Προδημοσίευση από τη δίγλωσση έκδοση με ποιήματα του John Berryman «Τα ονειρικά τραγούδια» (μτφρ. Αντώνης Ζέρβας), αποσπάσματος από τον πρόλογο του Αντώνη Ζέρβα καθώς και τριών ποιημάτων του Berryman. Το βιβλίο κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Περισπωμένη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ από τον ΠΡΟΛΟΓΟ του ΑΝΤΩΝΗ ΖΕΡΒΑ
Η λυρική φωνή απαρνιέται τον μονόλογο
Ήρωας των Ονειρικών τραγουδιών είναι ο Ερρίκος, ο οποίος δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον ποιητή, όπως τόνιζε θυμωμένος πάντα ο Μπέρρυμαν. Ερρίκος: ένας μεσήλικας λευκός αμερικάνος της μεταπολεμικής περιόδου· είναι μορφωμένος, πολυταξιδεμένος, με όλα τα κουσούρια του κόσμου, πάσχει όμως από μια ανεπανόρθωτη ψυχική βλάβη, από ένα διαρκές και ανολοκλήρωτο πένθος. Οι σκοτεινές, ανεξέλεγκτες, δυσάρεστες ψυχικές διεργασίες καθιστούν τη ζωή του αβίωτη. Προσπαθεί να κατανοήσει τί του συμβαίνει, «πού στράβωσε το πράγμα» (ΟΤ 4). Πρόκειται δηλαδή για ένα είδος προσωπείου, όχι με την έννοια του Πεσσόα φερ’ ειπείν, όπου η συνείδηση κάθε προσωπείου είναι αυτόνομη και συμπαγής στην ταυτότητά της, αλλά με την έννοια των δυνατοτήτων μιας απελευθερωμένης προβολής στο εσωτερικό του ίδιου λυρικού Εγώ.
Η φωνή του αφηγητή δίνει τον λόγο στον μεμψίμοιρο, μέθυσο, πεισιθάνατο, και σαρκολάτρη Ερρίκο. Με τη σειρά του, ο Ερρίκος ακούει τη φωνή της συνείδησης εν είδει άλλου, του ανώνυμου φίλου της κοινής γνώμης, της κοινής λογικής, του απρόσωπου «εμείς». Ακούει και απαντά στις ενστάσεις, στις συμβουλές και παροτρύνσεις για προσαρμογή, θεραπεία, κοινωνική ένταξη. Προσηλωμένος στις εμμονές του, δηλαδή στο υπαρξιακό πρόβλημα της «ανεπανόρθωτης βλάβης» από την οποία πάσχει, ο Ερρίκος έχει την τάση να αψηφά τις αντιρρήσεις και προτροπές της συνείδησης, να παραδίδεται στις ακατάσχετες μοιχικές του ορέξεις, να συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα, να νοιώθει διαρκώς ένοχος.
Τα Ονειρικά Τραγούδια είναι η εξιστόρηση των περιπετειών μιας ατομικότητας που αναζητεί τον αληθινό εαυτό της και που εκ των πραγμάτων είναι απολύτως αδύνατο να επιβιώσει εκτός του ισοπεδωτικού «εμείς».
Τα Ονειρικά Τραγούδια είναι η εξιστόρηση των περιπετειών μιας ατομικότητας που αναζητεί τον αληθινό εαυτό της και που εκ των πραγμάτων είναι απολύτως αδύνατο να επιβιώσει εκτός του ισοπεδωτικού «εμείς».
«Ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν θέλησε από μόνος του να ταυτιστεί τόσο με το πράγμα, όσο στον σύγχρονο κόσμο», έγραφε στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ο Georges Bataille, πιστεύοντας ότι αυτό είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει ο άνθρωπος του νεώτερου πολιτισμού, ώσπου να τον υπερβεί. Εναπόθετε μάλιστα όλες τις ελπίδες του στον πραγματισμό του αμερικανικού πνεύματος. Τι ειρωνία! Τα Ονειρικά Τραγούδια αποτελούν τη ριζικότερη έκφραση της τιτάνειας πάλης ενός Αμερικανού που αρνήθηκε να ζήσει ως πράγμα.
Αφού απέκτησε την κοσμική φήμη που τόσο επιθυμούσε, ο Μπέρρυμαν επέστρεψε στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας και αμέσως μετά αυτοκτόνησε.
⁜ ⁜ ⁜
1.
Ο μυγιάγγιχτος Ερρίκος έκρυβε τη μέρα,
ακαλμάριστος ο Ερρίκος ήταν όλο μούτρα.
Τον κατανοώ, — πάσκιζε να δει πώς θα καθαρίσει.
Η σκέψη ότι σκέπτονταν πως θα μπορούσαν
και να του την φέρουν έκαμε τὸν Ερρίκο κακό και πέρα.
Μα θα ’πρεπε να βγει και να τα πει ένα χέρι.
Όλος ο κόσμος σαν μάλλινη αγαπητικιά
φάνταζε άλλοτε στο πλάι του Ερρίκου.
Συνέβη τότε κάποια αποχώρηση.
Έκτοτε τίποτα δεν πήγε όπως έπρεπε ή θα ’πρεπε.
Δεν ξέρω καν πώς ο Ερρίκος, άμα τον άνοιξαν με το σουβλί
για να τον δει όλος ο κόσμος, συνέχισε να επιζεί.
Τα όσα τώρα θα ειπεί είναι ένα παρατεταμένο
θαύμα που μπορεί να τέξει και ν’ αντέξει ο κόσμος.
Σ’ έναν αγριοπλάτανο σκαρφαλωμένος στὴν κορφή
ήμουν ολόχαρος μια φορά και τραγουδούσα.
Σκληρά γδέρνει τη γη η θάλασσα βαρβάτη
και μένει αδειανό κάθε κρεββάτι.
Πρόλογος με την είσοδο του Ερρίκου, του κεντρικού χαρακτήρα των Τραγουδιών. Ενας θυμωμένος Αχιλλέας που σιγοβράζει, απομονωμένος, στη σκηνή του. Αισθάνεται εξαπατημένος, χωρίς όμως να προσδιορίζεται σε τι έγκειται η εξαπάτηση και ποιοι τον εξαπάτησαν. Τρεις διακριτές φωνές ενός πρισματικού «εγώ», εκθέτουν την πτώση από την παραδείσια κατάσταση του συμβολικού ή παιδικού παρελθόντος μέσα στην σκληρή πραγματικότητα της επιβίωσης το «θαύμα».
Στχ. 1: «Εκρυβε τη μέρα» αντί «κρυβόταν», έμφαση στον ενεργητικό χαρακτήρα της πράξεώς του. Έκρυβε τη μέρα από τον εαυτό του.
Στχ. 18: Παραπέμπει στο τραγούδι Empty Bed Blues της Μπέσσυ Σμιθ, την οποία λάτρευε ο Μπέρρυμαν.
4.
Γεμίζοντας το σφικτό κι υπέροχο κορμί της
κοτόπουλο με κόκκινο πιπέρι, μ’ έκοψε με τα μάτια
δις.
Λιγωμένος από ενδιαφέρον, μου ξανάρθε πείνα
και μόνο που ’τανε ο σύζυγος με άλλους τέσσερεις κοντά
με κράτησε να μην ορμήξω πάνω της
ή να μην πέσω στους ποδίσκους της και να φωνάξω
«Είσαι η πιο καυτή εδώ και χρόνια νύχτας
απ’ όσες τα θολωμένα μάτια του Ερρίκου
έχουν απολαύσει, Αιγλήεσσα». Συνέχισα
(άπελπις) το παγωτό μου όλο σαντιγύ. —Σερ Κοκκάλα:
φίσκα ου κόσμος απού φαγανά κουρίτσια.
Μαύρα μαλλιά, δέρμα Λατίνας, μάτια σμαράγδια
χαμηλωμένα… Ο βλάχος πλάι της γλεντάει. Μωρέ τί θαύμα είναι τούτο
πού ’χει για να κάθεται, εκεί πέρα;
Το ρεστωράν βουίζει. Σκασίλα της αν ήταν και στον Άρη.
Ποῦ στράβωσε τὸ πράγμα; Μα θα ’πρεπε κατά Ερρίκου να υπάρξει νόμος.
— Υπάρχει, κύρ Κοκκάλα.
Η λαγνεία συνδυασμένη χιουμοριστικά με τη γαστριμαργία. Η γυναίκα του άλλου συνδαυλίζει την επιθυμία.
Στχ. 15: εννοείται: τα οπίσθια της κυρίας.
5.
Ο Ερρίκος κατότανε στο μπαρ κι ήταν περιττός,
πίττα απ’το γυαλί μες στο γυαλί καθρέφτη,
τσακωμένος με τον γκόσμο και με τον θεό,
η συμβία του μια νούλα σκέτη,
Στέφανος ο πρωτομάρτυς
ισόμοιροι και πάτσι.
Ο Ερρίκος κατότανε στ’ αρεοπλάνο κι ήταν ιλαρός.
Ο προσεκτικός Ερρίκος τίποτα δεν είπε φωναχτά
μα εκεί που η Παρθένος μες από το νέφος
επί του Όρους της κατήλθεν εν φωτί,
έγινε στη σκέψη του κενό και τραντάχτηκε τ’ αρεοπλάνο,
«συχωρέστε με, κυρία». «Σχωρεμένος».
Ο Ερρίκος στέγκοταν μές στο διχυτωτό, ξαγριεμένος,
ενώ ο κούκος ο παραληρητικός δούλευε τους λαρυγγισμούς του.
Ο νέος Άνθρωπος, ο κ. Καρδιοσπαραγμός,
ήρθε να οργώσει έναν τόπο παλαβό·
εικόνα πεθαμένου πάνω στο νύχι του δαχτύλου
κάποιου νιογέννητου παιδιού.
Σε ένα μείγμα νηπιακών και λόγιων λέξεων, τρεις στιγμές της ψυχικής κατάστασης του Ερρίκου, στο μπαρ, όπου βλέπει τον εαυτό του μέσα στον απέναντι καθρέφτη «πετρωμένο» απ’ το πιοτό και συνεπώς ταυτίζεται με τον πετροβολημένο Πρωτομάρτυρα Στέφανο∙ στὸ ἀεροπλάνο καθώς πετάει πάνω από το Αγιον Ορος, και στο ψυχιατρικό ίδρυμα. Ενοχή, τύψεις και αγανάκτηση αδιαχώριστες.
Στχ. 10: Εννοείται το Αγιον Όρος. Στο πρόσωπο μια ευγενικής συνεπιβάτιδας, ο Ερρίκος έχει την παραίσθηση πως η Παναγία συγχωρεί τα πολλά του αμαρτήματα.
Στχ. 17: Στη γνωστή νουβέλα του Θερβάντες «Η συνομιλία των σκύλων» (1613) η μάγισσα Καμάχα είχε την ικανότητα να εμφανίζει νεκρούς και ζωντανούς μέσα στον καθρέφτη η πάνω στο νύχι ενός νεογέννητου.