Ζητήσαμε από πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές και επιμελητές να μας στείλουν μια καλοκαιρινή φωτογραφία από το προσωπικό τους αρχείο και να την πλαισιώσουν με μια ανάμνηση. Σήμερα, η Αργυρώ Μαντόγλου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εικονογράφηση: Πάρις Κούτσικος - parisko.com
ΟΣΑ ΦΕΡΝΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Βρισκόμουν στην ξαπλώστρα δίπλα στη θάλασσα, στον πυρήνα του τίποτα, σε εκείνη τη ζώνη της μακαριότητας πριν με πάρει ο ύπνος πάνω στο βιβλίο μου, όταν άκουσα να φωνάζουν δυνατά το όνομά μου! Οι φωνές ήταν πολλές και χαρωπές, τρεχαλητά και επιφωνήματα ακολούθησαν, πέρασαν από μπροστά μου και σταμάτησαν λίγο πιο πέρα. Γυρνώ και βλέπω σε μια παραδιπλανή ξαπλώστρα ένα ογκώδες θηλαστικό, μια φώκια ξαπλωμένη ράθυμα και γύρω της πλήθος λουόμενοι να τη φωτογραφίζουν. Ένας ηλικιωμένος βγήκε από ένα καφενείο και τους έβαλε τις φωνές. Αφήστε την κοπέλα να ξεκουραστεί, είχε δύσκολο χειμώνα η Αργυρώ, δύο φορές τραυματίστηκε. Πετάχτηκα πάνω αναστατωμένη λες και ταυτίστηκα με το ζωντανό. Λες και μιλούσαν για μένα.
Την κυνηγούν να τη σκοτώσουν, σχίζει τα δίχτυα τους, λένε. Την κυνηγούν με ψαροντούφεκα και μαχαίρια. Είναι κοινοί δολοφόνοι. Αυτοί θέλουν κρέμασμα. Ποιανού τα δίχτυα σκίζω και θέλει να με σκοτώσει αναρωτήθηκα, αλλά δεν κατάφερα να το κάνω εικόνα. Δεν είχα εγώ τέτοιους εχθρούς. Όμως όλα μπορεί να συμβούν κατά λάθος. Αν βρεθείς σε λάθος τόπο, τη λάθος στιγμή.
Η Αργυρώ αυτή τη στιγμή δεν ήταν σε λάθος τόπο. Παρέμεινε στην ξαπλώστρα ανενόχλητη και χαλαρή. Ήρθαν και πέρασαν γύρω της μια προστατευτική κόκκινη κορδέλα, για να κρατούν τους θαυμαστές της σε απόσταση. Η Αργυρώ ήταν είδος υπό προστασία, ήταν μια monachus monachus.
Ρώτησα έναν ντόπιο ποιος της είχε δώσει αυτό το όνομα. Κάποιος που τον άφησε η καλή του, μου είπε. Αυτός τη βάφτισε Αργυρώ από τον καημό του. Ούτε κι εδώ μπόρεσα να αποφύγω την ταύτιση. Ο νονός μου με βάφτισε Αργυρώ για να θυμάται την αγαπημένη του που τον είχε εγκαταλείψει. Δεν έχω, φυσικά, μνήμη από την εκκλησία, αλλά μου περιέγραψαν πολλές φορές την κατάπληξη και τον θυμό της μητέρας μου. Περίμενε να ακούσει το όνομα της γιαγιάς μου. Περίμενε το Αλεξάνδρα και αντ’ αυτού άκουσε εκείνο το άγνωστο όνομα, εκείνο το «βάρβαρο» όνομα, τής πήρε χρόνια να το συνηθίσει, έλεγε.
Πώς θα ήταν η ζωή μου αν με έλεγαν Αλεξάνδρα; Θα ήμουν κάποια άλλη, ή μήπως δεν θα είχε καμία διαφορά. Θα είχε, σίγουρα, το όνομα σε συνοδεύει από τη γέννηση ως την ταφή. Ο ήχος σε επηρεάζει και όλα τα ονόματα έχουν ήχο, κάποιος σε φωνάζει και αποκρίνεσαι. Η Αργυρώ στην ξαπλώστρα δεν έδειχνε ωστόσο να αποκρίνεται, το κάλεσμα των θαυμαστών της δεν έβρισκε παραλήπτη.
Ήταν χειμώνας όταν διάβασα την είδηση σε ένα σάιτ, η Αργυρώ, η μασκότ του νησιού βρέθηκε δολοφονημένη σε μια παραλία, βρέθηκε πυροβολημένη και μαχαιρωμένη, γίνονται ανακρίσεις. Εκείνη τη μέρα θέλησα να την πενθήσω και με βαριά καρδιά πήγα μέχρι τη θάλασσα, σκεφτόμουν τα παιδάκια της που είχε αφήσει πίσω, τον πόνο όταν θα ένιωσε πάνω στη σάρκα της το μαχαίρι, το αίμα. Να την κάλεσε άραγε ο δολοφόνος με το όνομά της; Την είχε αναγνωρίσει; Μήπως την κυνηγούσε καιρό και δεν έχασε την ευκαιρία μόλις την ξεμονάχιασε. Ήθελα να την πενθήσω, αλλά δεν πρόλαβα για πολύ. Το ίδιο βράδυ στις ειδήσεις είπαν πως ένα παιδάκι βρέθηκε ξεβρασμένο σε μια από τις παραλίες του νησιού. Δεν είπαν το όνομά του, μόνο πως οι διακινητές δεν πτοούνται ούτε από την κακοκαιρία.