Ζητήσαμε από πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές και επιμελητές να μας στείλουν μια καλοκαιρινή φωτογραφία από το προσωπικό τους αρχείο και να την πλαισιώσουν με μια ανάμνηση. Σήμερα, η Ιφιγένεια Μποτουροπούλου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εικονογράφηση: Πάρις Κούτσικος - parisko.com
Δεκαετία του ’80. Εκείνα τα καλοκαίρια περνούσαμε τις διακοπές μας σε μια απομονωμένη και άγνωστη ακόμα στους πολλούς παραλία, κάπου βόρεια στο νησί, πέντε-έξι οικογένειες φίλων με τα παιδιά τους. Είμασταν οι μόνοι ένοικοι, συνολικά δεκαπέντε άτομα περίπου. Υποτυπώδες το κατάλυμά μας, χωρίς ζεστό νερό, με τα ντους κοινά. Ο χώρος ανήκε σε μια οικογένεια που τα μέλη της φρόντιζαν την καθαριότητα και μαγείρευαν κάθε μέρα ό,τι υπήρχε στο μποστάνι τους, καθώς δεν υπήρχε περίπτωση να έρθουν εφόδια λόγω ανύπαρκτης συγκοινωνίας και κακοτράχαλου δρόμου.
Η ελευθερία όμως απόλυτη! Τα παιδιά κυκλοφορούσαν ξυπόλυτα χωρίς να τα κυνηγάμε από πίσω, ο καθένας ξυπνούσε όποια ώρα ήθελε, το πρωινό σερβιριζόταν ανά πάσα στιγμή, με γάλα και τυριά από τις κατσικούλες της οικογένειας. Πιάναμε ένα τραπέζι και απολαμβάναμε τον ήχο των κυμάτων και την ανάγνωση των βιβλίων μας. Όταν μεσημέριαζε, μεταφερόμασταν στην παραλία, κάτω από μια καλαμωτή που κατασκευάζαμε μόνοι μας κάθε χρόνο ως νέοι ροβινσώνες. Μπαίναμε, βγαίναμε στο νερό, μαυρίζαμε, παίζαμε τάβλι, συζητούσαμε βλακείες, αλλά όχι μόνο, γιατί καμιά φορά μας έπιανε το μεταφυσικό άγχος που εμφανίζεται όταν είσαι χαλαρός και αναπολείς τις πράξεις σου, παλιές αγάπες, προδοσίες, νέους έρωτες που περιμένεις να έρθουν και δεν έρχονται... Έχει και ο παράδεισος τις κακές στιγμές του! Και οι μέρες κυλούσαν με ηλιοβασιλέματα και ούζα. Στη συνέχεια δειπνούσαμε με μελιτζάνες, βουνά με τηγανητές πατάτες, φασολάκια, ομελέτες και ηρωικές ντοματοσαλάτες, καθώς δεν υπήρχε κρέας λόγω του ανύπαρκτου εφοδιασμού. Ποιος έδινε όμως σημασία! Όλα μας φαίνονταν υπέροχα! Όταν νύχτωνε για τα καλά διασκεδάζαμε με το μπαγλαμαδάκι του φίλου που μας παράσερνε με ρεμπέτικα και τραγουδούσαμε όλοι μαζί ως πολύ αργά, με την καράφα του ντόπιου κρασιού δίπλα μας. Η οικογένεια που μας φρόντιζε πήγαινε για ύπνο γύρω στα μεσάνυχτα. Εμείς όμως το τραβούσαμε ως τις 2 το πρωί πολλές φορές, μερακλωμένοι με τα παλιά καψούρικα λαϊκά που ήταν πολύ της μόδας στις παρέες εκείνες τις εποχές.
Είχαμε κι ένα Zodiac τριών μέτρων για βόλτες και ψαρέματα.
Ήρθε ο Δεκαπανταύγουστος και οι άντρες της παρέας είχαν ψαρέψει πολλά ψάρια εκείνη την ημέρα. Αποφασίστηκε τότε ότι θα κάναμε πάρτι στην αμμουδιά λόγω της εορτής, με φωτιά για να τα ψήσουμε. Όταν έπεσε το σούρουπο, σκορπίσαμε στην παραλία με τα παιδιά και μαζέψαμε τα ξυλαράκια που είχε ξεβράσει η θάλασσα για να ετοιμάσουμε την πυρά. Οι πιο πολλοί από μας, μεταξύ αυτών κι εγώ, δεν είχαμε άλλη τέτοια εμπειρία, οπότε το πράγμα έλαβε μυθικές διαστάσεις. Κάτσαμε γύρω από τη φωτιά, μ’ έναν κατασκότεινο ουρανό γεμάτο αστέρια, και τη θαλασσινή αύρα να μας δροσίζει και απολαύσαμε τα ψάρια με γέλια και όρεξη. Δεν μπορώ ακόμα να εξηγήσω στον εαυτό μου γιατί αυτή η βραδιά έμεινε χαραγμένη τόσο βαθιά στη μνήμη μου. Ήταν μια αίσθηση ευτυχίας; Ήταν η συντροφικότητα; Το μοναδικό ντεκόρ της φύσης; Η πρωτόγνωρη εμπειρία; Οι αγαπημένοι τριγύρω; Οι αρχέγονες μυρωδιές; Δεν ξέρω να απαντήσω. Κάθε φορά που αναπολώ εκείνο το βράδυ, κάτι σπάει μέσα μου και κυλά γλυκά και μελαγχολικά, και μου φέρνει δάκρυα. Χαράς ή λύπης άραγε; Ούτε σ’ αυτό έχω απάντηση. Μόνο να θυμάμαι μπορώ…