Ζητήσαμε από πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές και επιμελητές να μας στείλουν μια καλοκαιρινή φωτογραφία από το προσωπικό τους αρχείο και να την πλαισιώσουν με μια ανάμνηση. Σήμερα, η Κατερίνα Μαλακατέ.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εικονογράφηση: Πάρις Κούτσικος - parisko.com
Ο ΣΩΤΗΡΑΣ
Βουτιά στα ρηχά. Δίνομαι. Πίσω μου η μάνα. Έλειπε πολύ από το σπίτι φέτος. Κι εκείνος ούρλιαζε, ούρλιαζε, ούρλιαζε. Πήγαινα και του έλεγα «μη φωνάζεις αδελφούλη». Δεν άκουγε. Μετά άκουγε. Με αγαπάει. Αγαπάω τη μάνα μου. Πίσω την αφήσαμε, σε ένα παγκάκι, δεν μπορεί να ακολουθήσει, την πειράζει η ζέστη, και το περπάτημα, και που θέλω αγκαλιά όλη την ώρα. Δεν μπορεί να με σηκώσει.
Η μάνα μου ήταν πολύ στο νοσοκομείο. Όταν δεν ήταν, ξάπλωνε με τα μαύρα της μαλλιά χυτά πάνω στο κόκκινο κρεβάτι, κι εγώ πήγαινα και τη χάιδευα. Και χαμογελούσε, με τα δύο κουνελίσια δόντια της, κι ήταν –και είναι– η πιο χαριτωμένη μαμά όλης της γης. Κι εκείνος ουρλιάζει, και χτυπιέται και ουρλιάζει, και μετά με αγαπάει, «είσαι ο αδελφούλης μου» μου λέει. Η μάνα δεν θέλει να ερχόμαστε στον ζωολογικό, λυπάται τα αιχμάλωτα ζώα, το κάνει μόνο για χατήρι μου. Εγώ δεν είμαι αιχμάλωτός τους, της ανημποριάς τους; Δεν της μοιάζω, λέει. Αλλά εγώ τους μοιάζω. Χαμογελάω όπως κι εκείνοι, με τα λακκάκια και τα μεγάλα κουνελίσια δόντια τους.
Αν κάποιος πειράξει τη μάνα ή τον μεγάλο μου αδελφό, θα ‘χει να κάνει μαζί μου.