στον πάτο μιας πισίνας. Την είχε αδειάσει και ξαφρίσει από όλα της τα πλούτη. Στη θέση του υγρού και του χλωρίου έβλεπε γαλάζιο πλακάκι. Φωσφοριζέ. Ήταν πιο ήσυχος τώρα, που δεν αντίκριζε τον εαυτό του στην επιφάνεια των ιριδισμών. Ούτε έβλεπε εκεί –στα καθρεφτίσματα των νερών που δεν υπήρχαν– κανέναν άλλον, ώστε να νοιάζεται με ποιον έμοιαζε και πόσο.
Καθώς ο ήλιος έδυε στη φωλιά της γαρίδας –έτσι ονόμαζε το καταφύγιό της η Λιζ– εκείνη παραδινόταν σε ένα γάργαρο ύπνο. Είδε, με την ευρεία οπτική του νου της, στις σκοτεινές εσοχές του εγκεφάλου, ότι πράγματι είχε αποκτήσει εκείνο το υγρό φόρεμα της θάλασσας. Έβγαινε στην ακτή με το κορμί της δροσερό. Στο στήθος της, στα μπούτια, κυλούσε ομοιόμορφα όλη η φρεσκάδα. Όμως, αντί το νερό να κολλάει απάνω της και να μεταφέρεται μαζί με αυτήν, έφευγε αμέσως, αφήνοντας τη Λιζ «στεγνή» μέσα και έξω. Αυτό το υγρό φόρεμα, που δεν μπορούσε τελικά να κρατήσει, δεν ήταν λέει προσφορά του Ντύλαν, αλλά του αγοριού με την άδεια πισίνα.
Κάπου στα βαθιά, ενώ γυναίκα και παιδί απολάμβαναν τον ύπνο τους, ένας άλλος, τρίτος –ή τέταρτος συμπεριλαμβανομένου του φίλου της Λιζ– ήταν ίσως ο πιο τυχερός, καθώς ξυπνούσε από τα χαράματα για να κολυμπήσει. Αυτός γνώριζε σίγουρα ποια ήταν η θάλασσα, αφού την είχε μέσα του, σαν αίμα. Ένα πρωί, στην παιδική του ηλικία, παγιδεύτηκε στα βαθιά-ρηχά. Όπως πλατσούριζε, πετώντας στον εαυτό του βότσαλα για διασκέδαση, τραυμάτισε με ένα από αυτά το πιο ακριβό του δόντι. Βυθισμένος μέχρι τη μέση, ούρλιαξε από πόνο. Τότε η θαλασσινή αλμύρα βρήκε ευκαιρία και τρύπωσε στα ούλα του. Από εκεί στα νεύρα, σε όλο του το είναι. Με τρόπο αυτός μεταμορφώθηκε –ευγενικά στην αρχή– σε κάτι σαν άνθρωπο, περισσότερο μισό ψάρι. Έτσι εξηγείται που τώρα, όσοι τον βλέπουν του λένε, μισοαστεία-μισοσοβαρά, πως έχει πια τη θάλασσα στα σωθικά του. Ο ίδιος, όταν χρειάζεται να γαληνεύσει, στρέφει προς τα κάτω το κεφάλι, κοιτάζοντας ασυναίσθητα προς το εσωτερικό της κοιλιάς του. Αλλά το πιο παράξενο είναι ένα. Κάθε φορά που ακούει τα κύματα, νομίζει πως τον φωνάζουν… Θάλασσα είναι ό,τι βαφτίζεις. Ό,τι βαφτίζεις είναι θάλασσα.
Info
Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Νικόλα Περδικάρη Ο σκύλος με το λουλούδι στο στόμα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.