Ζητήσαμε από πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές και επιμελητές να μας στείλουν μια καλοκαιρινή φωτογραφία από το προσωπικό τους αρχείο και να την πλαισιώσουν με μια ανάμνηση. Σήμερα, η Λουκία Δέρβη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εικονογράφηση: Πάρις Κούτσικος - parisko.com
ΟΙ ΚΑΜΗΛΙΕΡΗΔΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
Έφτασα στην Πέτρα της Ιορδανίας με ένα γκρουπ από το Ισραήλ μέσα σε ένα λεωφορείο στο οποίο είχα κάνει δυο καινούργιες φίλες: την Τζούντυ και την Έμιλυ – και οι δυο Εβραιοαμερικάνες. Μετά από μια αποκαλυπτική διαδρομή με τα πόδια κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, ο ξεναγός μας άφησε όλους στο Θησαυροφυλάκιο λέγοντάς μας πως μπορούσαμε να εξερευνήσουμε το φαντασμαγορικό τοπίο και πως θα ξαναβρισκόμασταν όλοι μαζί σε μια ώρα μπροστά στο λεωφορείο, στην είσοδο της αρχαίας πόλης. Οι τρόποι για να γυρίσουμε πίσω ήταν τρεις: γαϊδουράκια, κάρο με άλογα ή καμήλες.
Η Τζούντυ και η Έμιλυ μου πρότειναν να νοικιάσουμε τρεις καμήλες από τους Βεδουίνους και να πάμε μαζί τους μια μικρή εκδρομή. Οι τρεις νέοι, μελαψοί άντρες με το περίγραμμα των ματιών βαμμένο με μαύρο μολύβι και τα μαντίλια στο κεφάλι μιλούσαν σχετικά καλά αγγλικά και με μεγάλη προθυμία μας ακολούθησαν με τα πόδια αφού ανεβήκαμε στις καμήλες τους. Κατευθυνθήκαμε προς ένα μικρό ποτάμι που δεν ήταν ορατό από μακριά και βγάλαμε φωτογραφίες μαζί τους. Εκεί μας μιλούσαν για τις καμήλες τους, για τα φαγητά τους, για τις συνήθειές τους και είχαμε και οι τρεις απορροφηθεί από την κουβέντα. Ξαφνικά, η Τζούντυ κοίταξε το ρολόι της και έντρομη είπε πως είχαμε μόλις δέκα λεπτά να γυρίσουμε στην είσοδο της πόλης∙ είχαμε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Πανικοβλημένες γυρίσαμε στις καμήλες μας και εξηγήσαμε στους Βεδουίνους πως φοβόμασταν ότι θα έφευγε το λεωφορείο για το Ισραήλ χωρίς εμάς. Οι Βεδουίνοι δεν έδειξαν να ανησυχούν τουναντίον έπνιξαν μερικά γελάκια – πράγμα που, όπως είπαμε αργότερα η μία στην άλλη, έδειχνε πως η στάση στο ποτάμι και η πολυλογία τους μπορεί να ήταν ένα κόλπο για να μας καθυστερήσουν.
Αμέσως ανέβηκαν στις τρεις καμήλες τους −ο καθένας με μια από μας μπροστά τους πάνω στην στενή μικρή σέλλα− και δώσανε το σύνθημα στα ζώα τους. Οι καμήλες άρχισαν να καλπάζουν πολύ γρήγορα και εγώ δοκίμασα για πρώτη φορά στη ζωή μου αυτό που κάποιοι ονομάζουν «εξωσωματική εμπειρία». Ένιωθα να πέφτω πότε δεξιά και πότε αριστερά, ενώ ο όγκος του Βεδουίνου πίσω μου με εγκλώβιζε στη θέση μου κι ενώ εκείνος τριβόταν πίσω μου χαχανίζοντας ενθουσιασμένος. Αποφάσισα μετά από λίγο να εστιάσω την προσοχή μου στον δρόμο. Μπροστά μου βρισκόταν η Τζούντυ με τον Βεδουίνο που βίωνε ακριβώς την ίδια εμπειρία με μένα και την Έμιλυ πολύ πιο μπροστά κι από τις δυο μας. Κάποια στιγμή ακούω την Τζούντυ να μου φωνάζει κάτι ακατάληπτο στα αγγλικά και τον Βεδουίνο με την Έμιλυ να στρίβει προς άγνωστη κατεύθυνση πάνω στην καμήλα που πήγαινε σαν σαΐτα. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στο «εδώ και τώρα» και με όλο το θάρρος που μου είχε απομείνει ρώτησα τον Βεδουίνο που πήγαινε ο φίλος του με την Έμιλυ. Μου απάντησε πως έκοβαν δρόμο και συνέχισε να χαχανίζει. Το φώναξα στην Τζούντυ, τώρα βρισκόμασταν δίπλα-δίπλα και εκείνη άρχισε να κλαίει. «Φοβάμαι» μου φώναξε «φοβάμαι πως θα την απαγάγουν». Σκέφτηκα να πω κάτι για να την καθησυχάσω μιας και ήξερα πως οι δυο Εβραίες φίλες μου φοβόντουσαν πολύ σε οποιοδήποτε αραβικό κράτος αλλά πριν προλάβω να μιλήσω έχασα πάλι την ισορροπία μου και επικεντρώθηκα στον άθλο του να μην πέσω από την καμήλα.
Κάποια στιγμή φτάσαμε στην είσοδο της πόλης. Το γκρουπ μαζευόταν σιγά-σιγά και η Έμιλυ είχε φτάσει πρώτη και καλύτερη. Το πρόσωπό της ήταν αναψοκοκκινισμένο και φαινόταν πολύ χαρούμενη∙ σκόρπιζε χαμόγελα δεξιά-αριστερά. Μετά από λίγο έφτασε και η Τζούντυ. Πληρώσαμε τους Βεδουίνους και ανεβήκαμε άρον-άρον στο λεωφορείο.
«Τι έγινε;» ρωτήσαμε και οι δυο την Έμιλυ «Πού ήσουν;»
«Τον φίλησα!» μας είπε γεμάτη ενθουσιασμό.
Και από τότε, σε μια φιλία που διαρκεί μέχρι σήμερα, δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ για το περιστατικό∙ ούτε μεταξύ μας ούτε σε κανέναν.