Προδημοσίευση ποιημάτων από την ποιητική συλλογή του Γιώργου Βέη «Καταυλισμός», η οποία κυκλοφορεί στις 3 Μαΐου από τις εκδόσεις Ύψιλον.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ
Ἡ θερισμένη στήν ὥρα της σίκαλη
τό ἄγριο κανναβούρι
μιά βελανιδιά στήν ἄκρη τοῦ θέρους
ἤ μήπως ἀπό μουσική ὅλα
ἕνα νεκρομαντεῖο στή στροφή δεξιά
ἡ γερακίνα ἕτοιμη νά σ' ἁρπάξει γιά τά καλά
ἐνῶ τό πορφυρό κοχύλι, ὁ ὁρίζοντας
ἀνοίγει δύο ἀπό τά μυστικά του.
Τά βλέπω ξανά ὅλα αὐτά
ἀλλά ἐσύ ποῦ ἀκριβῶς νά εἶσαι τώρα πιά
καί πῶς νά δέσουν ἄραγε ὅλα μαζί
πού μάθαμε ὥς σήμερα μέ τόσο κόπο
μέ ὅσα μᾶς περιμένουν ἀπό αὔριο.
Ἕνα ζευγάρι πέρδικες
ἀπό τήν πατρίδα τῶν ἀναμνήσεων
κοντοστέκονται, δείχνουν ἀμέσως οὐρανό
ὅλες οἱ σημασίες βέβαια στ' ἀγκάθια
στ' ἀγριόχορτα οἱ ἀλήθειες.
⁜
ΕΚΕΙ ΕΙΝΑΙ
Γιά τά καλοκαίρια πού ἔρχονται
γιά ὅσα μᾶς ὑπόσχονται ἀπό τώρα
καί μᾶς φτιάχνουν τή μέρα
δέν χρειάζεται νά περιμένουμε
ἄς κοιταχτοῦμε μόνο στά μάτια
ὄχι βιαστικά κι ἐπιπόλαια
ὅπως συνήθως συμβαίνει
μ' ἐκείνη τήν εὐπρέπεια τῆς συνήθειας
καί τῆς παρακμῆς αὐτῶν τῶν καιρῶν
ἀλλά, κρατώντας ὁ ἕνας τά χέρια τοῦ ἄλλου
ἀπερίσπαστοι, μέ ἀφοσίωση ἐπιτέλους
ἄς μείνουμε βαθιά μέσα
στό βλέμμα τό συντροφικό
γιατί ἁπλούστατα ἐκεῖ
μέ ὑπομονή
μέ πίστη ἀκλόνητη
μᾶς περιμένουν ὅλα τά καλοκαίρια
ἀπό δῶ καί πέρα.
⁜
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΗΣ ΑΦΕΣΗΣ
Διότι τό νερό θά τά παρασύρει ὅλα στό τέλος
ὅπως σέ ἐκείνη τήν ταινία πού ἤθελες νά τήν ξαναδοῦμε
ὁπωσδήποτε τό καλοκαίρι
κι ἦρθε τό κύμα, ἀνέβηκε ὥς τά μάτια
νά σκεπάσει τήν ἔπαρση γιά πάντα νά μείνει τό σημάδι
ἐκεῖ πού ἔβλεπες τήν ἀλλαγή τῆς φωνῆς μας σέ βάραθρο
ὅταν τίποτε δέν ἔμενε στή θέση του πιά
ἐκτός ἀπό τό ὄνομά μας
χαραγμένο ἤδη π.Χ. στή φλούδα ἑνός μυστικοῦ
καθώς ἀνεβαίνει τώρα στήν πλάτη τῆς θεᾶς
θυμᾶσαι ἀναπόφευκτα τό ἄλλο νυχτολούλουδο
πού δέν θά ὑπάρξει ὅμως ξανά
παρά μόνο στό ὄνειρο τοῦ χειμώνα
ἴσως.
⁜
ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Θά θυμᾶσαι πάντα τόν Δεκέμβρη
λές καί ἤθελε νά καταργήσει
ἀκόμη καί τόν οὐρανό
ὄχι ἐκεῖνον τῶν ὑστερικῶν τῆς ἀθανασίας
ἀλλά τόν ἀποκλειστικά δικό μας
τῶν ἁπτῶν πραγμάτων
καθώς ἔμπαινε ἀνάμεσά μας
νά χωρίσει τό σῶμα ἀπό τή μνήμη του
νά ἰσοπεδώσει τά πάντα μέσα στόν ἀσπροχιονιά
ἕνα σπασμένο μολύβι ὁ νοῦς
νά ξέρει μόνο πῶς σέ λένε
κι αὐτό εἶναι ὅλο
μιά φυρονεριά πού βαστάει ὧρες
φλέβες κι ἀρτηρίες ἕνα κουβάρι
ἕνα τρέμουλο καθώς γέρνεις μπροστά
στούς ἑπόμενους αἰῶνες τῆς ρήξης
σίγουρη ὅμως πώς θά ἀντέξεις
θά μείνεις ζωντανή
ὅ,τι ἤσουν, ὅ,τι ἄντεξε
στήν πορεία μέσα στήν ἔρημο
ἀπό τήν Αἴγυπτο ὥς τήν Παλαιστίνη
κι ἀπό κεῖ ὥς τήν καρδιά τοῦ ἄλλου κόσμου.
⁜
ΜΠΑΤΑΒΙΑ
Πνεῦμα τό ρεῦμα, ἡ δύναμη πού ἔρχεται ἀπό
Ἰσλάμ καί Σίβα, Μπάγκαβατ Γκίτα νά σηκώνει
τήν πολιτεία, ὅλους τούς μύθους της τόσο ψηλά
στό στερέωμα ἑνός πανθέου τῶν ἀνατροπῶν
ποτάμι πού γυρίζει πρός τά πίσω, μάσκες χρόνου
πέπλα πυκνά σκεπάζουν συνωμοσίες τά πάθη
ἡ δωρεά τῶν ἄστρων τιμή γιά τούς σοφούς
οἱ βροχές καταπίστευμα, τό ρύζι γαλαξίας
θυσίες ἀκυρώνονται, τά θολά τζάμια δείχνουν
ἀρχιπέλαγος τῶν ναυαγῶν τῶν ἀρχηγῶν δράκων
πορεία τεθλασμένη, γεωγραφία κινδύνων
ἀπό ποῦ ξεφυτρώνουν τά ἡφαίστεια οἱ ὀφθαλμοί
σκιές τρέχουν στό μέλλον τῶν ἐκρήξεων, Τζακάρτα
σέ λένε τώρα πιά κι εἶσαι τό σπίτι μου· δανεικό.