Νέοι συγγραφείς έγραψαν αποκλειστικά για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Δούκας μπήκε στο ασανσέρ εννιά παρά δύο και ως τις εννιά είχε φτάσει στην πίσω πόρτα του ξενοδοχείου. Κοντά στον φράχτη είδε τον Ρόμαν και τους αδερφούς του. Σταμάτησε λίγο μέχρι να φύγουν μακριά και μετά συνέχισε πιο γρήγορα. Πίσω του ο Κώστας αναγκάστηκε να τρέξει για να τον προλάβει κρατώντας το φαρδύ μαγιό του και με τα δυο χέρια για να μην πέσει. Κάποιος τους φώναξε μέσα από το ξενοδοχείο αλλά ο Δούκας δεν γύρισε και ο Κώστας έκανε ότι δεν άκουσε τίποτα.
Ακολούθησαν το μονοπάτι για την παραλία μέχρι που ο Δούκας έκοψε δεξιά μέσα στους θάμνους και βγήκαν στην κορυφή του λόφου. Διακόσια μέτρα μακριά είδαν τον Ρόμαν να τους περιμένει με τους άλλους δύο. Ο Δούκας άρχισε να τρέχει προς τα εκεί και ο Κώστας, που δεν ήταν ούτε εφτά χρονών, προσπάθησε να τον ακολουθήσει λαχανιασμένος.
Μέχρι πριν από λίγα λεπτά ο Δούκας ήταν ήσυχος. Είχε ξαπλώσει με τα μάτια κλειστά στο καταφύγιό τους και ο Κώστας σκεφτόταν ότι ίσως το είχε ξεχάσει εντελώς. Ήταν όπως παλιά. Οι δυο τους κάτω από το ενυδρείο να χαζεύουν τα ψάρια και να φαντάζονται ιστορίες για το τεράστιο κόκκινο με τα λεπτά πτερύγια, το νευρικό κίτρινο και το χρυσαφί που έμενε κρυμμένο στην σπηλιά του. Μετά γνώρισαν τον Ρόμαν, ο Ρόμαν και τα αδέρφια του είχαν τα πιο καταπληκτικά παιχνίδια και τα μοιράζονταν γενναιόδωρα, ο Δούκας και ο Κώστας ξάπλωναν ανάσκελα στη μοκέτα και τα μάτια τους κοκκίνιζαν για να πετύχουν high score. Ο Δούκας, ο Κώστας, ο Ρόμαν και τα δυο αδέρφια του πήγαιναν παντού μαζί. Ο Δούκας τους έδειξε όλα τα περάσματα του ξενοδοχείου: πώς να πάνε στην κουζίνα και στα λουτρά, πού ήταν τα πλυντήρια, ο καυστήρας, τα αποδυτήρια, πού κρύβονταν τα γκαρσόνια. Έπαιζαν μπάσκετ, ποδόσφαιρο, βόλεϊ και τένις, δύο εναντίον τριών αλλάζοντας τους κανονισμούς για να είναι δίκαιοι. Όταν κάποιο άλλο παιδί έκανε το λάθος να εμφανιστεί μόνο του στην αίθουσα με τα παιχνίδια το βασάνιζαν με τις στέκες και τις πιο βαριές μπάλες του μπόουλινγκ. H μητέρα των Ρώσων χάρισε στον Δούκα και τον Κώστα δύο βιβλία με υπέροχες φωτογραφίες της Αγίας Πετρούπολης και αργά ένα απόγευμα τους έμαθε να τραγουδάνε νανουρίσματα. Οι πέντε πήγαιναν παντού μαζί, μπροστά ο Δούκας με το σκούρο δέρμα, πίσω οι τρεις μικροί περπατώντας άγαρμπα και ανάμεσα τους ο Ρόμαν ενάμιση κεφάλι και τρία χρόνια πιο μεγάλος από τους υπόλοιπους.
Ο αέρας σήκωνε τα μαλλιά του, τα μαλλιά έκρυβαν το πρόσωπό του, αλλά δεν έκανε τον κόπο να τα τραβήξει πίσω. Έβγαλε την μπλούζα και την άφησε στο μεγαλύτερο από τα αδέρφια του. Ο Κώστας είδε τις κατσαρές τρίχες στο στέρνο του και πρόσεξε για πρώτη φορά ότι έγραφαν μια χοντρή γραμμή από τον λαιμό ως την κοιλιά αφήνοντας το υπόλοιπο σώμα καθαρό.
Το κεφάλι του Ρόμαν ξεχώριζε και τώρα δίπλα στα αδέρφια του. Ακουμπούσε στον τοίχο της αποθήκης παρακολουθώντας τον Δούκα. Έπαιζε με το σάλιο που είχε στο στόμα του σαν να δυσκολευόταν να κάνει φούσκα με μια τσίχλα και μόλις πλησίασε ο Δούκας αρκετά, έφτυσε ανάμεσα στα αδέρφια του. Έμοιαζε ντυμένος για κάποιο καλοκαιρινό πάρτι του λυκείου του. Ο αέρας σήκωνε τα μαλλιά του, τα μαλλιά έκρυβαν το πρόσωπό του, αλλά δεν έκανε τον κόπο να τα τραβήξει πίσω. Έβγαλε την μπλούζα και την άφησε στο μεγαλύτερο από τα αδέρφια του. Ο Κώστας είδε τις κατσαρές τρίχες στο στέρνο του και πρόσεξε για πρώτη φορά ότι έγραφαν μια χοντρή γραμμή από τον λαιμό ως την κοιλιά αφήνοντας το υπόλοιπο σώμα καθαρό.
Αυτή ήταν η δωδέκατη μέρα των Ρώσων στο ξενοδοχείο. Θα έμεναν δεκατέσσερις. Γνώρισαν τον Δούκα και τον Κώστα την δεύτερη. Δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα για να ρωτήσουν γιατί τον έλεγαν Δούκα, ενώ τη μάνα του και τον Κώστα τους έλεγαν αλλιώς. Δεν τους ένοιαζε. Ο Δούκας δεν φοβόταν ποτέ και άμα πήγαιναν να μπλέξουν έμπλεκε μόνο αυτός. Όταν τους κυνήγησε ένα από τα γκαρσόνια ο Δούκας του έριξε μια πέτρα ξυστά στο αυτί και κατάφερε να ξεφύγει. Δεν τον ένοιαζε να πηδήξει από τα πιο ψηλά βράχια στη θάλασσα, ήξερε πώς να βγάζει κόκα κόλες από το μηχάνημα με μια κρεμάστρα και καμιά φορά περνούσε το βράδυ στο δωματιάκι που φύλαγαν τις ξαπλώστρες στην παραλία.
Μετά, την δέκατη μέρα, την ώρα που έπαιζαν στο καταφύγιό τους, ο μικρός αδερφός του Ρομάν έδειξε ένα ψάρι που επέπλεε νεκρό στην επιφάνεια του ενυδρείου. Το βράδυ που ξανακοίταξαν είχε μείνει μόνο η ουρά του. Ή μπορεί να ήταν η ουρά κάποιου άλλου. Κοίταξαν ένα προς ένα όλα τα ψάρια και αναρωτήθηκαν ποιο τα κανιβάλιζε. Ένιωσαν μίσος και δεν πλησίασαν ξανά το ενυδρείο. Εκείνο το βράδυ έκλεψαν αναψυκτικά και βγήκαν στην ταράτσα από μια τρύπα που ήξερε ο Δούκας. Κοιτούσαν τα φωτάκια από τα αεροπλάνα και έλεγαν τι ωραία που θα ήταν αν υπήρχαν εξωγήινοι. Τα δύο μεγάλα αγόρια κάθισαν με τα πόδια να κρέμονται στο κενό, τα μικρότερα πιο πίσω. Το ξενοδοχείο έπεφτε για ύπνο. Ο Δούκας κοίταξε τον μεγάλο του φίλο και με μια απαλή κίνηση άφησε το άδειο κουτάκι του να πετάξει. Ένας πολύ μικρός γδούπος έφτασε ως τα αυτιά τους στον όγδοο όροφο. Οι μικροί ενθουσιάστηκαν. Ήταν έτοιμοι να μιμηθούν το ίδιο κόλπο όταν μπήκε μπροστά τους ο Ρόμαν. Κάτι φώναξε στους αδερφούς του και έκατσαν αμέσως κάτω. Ο Κώστας δεν κατάλαβε αλλά τους ακολούθησε. Πίσω του, ο Δούκας είχε κολλήσει στον μεγάλο Ρώσο.
Κάτι ξεκίνησε να λέει ο Ρόμαν και ανάμεσα στα άλλα είπε «μάδερ» και τότε ο Δούκας τον έσπρωξε χωρίς να καταφέρει να τον κουνήσει. Ο Ρόμαν δεν θύμωσε. Είπε κάτι ακόμα και ξανά «μάδερ» δείχνοντας την πισίνα του ξενοδοχείου. Ο Δούκας τον έσπρωξε αλλά αυτή τη φορά ο άλλος κόντραρε με το βάρος του και τον πέταξε πίσω. Τότε ο Δούκας άρχισε να τον βρίζει δυνατά και να του λέει ότι δικός του λογαριασμός η μάνα του και που την είχε γραμμένη, κι αυτήν και τη δουλειά της, και οι βρισιές του άναψαν μερικά φώτα στους από κάτω ορόφους. Ο Κώστας φοβήθηκε να πλησιάσει τον αδερφό του και ο Ρόμαν άπλωσε τα χέρια του γύρω από τους δύο άλλους για να τους δείξει να φύγουν πίσω του. «Θα σας γαμάω όπου σας βρίσκω, ρε», ούρλιαξε ο Δούκας και έψαξε κάτι για να τους χτυπήσει όσο οι τρεις Ρώσοι κατέβαιναν προσεκτικά την σιδερένια σκάλα.
Το επόμενο πρωί όταν ο μικρός αδερφός του Ρόμαν έφυγε από την τραπεζαρία του πρωινού για να πάει στην τουαλέτα ο Δούκας τον πρόλαβε πριν κλειδώσει την πόρτα και το παιδί γύρισε στο τραπέζι κλαμένο και με άσχημες γρατζουνιές στο λαιμό. Δεν μίλησε στους γονείς του για ό,τι συνέβη. Στην παραλία ο μεσαίος αδερφός είδε μπροστά του τον Δούκα αλλά πίστευε ότι ήταν προστατευμένος από την παρουσία του πατέρα του. Μετά, μια στιγμή που ο πατέρας του είχε γυρίσει την πλάτη ένιωσε το ζεστό σάλιο από ένα φτύσιμο να τον χτυπάει στο μάτι. Ο Κώστας είδε τον Ρόμαν να τον πλησιάζει στο πάρκινγκ και ήξερε ότι δεν θα κατάφερνε να ξεφύγει. Περίμενε εκεί και σκεφτόταν ότι ο Δούκας μπορεί να ήταν περήφανος όταν θα του έδειχνε τα σημάδια. Ο Ρώσος τον έκλεισε σε μια γωνία, έπιασε το χέρι του μικρού παιδιού και με ένα μαρκαδόρο έγραψε τον αριθμό εννιά και έδειξε την άδεια αποθήκη μετά την παραλία.
Τώρα ντρεπόταν που κρύωνε. Κοίταξε την μπλούζα του Ρόμαν διπλωμένη τακτικά αλλά δεν ήξερε πώς να την ζητήσει. Ο Δούκας μπήκε πρώτος στο δωμάτιο, ο άλλος τον ακολούθησε σκύβοντας για να μην χτυπήσει το δοκάρι. Οι αδερφοί του τράβηξαν την πόρτα να κλείσει καλά και γύρισαν αυστηρά για να δείξουν ότι κανείς δεν θα περνούσε από εκεί. Ο Κώστας είδε τις γρατσουνιές στο λαιμό του μεσαίου, το πρησμένο του μάγουλο και σκέφτηκε ότι θα πονούσε ακόμα. Η πόρτα έμοιαζε να έκοβε κάθε ήχο από μέσα. Μετά, ξαφνικά, κάτι έσπασε. Τα τρία παιδιά που στεκόντουσαν έξω κοιτάχτηκαν απορημένα γιατί ήξεραν ότι η αποθήκη ήταν άδεια. Ένα σώμα σύρθηκε κάτω. Βήματα. Ο γδούπος από ένα χτύπημα πάνω στον τοίχο. Τότε έφτασε στα αυτιά τους η πρώτη κραυγή. Ο Κώστας είχε δει πολλές φορές να δέρνουν τον αδερφό του, αλλά ποτέ δεν τον είχε ακούσει να κλαίει έτσι. Ο μικρότερος Ρώσος είδε τα χέρια του που είχαν ιδρώσει και τα έκρυψε μέσα στην τσέπη του. Τα ουρλιαχτά ερχόντουσαν συνεχόμενα σαν μια κιμωλία που έξυνε έναν πίνακα που δεν τελείωνε ποτέ. Ο Κώστας αναρωτιόταν πώς κατάφερνε να πάρει ανάσα. Άκουσε πολλές αργές μπουνιές και το λαχάνιασμα του Ρόμαν σαν διάλλειμα. Κι άλλες. Οι δυο μικροί Ρώσοι κοίταξαν τον Κώστα σαν να του ζητούσαν να δώσει το σήμα για να μπουν μέσα και να το σταματήσουν, η φωνή του Δούκα έτρεμε, αλλά ο Κώστας ήξερε καλά τον κανόνα ότι δεν έπρεπε κανείς από έξω να ανοίξει την πόρτα, έτσι έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να κρατήσει στα αυτιά του μόνο τον ήχο της θάλασσας που σκέπαζε αργά τα βράχια.
Info
Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1983 και σπούδασε Κοινωνική Θεολογία στην Αθήνα. Για το πρώτο του βιβλίο Αλεπούδες στην πλαγιά (Πατάκης, 2013), ήταν υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα και το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου στην Πεζογραφία του περιοδικού «Ο Αναγνώστης». Η τελευταία του συλλογή διηγημάτων Όμορφοι έρωτες (2017), κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.