Ζητήσαμε από πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές και επιμελητές να μας στείλουν μια καλοκαιρινή φωτογραφία από το προσωπικό τους αρχείο και να την πλαισιώσουν με μια ανάμνηση. Σήμερα, ο Μιχάλης Μακρόπουλος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εικονογράφηση: Πάρις Κούτσικος - parisko.com
ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ, ΠΕΡΥΣΙ
Η φωτογραφία είναι περσινή. Για ένα μήνα, κάθε πρωί στις έξι, ξεκινούσα μέσ’ από τα έρημα δρομάκια του ελαιώνα για το Κρυονέρι, ένα μισάωρο περπάτημα από το σπίτι μου στη Λευκάδα – και με ξανάβρισκα μέσ’ από την κίνηση των ποδιών μου και μέσ’ απ’ τη σιωπή γύρω μου. Σε κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί παλιά, άλλοτε στη Σίφνο κι άλλοτε στην Αμοργό ή την Αστυπάλαια, περπατούσα έτσι μόνος· όμως, κι αν πολλές φορές ένιωσα ότι εκείνος ο μοναχικός πεζοπόρος είχε πλέον χαθεί, τελικά έφτανε να εμπιστευθώ ξανά το ρυθμό των ποδιών μου, για να τον βρω πάλι, είκοσι χρόνια μετά. Προϋποθέσεις ήταν η πρωινή σιωπή, για να ακούω καθαρά τα βήματά μου, και η μακρινή βοή της αθέατης ακόμα θάλασσας, που στη μνήμη ήταν μία άλλοτε και τώρα: Ιόνιο και Αιγαίο, ένα πέλαγος. Και βοηθοί και συνοδοιπόροι, σε τούτο το στρίψιμο που έκανε η οχιά του χρόνου για να δαγκάσει την ουρά της, ήταν τα μικρά πράγματα γύρω: τα σκονισμένα λιόφυλλα, τα ξερά χόρτα, τα άγανα, οι πέτρες στο χωματόδρομο που τις ένιωθα μέσ’ από τις σόλες μου, η σαύρα στην πέτρα, η αίσθηση του πρωινού ήλιου στο δέρμα – ευχάριστη ακόμα, μα ήδη ζεστή. Σ’ ένα χωράφι, πρόβατα που έβοσκαν, κατσίκια που κορφολογούσαν, και η αψιά μυρωδιά τους. Έφτανα στο Κρυονέρι, κι άλλες φορές είχε κάλμα κι άλλες φυσούσε και είχε κύμα. Τα πρωινά με άπνοια, τα χορταράκια ίσα που τρεμούλιαζαν καθώς για μία στιγμή, πάντα, στεκόμουν πάνω από το ιταλικό πολυβολείο και κοιτούσα τη θάλασσα να λαμπυρίζει· κι όταν έμπαινα στο νερό ένα δίλεπτο μετά, με τύλιγε έτσι, που ένιωθα το κορμί μου, κι ας κρύωνε, συνάμα να νανουρίζεται μες στην υγρή γαλήνη. Όμως βουτούσα κι άμα φύσαγε ακόμα (ένα τέτοιο πρωινό τραβήχτηκε η φωτογραφία), και μ’ άρεσε που τα κύματα με ανέβαζαν και μ’ άφηναν να πέσω, και που έπρεπε να λογαριάσω πώς θα έβγαινα ύστερα, κει που δεν είχε βράχια. Κι όταν γυρνούσα έπειτα, δεν είχε δώσει ακόμα η σιωπή τη θέση της στους εργάτες που ’χτιζαν κι άλλα νοικιαζόμενα μες στον ελαιώνα. Τώρα ένιωθα κούραση από το κολύμπι, και τη γλυκιά ζέστη του ήλιου στο κρύο δέρμα μου. Τα χορταράκια, τα άγανα, τα λιόφυλλα, η σαύρα στην πέτρα, ήταν όλα πάλι εκεί, και σ’ αυτά και στον ήχο από τα βήματά μου μ’ έβρισκα ξανά, είκοσι χρόνια νεότερο, σε ένα σιφνέικο, αμοργιανό ή αστυπαλιώτικο μονοπάτι.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ