Ζητήσαμε από πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές και επιμελητές να μας στείλουν μια καλοκαιρινή φωτογραφία από το προσωπικό τους αρχείο και να την πλαισιώσουν με μια ανάμνηση. Σήμερα, η Τέσυ Μπάιλα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εικονογράφηση: Πάρις Κούτσικος - parisko.com
ΔΗΛΙΟΣ ΜΝΗΜΗ
Κάποτε οι μνήμες γίνονται κομμάτι της συνείδησης κι εκεί, στις πιο μύχιες πτυχές της, εγγράφονται με δύναμη και τη χαράζουν. Ενδύονται την πραγματικότητα και δεν σβήνουν ποτέ. Το ίδιο και η μουσική. Με τον ήχο της σιωπής να ακούγεται καλύτερα όταν οι νότες εξαπολύονται στον αγέρα κι αναζητούν έναν τρόπο για να μεταμορφώσουν αυτή την πραγματικότητα σε ελευθερία.
Έχουν περάσει δώδεκα καλοκαίρια από εκείνη τη βραδιά του αυγουστιάτικου φεγγαριού, στις 17/8/2008. Η τύχη θέλησε να βρεθούμε σε ένα μουσικό αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι, στον γενέθλιο τόπο της Άρτεμης και του Απόλλωνα, ένα από τα μικρότερα νησιά του Αιγαίου, στη Δήλο. Πήραμε το καΐκι από τη Μύκονο ακριβώς την ώρα εκείνη που ο ήλιος «λιποθυμούσε στις βιολέτες τ’ ουρανού». Λίγο αργότερα βρεθήκαμε να περπατάμε στο αρχαίο κάλλος της οδού των λεόντων, ανάμεσα σε μνημεία τεράστιας σημασίας από τους αρχαϊκούς, κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους, ο ένας πίσω από τον άλλον σε μια ιερή χορογραφία που δημιουργούσε το δέος της αρχαίας μνήμης και της ιστορικής σημασίας του χώρου. Κανείς δεν μιλούσε. Άλλοι κοιτούσαν το τοπίο και αφουγκράζονταν τους ήχους του, άλλοι προσπαθούσαν να θυμηθούν τι υπήρξε αυτό το νησί στην αρχαιότητα και άλλοι απλώς βάδιζαν με προσοχή προς το μέρος όπου είχε στηθεί μια πρόχειρη εξέδρα για τους μουσικούς.
Λίγο αργότερα οι μουσικοί πήραν τις θέσεις τους και οι παρτιτούρες άρχισαν να θροΐζουν στη φορά του ανέμου. Και μόνο όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες από την «Προσωπογραφία της μητέρας μου» να σαϊτεύουν τη σιγή, ο ήλιος έσβησε και μαζί και το μελτέμι που όλη την ημέρα αλώνιζε πάνω από τα αφροστοιχειωμένα κυκλαδίτικα βράχια, λες και υπάκουε κι αυτό στην απαίτηση για ησυχία. Η άρπα αγκάλιασε το βιολί και ακούμπησε το νοσταλγικό της παράπονο στο πιάνο. Και στο βάθος η θάλασσα να κυκλώνει το νησί από παντού. Τη βλέπαμε να παίζει με τα βράχια, με τη νυχτιά, να ενώνεται με τις νότες και για δύο ώρες η μαγεία ξεδιπλωνόταν ολόγυρά μας μεταφέροντάς μας σε μια άλλη διάσταση. Στη διάσταση των ονείρων, εκεί όπου χιλιάδες γλάροι είχαν κρυφτεί μέσα σε μια μόνο δοξαριά και τώρα ξέφευγαν ελεύθεροι προς το πέλαγος.
Μαθητεύσαμε στην ακινησία της σπαραχτικής ποίησης που εξελισσόταν γύρω μας έχοντας αφεθεί στον μαγικό κόσμο των αισθήσεων. Μυρωδιές από ξεραμένο θυμάρι, θαλασσινή αύρα και δροσοσταλιά ανακατεύονταν με τους βουερούς αναστεναγμούς ενός άηχου οργασμού της φύσης. Σεληνόφωτοι ψιθυρισμοί αναδύονταν από τη θάλασσα καθώς το φεγγάρι συνομιλούσε με όλους όσοι εκείνη τη βραδιά προσπαθούσαν να αποκρυπτογραφήσουν το απρόσμενο όνειρο που εξελισσόταν μπροστά τους όση ώρα η μουσική του Χατζιδάκι συνδιαλεγόταν με τη φύση.
Και κανείς δεν μίλησε όταν η ώρα πέρασε και σίγησε η μουσική. Για κάμποσα λεπτά κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του, μυημένοι όλοι στην απρόοπτη υπέρβαση που τους ορίστηκε. Ούτε κι όταν μετά από ώρα κατηφορίζαμε ξανά προς το καΐκι. Η κατάνυξη που είχαμε βιώσει μεταμορφωνόταν μέσα μας σε μνήμη παντοτινή κι απολαμβάναμε κάθε στιγμή αυτής της μεταμόρφωσης.
Σήμερα το ρίγος επιστρέφει κάθε φορά που μιλά η μνήμη. Άνθρωποι που μοιραστήκαμε μαζί τους εκείνη την εμπειρία δεν υπάρχουν πια, όμως μένουν εντός της και την προσδιορίζουν. Άλλωστε «κάθε μεγάλη μουσική, στο βάθος, είναι μια καταφρόνεση του θανάτου», έγραφε ο Ελύτης. Και μένει μόνο ο ήχος της πλώρης του καϊκιού της βραδινής μας επιστροφής να σκεπάζει τα χρόνια που έφυγαν και χάθηκαν σαν ίσκιος ονείρου στη σιωπή του ορίζοντα, κάτω από το σκιερό φτεροκόπημα των γλάρων, να μας θυμίζει όλα όσα ζήσαμε.