
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Βασίλη Γκουρογιάννη «Αναψηλάφηση» που κυκλοφορεί στις 21 Μαρτίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Καρκινικές λέξεις
Η πρώτη πρόσφατη συνάντηση με τον Πετρογιάννη έγινε στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος όπου τον περίμενε με ένα παλιό, μεγάλο πρασινωπό Μερσεντές, ασήμαντης αγοραστικής αξίας. Δυσκολεύτηκαν να αναγνωριστούν, είχε ήδη επιταχυνθεί η σωματική τους αλλοίωση από το 2001 που είχαν συναντηθεί τελευταία φορά στη Βαρκελώνη, όπου ο μεγαλοκατασκευαστής είχε πάει με συνεργάτες του να μελετήσουν Ολυμπιακά Ακίνητα ενόψει της Ολυμπιάδας της Αθήνας. Τα έφτιαξε όπως τα ονειρεύτηκε με ατσάλι και γυαλί, μάλιστα κατεβαίνοντας την Κηφισίας ο ίδιος τον χτύπησε στο γόνατο με το δάχτυλο δείχνοντάς του να κοιτάξει πολύ ψηλά.
Στην ταράτσα ενός γιγάντιου γυάλινου κτιρίου γραφείων στριφογύριζε ακόμη το κατασκευαστικό σήμα petro, όμως το πρόσωπο του Πετρογιάννη δεν είχε την πικρία της αποτυχίας αλλά μια περίεργη ανακούφιση, διότι βγήκε ζωντανός από έναν τέτοιο πύργο, που σωριάστηκε επάνω του και τώρα ανήκει στις πιστώτριες τράπεζες.
Τον μετέφερε στο ξενοδοχείο Στάνλεϋ στην πλατεία Μεταξουργείου που το είχε κλείσει ο ίδιος ηλεκτρονικά από τη Βαρκελώνη, ώστε να αποφύγει την άβολη φιλοξενία σε χώρο συγγενών.
Και πάλι στη δεύτερη συνάντηση στο Σύνταγμα δεν μπόρεσαν να στήσουν συζήτηση, είχε μια φανερή δυσανεξία στον προφορικό λόγο, ένα είδος δυσλεξίας, πότε έδειχνε ότι δεν θέλει να απαντήσει, πότε εκφραζόταν με κινήσεις του κεφαλιού και με συσπάσεις του προσώπου, κάποτε δεν άκουγε καν και το μυαλό του χανόταν αλλού.
Σε όλη τη διαδρομή, από το αεροδρόμιο ως το ξενοδοχείο, δεν μπόρεσαν να πουν κάτι, εκτός από τα τυπικά, σαν να είχε πάθει νευρολογική αφωνία. Και πάλι στη δεύτερη συνάντηση στο Σύνταγμα δεν μπόρεσαν να στήσουν συζήτηση, είχε μια φανερή δυσανεξία στον προφορικό λόγο, ένα είδος δυσλεξίας, πότε έδειχνε ότι δεν θέλει να απαντήσει, πότε εκφραζόταν με κινήσεις του κεφαλιού και με συσπάσεις του προσώπου, κάποτε δεν άκουγε καν και το μυαλό του χανόταν αλλού. Τον κενό χρόνο των απαντήσεων τον κάλυπτε ο Πετρογιάννης μονολογώντας για πάσης φύσεως θέματα.
Ο τελευταίος έδειχνε κάποιον εκνευρισμό από αυτή την κατάσταση της αφωνίας του φίλου του, μολονότι μάλλον του έδινε όλα τα ελαφρυντικά. Είχαν μεταξύ τους ένα ακαθόριστο συναισθηματικό δέσιμο που προερχόταν από ασυναίσθητες αμοιβαίες ενοχές και ατυχίες.
Αυτό που τον κάνει προβληματικό στην επικοινωνία με τους Έλληνες της Ελλάδας είναι το συναίσθημα μειονεξίας ότι υστερεί στην προφορική γλώσσα, ότι χρησιμοποιεί νεκρές λέξεις, αγνοεί πολλές καινούργιες λέξεις και εκφράσεις, αλλά και όσες τις γνωρίζει αισθάνεται ανασφάλεια να τις χρησιμοποιήσει, μήπως έχουν αλλάξει νόημα και προκληθούν παρεξηγήσεις. Οι λέξεις του είναι παλιά νομίσματα που τα έχει στις τσέπες του πενήντα χρόνια και προσπαθεί να κάνει συναλλαγές με αυτά. Δεν γνωρίζει ποια από αυτά ακόμη κυκλοφορούν και ποια έχουν οριστικά αποσυρθεί από τις συναλλαγές.
Πολύ βάσιμος ο φόβος του, διότι πολλές θεμελιώδεις ελληνικές λέξεις μεταπολιτευτικά έχουν αλλάξει νόημα. Πολλές νέες λέξεις παράγονται στην Ελλάδα με την ταχύτητα των καρκινικών κυττάρων και ορμούν πάνω στις υγιείς και τις μολύνουν, καρκινικές λέξεις όπως τρόικα, ποσοτική χαλάρωση, πανεπιστημιακό άσυλο, ανάδελφος, αναδόμηση, ετεροκαθορισμός, μνημόνιο, αφήγημα, δημιουργική ασάφεια, ιδιοκτησία του προγράμματος κτλ. Δυστυχώς διαβρώθηκαν και λέξεις-ογκόλιθοι, όπως Δημοκρατία, Ιδέα, Φαντασία, Λογική, Θεσμός, Ελευθερία, Πολιτεία, Παιδεία, Λαός, Αναρχία, Δικαιοσύνη, Υποκρισία κτλ.
Αυτές οι διαβρωμένες λέξεις-ογκόλιθοι τον πανικοβάλλουν. Μακάρι να μπορούσε να κάνει κάτι πάνω σε αυτή την πληγή. Αν έβρισκε κάποιους επαρκείς Έλληνες φιλολόγους, και όχι μόνο φιλολόγους, να συνεργαστούν, αν μπορούσαν όλοι μαζί με δική του δαπάνη να επεξεργαστούν αυτό το Δελφικό λεξικό που θα αποκαθιστά τις αμφίσημες έννοιες των θεμελιωδών λέξεων, θα ήταν μια πολύτιμη δωρεά στην Ελλάδα του σήμερα, πολύ πιο χρήσιμη από την αποκατάσταση των διαβρωμένων αρχαίων μνημείων της. Δυστυχώς τους λίγους φιλολόγους που γνώρισε στο Ινστιτούτο Θερβάντες δεν τους εμπιστεύεται. Κατ’ αρχάς αγνοούν πόσες θαυμάσιες καθημερινές ομηρικές λέξεις χρησιμοποιούν όταν νομίζουν ότι μιλάνε ισπανικά. Δεν διανοούνται π.χ. ότι ο χαιρετισμός hola είναι το ομηρικό ούλε που σημαίνει γεια σας. Με το hola χαιρέτησε ο Οδυσσέας την Καλυψώ, τον Κύκλωπα, τον Αχιλλέα, τον Αγαμέμνονα, την Ελένη. Τη λέξη HOLA σχημάτιζαν τα σώματα των πολύχρωμων χορευτών στο Ολυμπιακό Στάδιο της Βαρκελώνης στην τελετή έναρξης της Ολυμπιάδας. Βέβαια, ούτε οι Ισπανοί το ήξεραν, αυτός ενημέρωσε έναν στενό κύκλο καλλιτεχνών και διανοουμένων και έμειναν έκπληκτοι.
Αν αυτοί οι νεαροί Έλληνες φιλόλογοι που γνώρισε στη Βαρκελώνη ήταν σπουδαστές του, θα τους απέρριπτε και στα αρχαία και στα νέα ελληνικά, τα έχουν μάθει και τα δύο σαν ξένες γλώσσες. Από Σολωμό ξέρουν ότι υποχρεούνται να τον θαυμάζουν, παρομοίως τον Όμηρο. Από Καβάφη ξέρουν τα ποιήματα Ιθάκη, Θερμοπύλες, Απολείπειν ο θεός Αντώνιον. Κανένας φιλόλογος δεν ενδιαφέρεται –έστω και ένας– από περιέργεια να διαβάσει, ακόμα και χαρισμένη και με ιδιόχειρη τιμητική αφιέρωσή του, την κλασική διδακτορική διατριβή που εκδόθηκε ως βιβλίο από το Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης πριν από χρόνια, εγκρίθηκε και διανεμήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας και ακόμη διδάσκεται σε πολλά μεταπτυχιακά τμήματα της Ισπανίας. Είναι η κλασική διατριβή που τον καθιέρωσε ως ομηριστή. Στα ελληνικά ο τίτλος της θα μπορούσε να αποδοθεί περίπου ως εξής: «Η Ιθάκη του Καβάφη ως δωρεά στην Οδύσσεια του Ομήρου – Δυο αλληλοσυμπληρούμενα ποιήματα».
Πολύ δυσκολεύτηκε να δώσει τίτλο στη διατριβή του. Πάλεψε ανάμεσα στις λέξεις αλληλοσυμπληρούμενα και αλληλοαναιρούμενα. Η Ιθάκη του Καβάφη εξαλείφει τα τέρατα της Οδύσσειας ή τα τελειοποιεί; Τι νόημα έχει το ταξίδι προς την Ιθάκη χωρίς Λαιστρυγόνες, Σειρήνες, Κύκλωπες; Μοιάζει με αυγουστιάτικη κρουαζιέρα στη Μεσόγειο. Τα τέρατα έκαναν αθάνατο τον Οδυσσέα, και όχι ο πόλεμος στην Τροία. Στο βασανιστικό αυτό δίλημμα έδωσε λύση ο σπουδαίος καθηγητής του, ο Αντόνιο Ροντρίγκεζ: «Μην πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό. Ψευτοδίλημμα είναι. Ό,τι αναιρεί την τέχνη, αυτό την τελειοποιεί». Επέλεξαν μαζί την πρώτη λέξη.
Ο καθηγητής Ροντρίγκεζ ερχόταν κάθε καλοκαίρι διακοπές στην Ελλάδα. Κάθε άνοιξη τον βασάνιζε με την επιμονή του να οργανώσουν επιτέλους κοινές διακοπές, αλλά μάταια. Κάθε φθινόπωρο πάλι τον βασάνιζε με τις περιγραφές των όσων είδε και έζησε.
Γι’ αυτή τη φιλολογική διατριβή τόλμησε το πρώτο τριήμερο ταξίδι αστραπή στην Αθήνα. Έφτασε κοιμισμένος στο αεροδρόμιο του Ελληνικού αφού πρώτα ήπιε στις τουαλέτες του αεροδρομίου της Μαδρίτης ένα μπουκάλι κρασί για να καλμάρει την αγωνία του. Δεν φοβόταν τον ουρανό όπου θα πετούσε, φοβόταν τη γη που θα πατούσε σε τρεις ώρες. Τώρα δεν μπορούσε να το επαναλάβει, τα οινοπνευματώδη είναι απαγορευμένα, εκτός από ένα ποτηράκι κάπου κάπου.
Στο πρόσφατο ταξίδι ταξίδεψε με την αίσθηση ότι δεν βρίσκεται μέσα στην καμπίνα των επιβατών αλλά απέξω, κρατημένος από το φτερό του αεροπλάνου. Αισθάνθηκε όλες τις αναταράξεις και δεν τις απέδιδε στα κενά αέρος αλλά στη βαριά φωτογραφία που είχε στις αποσκευές του μέσα στα σπλάχνα του αεροπλάνου και την επέστρεφε μετά από πενήντα χρόνια στην πατρίδα της.
Στο Ελευθέριος Βενιζέλος έφτασε εντελώς απορρυθμισμένος, και αυτό το κατάλαβε ο Πετρογιάννης από την πρώτη στιγμή. Στο σοκ που του άφησε το ταξίδι αμέσως προστέθηκε και το σοκ από τα ελληνικά που άκουγε τριγύρω του, μια νέα, πρόστυχη γλώσσα, την άκουγε βέβαια και στη Βαρκελώνη τον τελευταίο καιρό από τους μετανάστες επιστήμονες, όμως εδώ, στο πατρικό της σπίτι, ενοχλούνταν να τη βλέπει σαν την… ξεπεταγμένη εγγονούλα που κάνει ανώμαλο σεξ στο τεράστιο λεπτοσκαλισμένο κρεβάτι της αρχόντισσας γιαγιάς της, ενώ εκείνη λείπει.
Είναι θυμωμένος με την ελλειμματική παιδεία των Ελλήνων και ιδίως των φιλολόγων. Θέλει να γίνει φρουρός της γλώσσας, αλλά δυστυχώς και ο ίδιος πάσχει στη γλώσσα, με τι σθένος θα ελέγξει τα νέα παιδιά; Όλα αυτά του φέρνουν τρόμο. Ακόμα και τη λέξη μαλάκας δεν έχει αυτοπεποίθηση να τη χρησιμοποιήσει στις συνομιλίες με τους Έλληνες, διότι αντιλαμβάνεται ότι έχει αλλάξει νόημα.
Και όμως, τον τελευταίο καιρό για να ακούσει τη λέξη μαλάκας στην αυθεντική της προφορά έπαιρνε το μετρό από το σπίτι του, από τα βόρεια, υποβαθμισμένα προάστια της Βαρκελώνης, άλλαζε τρεις στάσεις και κατέβαινε στη λεωφόρο Ράμπλας όπου ανοίγουν το ένα μετά το άλλο ελληνικά τάπας μπαρ, και συχνάζουν νεαροί άνεργοι Έλληνες επιστήμονες. Δεν έδινε γνωριμία, απλώς άκουγε την προφορά της συγκεκριμένης λέξης-κλειδί, καθώς και καμιά δεκαριά άλλες λέξεις που χρησιμοποιούσαν στη συνομιλία τους, τα υπόλοιπα ήταν νοήματα και γκριμάτσες. Μετά δοκίμαζε να την επαναλάβει αλλά του έβγαινε μαλάχαθ.
Κάποτε οι Ισπανοί κλασικοί φιλόλογοι έτρεμαν τη δυσκολία της ελληνικής γλώσσας, ήταν άθλος να επιλέξεις τα ελληνικά, τώρα η νεοελληνική γλώσσα έγινε από τις ευκολότερες γλώσσες του κόσμου, τη μαθαίνουν πολύ εύκολα. Μαθαίνουν τη βασική λέξη μαλάκας, προσθέτουν μερικές ακόμα λέξεις της παρέας και του κρεβατιού, και οι Ισπανοί παίρνουν πιστοποίηση επάρκειας της ελληνικής γλώσσας.
Κάποτε οι Ισπανοί κλασικοί φιλόλογοι έτρεμαν τη δυσκολία της ελληνικής γλώσσας, ήταν άθλος να επιλέξεις τα ελληνικά, τώρα η νεοελληνική γλώσσα έγινε από τις ευκολότερες γλώσσες του κόσμου, τη μαθαίνουν πολύ εύκολα. Μαθαίνουν τη βασική λέξη μαλάκας, προσθέτουν μερικές ακόμα λέξεις της παρέας και του κρεβατιού, και οι Ισπανοί παίρνουν πιστοποίηση επάρκειας της ελληνικής γλώσσας, διότι επιπλέον έχουν το πλεονέκτημα να έχουν ενσωματωμένες στη δική τους γλώσσα όλες τις θεμελιώδεις ελληνικές λέξεις που αφορούν τις επιστήμες, τις τέχνες, τη φιλοσοφία, και μάλιστα τις έχουν ατόφιες χωρίς να κόβουν τις ουρές τους, ενώ τις κολοβώνουν οι γαλλόφωνοι και οι αγγλόφωνοι.
Αυτό το κολόβωμα δεν το άντεχε στο Παρίσι στο πρώτο χρονικό διάστημα της εξορίας του, που έβγαιναν σε καφέ-μπαρ με Έλληνες αντιστασιακούς και άκουγαν τριγύρω τους Γάλλους να μιλούν.
Τους θυμήθηκε τους αντιστασιακούς του Παρισιού. Ήταν ανυπόφορη, βασανιστική η παρέα τους. Έφυγε από τα βασανιστήρια των χουντικών και έπεσε στα βασανιστήρια των αντιστασιακών του Παρισιού. Απαιτούσαν από αυτόν να είχε κάνει περισσότερα, να είχε υποφέρει περισσότερο, να έβρισκε τρόπο να προσεγγίσει τον Ιωαννίδη –μπορούσε, έλεγαν, να το μεθοδεύσει– και να τον εκτελέσει, να βοηθήσει στο ΕΑΤ και άλλους κρατούμενους και όχι μόνον τον Παναγούλη, που έλεγαν πως το παίζει ηγέτης της αντίστασης χωρίς να είναι αυθεντικός αριστερός, το πολύ πολύ σοσιαλδημοκράτης, και έχει πατέρα αξιωματικό. Κατ’ ουσίαν, όταν πέσει η Χούντα ο αυθεντικός σοσιαλισμός θα τον βρει εμπόδιο στη δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας.
Οι ελληνικές λέξεις που έχουν καλή τύχη στην αγκαλιά της ισπανικής γλώσσας ήταν η αφορμή που ζητούσε η συνείδησή του για να τους εγκαταλείψει. Μπορεί όμως να μην ήταν αφορμή, να ήταν αιτία που όμως δεν έδειχνε τις βαθιές ρίζες της. Έδωσε στην ισπανική φιλολογική γραμματεία και πήρε από αυτήν, αλλά τι ανάγκη πλέον τον έχουν οι Ισπανοί, τι είδους ελληνικά να διδάξει, και σε ποιον, και γιατί; Κάπως έτσι, λοιπόν, αυτός ο λαμπρός κλασικός φιλόλογος λίγο λίγο έγινε περιττός και γραφικός στη Βαρκελώνη, κάπως έτσι του είπε κάποια μέρα ένας νέος φιλόλογος από τη Λαμία, ένα καλό παιδί που σερβίρει τάπας στην Παραλιακή: «Ρε μαλάκα Θερβάντες, πάμε την Κυριακή να δούμε την Μπάρτσα που παίζει με τη Ρεάλ;».