Ζητήσαμε από πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές και επιμελητές να μας στείλουν μια καλοκαιρινή φωτογραφία από το προσωπικό τους αρχείο και να την πλαισιώσουν με μια ανάμνηση. Σήμερα, ο Χρήστος Χρυσόπουλος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εικονογράφηση: Πάρις Κούτσικος - parisko.com
ΨΥΧΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Λένε πως ο χρόνος έχει μεγάλη εξουσία στη Μόσχα. Ίσως να είναι κι έτσι, γιατί εκεί όλες οι εποχές συγκατοικούν μέσα στα όρια μερικών οικοδομικών τετραγώνων. Κάποτε έναν Αύγουστο έμεινα σε ένα διαμέρισμα στο Τσίστυ Προυντύ. Το σκοτεινό τετραώροφο μέγαρο της παρόδου Καζάρμενι Περεούλοκ είχε χτιστεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Ήταν η έπαυλη κάποιου ευγενή ή μεγαλοαστού στο κέντρο του βουλεβάρτου, που κυκλώνει την πόλη σαν κοζάκικο ζωνάρι. Ήταν ένα σπίτι στραγγαλισμένο σε βρόχο από δασύφυλλα αιωνόβια δέντρα. Ένα σπίτι δαιδαλώδες και ετοιμόρροπο. Ποια τύχη να περίμενε –άραγε– τους πρώτους ιδιοκτήτες του; Στα χρόνια της επανάστασης τεμαχίστηκε σε ψηλοτάβανα λαϊκά διαμερίσματα του ενός δωματίου. Μια κομμουνάλκα, όπως αυτές που συναντά κανείς στη Μαργαρίτα του Μπουλγκάκωφ. Όπως η ίδια η κομμουνάλκα του μυθιστορήματος, που βρίσκεται στη λεωφόρο Μπολσάγια Σαντόβαγια στην αντικρινή πλευρά του βουλεβάρτου.
Η σκάλα που οδηγούσε στον δεύτερο όροφο έμοιαζε με κλιμακοστάσιο μεσαιωνικού πύργου. Ήταν σκοτεινή και υγρή. Τα πέτρινα σκαλιά ήταν παραμορφωμένα από τον καιρό, και φαφούτικα. Στις γωνιές συσσωρεύονταν σκουπίδια και αδειανά μπουκάλια μπίρας Μπάλτικα, σαν αυτά που βλέπει κανείς πεταμένα παντού στη Μόσχα και φέρνουν στο μυαλό μυρωδιά από κάτουρο. Δίπλα μου έμενε μια αινιγματική γριά που ο σκύλος της κοιμόταν στο πλατύσκαλο, δεμένος στο κάγκελο του διαδρόμου. Μου είχαν πει να αποφεύγω αυτή τη γειτόνισσα και να μην δίνω αφορμές στην πολυκατοικία. Ο σκύλος της με αγαπούσε και γρύλιζε με παράπονο κάθε φορά που διαισθανόταν την παρουσία μου. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί θα έπρεπε να φοβάμαι εκείνη την αμίλητη ηλικιωμένη γυναίκα. Στη Μόσχα συναντάς παντού έναν παράλογο φόβο που παίρνει τη μορφή υπερβολικής καχυποψίας. Τίποτα δεν είναι εύκολο στη Μόσχα. Τίποτα δεν είναι προφανές στη Μόσχα. Στη Μόσχα δεν υπάρχουν δεδομένα, εκεί υπάρχει πάντα κάποιος από τον οποίο θα πρέπει να φυλάγεσαι, είτε είναι η διεφθαρμένη Μιλίτσια που περιπολεί στους κεντρικούς δρόμους, είτε οι μαφιόζοι με τις λιμουζίνες στη λεωφόρο Τβερσκάγια, είτε οι κάμερες γύρω από τη Λιουμπιάνκα – έστω και αν ο ανδριάντας του Ντζερζίνσκυ βρίσκεται πια πεταμένος στο νεκροταφείο αγαλμάτων κοντά στο πάρκο Γκόρκυ.
Κάθε βράδυ, γυρνώντας στο διαμέρισμα της παρόδου Καζάρμενι με το απαρχαιωμένο ηλεκτρικό λεωφορείο, στεκόμουν για λίγο έξω από την αντικρινή μονοκατοικία. Ένα θεόκλειστο παλιό οίκημα, σκοτεινό σαν κενοτάφιο. Κι όμως, από τα παράθυρά του μπορούσες να διακρίνεις πλήθος πολύχρωμα λαμπιόνια να αναβοσβήνουν σαν χριστουγεννιάτικη διακόσμηση. Μου είπαν ότι ήταν ένας κρυφός σταθμός ελέγχου για τις πυρηνικές κεφάλες που βρίσκονται φυτεμένες βαθιά στην πόλη, έτοιμες να εκτοξευτούν μέσα από τα έγκατα της μοσχοβίτικης γης.
Είναι δύσκολη πόλη η Μόσχα. Αντιστέκεται στον επισκέπτη και ταλαιπωρεί τους ανθρώπους που της ανήκουν. Η πραγματική Μόσχα βρίσκεται μέσα στη γη. Στις δαιδαλώδεις υπόγειες διαβάσεις που διασχίζουν τις απάνθρωπες –πλατιές σαν ποτάμια– λεωφόρους. Στα μικροσκοπικά καταστήματα των υπόγειων στοών. Τα ασθενικά σκουριασμένα φώτα δεν σβήνουν ποτέ μέσα σε αυτά τα θλιβερά καφενεία. Ετούτες οι μικροσκοπικές κακοφωτισμένες φωλιές που μυρίζουν τηγανισμένο κρέας και χλωρίνη, μένουν ανοιχτές όλο το εικοσιτετράωρο και γύρω τους συγκεντρώνονται μελαψοί άντρες από τη Γεωργία και την Αρμενία. Άνεργοι Μοσχοβίτες νεαροί. Ταξιδιώτες από την Κιργιζία και τη Μογγολία.
Αργότερα εκείνο το καλοκαίρι έμεινα στον δέκατο όροφο ενός τερατώδους οικοδομικού συγκροτήματος από τα χρόνια του Μπρέζνιεφ. Ήταν πολύπλοκο σαν διαστημόπλοιο. Η διεύθυνσή μου ήταν: «Πρόσπεκτ Μίρα, Σπίτι Ν173, Σώμα Ν2, Διαμέρισμα Ν174, 10ος όροφος, 2η είσοδος». Όταν άνοιγα το παράθυρο της κουζίνας, έβλεπα απέναντί μου το μεγαλειώδες άγαλμα της Βέρας Μούχινα με τον Εργάτη και την Κολχόζνιτσα. Το αγάπησα αυτό το άγαλμα και το χάζευα κάθε νύχτα, λουσμένο στα πορτοκαλιά φώτα του δρόμου. Καταλάβαινα πολύ καλά γιατί ο Στάλιν ζητούσε τα βράδια να τον οδηγούν εκεί, έξω από το Πάρκο της Οικονομικής Ευημερίας, για να θαυμάζει μέσα από το αυτοκίνητο, το πιο όμορφο άγαλμα που έφτιαξε η ανθρωπότητα το έτος 1937.
Είναι δύσκολο να διακρίνεις το μικροσκοπικό άνοιγμα που βρίσκεται κρυμμένο μέσα σε μια πτύχωση της φούστας του κοριτσιού. Οι άστεγοι όμως το γνώριζαν και τα βράδια στριμώχνονταν μέσα του, βρίσκοντας καταφύγιο στα σπλάχνα του κολοσσιαίου ατσαλένιου ζευγαριού. Το καλοκαίρι του 2003 έμοιαζε λίγο με χειμώνα.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΥ