Ζητήσαμε από πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές και επιμελητές να μας στείλουν μια καλοκαιρινή φωτογραφία από το προσωπικό τους αρχείο και να την πλαισιώσουν με μια ανάμνηση. Σήμερα, ο Παναγιώτης Γούτας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εικονογράφηση: Πάρις Κούτσικος - parisko.com
ΘΟΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ
Καλοκαίρι του 1990, ακριβώς τριάντα χρόνια πριν. Έχει προηγηθεί το «βρόμικο ’89», το χρηματοπιστωτικό σκάνδαλο Κοσκωτά, η αποπομπή του Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Τα μακρυμάνικα πουκάμισά μας –το δικό μου και του Νίκου– οφείλονται όχι σε τερτίπια του καιρού και της φύσης, αλλά για λόγους ευπρέπειας. Βρισκόμαστε στον περίβολο της Μονής Γρηγορίου, στη μία και μοναδική έως τώρα επίσκεψή μας στο Περιβόλι της Παναγίας. Τα πρόσωπα φρέσκα και ξεκούραστα, τα μαλλιά μαύρα και πυκνά. Δεν υπάρχουν ίχνη προσωπικής, επαγγελματικής ή οικογενειακής φθοράς επάνω μας. Το δισάκι με τα αναγκαία –κονσέρβες, φωτογραφική μηχανή, χαρτομάντιλα, μπουκαλάκια με νερό– το έχω εναποθέσει σ’ εκείνον και έχω ξεμπερδέψει. Δεν θυμούμαι ποιος μας απαθανάτισε σ’ αυτήν τη στάση: προσκυνητής ή μοναχός;
Την προηγούμενη μέρα, στον ίδιο χώρο, ένας μοναχός μάς είχε αραδιάσει ένα τσουβάλι πατάτες για να τις καθαρίσουμε, κάτι που αρχικά μάς δυσαρέστησε αφού το στρατιωτικό μας με όλα τα συμπαρομαρτούντα μάς ήταν σχετικά πρόσφατο. Στην τράπεζα, στο απόδειπνο και στο αρχονταρίκι της μονής αποζημιωθήκαμε. Η μυσταγωγία των λειτουργιών, οι διά Χριστόν σαλοί, τα πολλά μορφωμένα καλογέρια που πιάσαμε κουβέντα μαζί τους, το κύμα που έσκαζε στον αρσανά όλο το βράδυ και μας γαλήνευε σύγκορμους, νωπά στη μνήμη μου. Ήμασταν έτοιμοι να πάμε στις Καρυές, και κατόπιν σε μια κοντινή καλύβα, έξω από το Κουτλουμούσι, για να γνωρίσουμε τον γέροντα Παΐσιο, που, τότε, ήταν κάτι σαν θρύλος και σήμερα έχει ανακηρυχτεί άγιος. Η αναμονή στην αυλή, οι κουβέντες του, το ανήσυχο βλέμμα του, η καταληκτική του φράση όταν μας ξεπροβόδησε –πάρτε φάρμακα, παλικαρόπουλα!–, βάζοντας στο χέρι μας λουκούμια, ακόμη φεγγοβολούν μέσα μου. Όλο αυτό στάθηκε η αιτία να γράψω κι ένα μικρό διήγημα, το μόνο θεολογικού ενδιαφέροντος που έχω γράψει, και που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο: Επίσκεψις οσίου Παϊσίου (εκδ. Αλτιντζής, 2017)
Τριάντα χρόνια μετά ζούμε και πάλι μια θολή εποχή. Το «βρόμικο 2020». Ηχητικές υποκλοπές συνδιαλέξεων πολιτικών με επιχειρηματίες, το «παρακράτος» που οργιάζει, το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς που ξεπουπουλιάστηκε, το δικό μας «μαγαζί», οι δικοί μας εισαγγελείς, εμείς και οι άλλοι, οι ηθικοί και οι ανήθικοι. Οι «έντιμοι» της υπόθεσης οραματίζονται και πάλι διώξεις και ειδικά δικαστήρια. Το σκηνικό περίπου το ίδιο. Μόνο που εμείς έχουμε αλλάξει. Τριάντα επιπλέον χρόνια στις πλάτες μας, άσπρα, αραιωμένα μαλλιά, ρυτίδες και ανασφάλειες. Είναι και η πανδημία στη μέση που κάνει πιο άχαρο, πιο αβέβαιο το παρόν μας. Όμως τα παιδιά και των δυο μας, τα μοναχοπαίδια μας που στην εν λόγω φωτογραφία είναι ακόμη αγέννητα, μας δίνουν το στίγμα, χαράσσουν τη ρότα της μελλοντικής μας πορείας. Ο Δημητράκης, που τελειώνει στην Κοζάνη τη Σχολή των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, και η Χρύσα, που εργάζεται ειδικευόμενη γιατρός στο «Γεννηματάς», σπάζοντας το πρωί τα μπλόκα «παιδαγωγών» που κλείνουν τους δρόμους αρνούμενοι την αξιολόγηση, για να φτάσει στον χώρο εργασίας της. Βρόμικα παιχνίδια, θολές εποχές, ευσεβείς γέροντες που από ψηλά μάς ραίνουν λουκουμόσκονη, πανδημίες και, στο φόντο, μια πατρίδα απτόητη, φτωχή, εκκωφαντικά ασυνείδητη, ακατάβλητη από κάθε ιό και ανεπίδεκτη εξέλιξης. Η αιώνια Ελλάδα που ποτέ δεν πεθαίνει.